in ,

«Άρτα το Κάστρο και η οχύρωση της αρχαίας Αμβρακίας» Επιμέλεια Β. Ν. Παπαδοπούλου

editor_image

Του Κώστα Τραχανά


Υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο στην Άρτα που δεν το συναντάς εύκολα σε άλλο μέρος της Ηπείρου. Είναι όλο αυτό το φορτίο του μύθου και της Ιστορίας, που κουβαλά αυτός ο τόπος, σε συνδυασμό με τον ίδιο των χώρο. Τόπος διαχρονικής παρουσίας του ελληνικού κόσμου, σημείο συνάντησης ιστορικών και πολιτισμικών εξελίξεων, η σημερινή Άρτα αντηχεί την ανθρώπινη δημιουργικότητα και την εξέλιξη του αστικού βίου από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Το να ανακαλύψεις και να αποκαλύψεις την Ιστορία και τον Πολιτισμό ενός τόπου είναι μέρος της αναζήτησης της ταυτότητας. Η μόνη μας περιουσία και ένα μέρος της προσπάθειάς μας, σχετίζεται με το πώς διαχειρίζεται κανείς τη μνήμη. Είμαστε νοσταλγοί του παρελθόντος. Είμαστε το παρελθόν μας. Ζούμε για να θυμόμαστε. Η μνήμη είναι η περιουσία μας. Διηγούμαστε ψηλαφώντας τον Λεβιάθαν της μνήμης, δραματοποιώντας τις ανακτημένες εμπειρίες μας. Είναι σημαντικό να βρεις, έναν δρόμο, για να αφηγηθείς την Ιστορία ενός τόπου. Δεν αρκεί να τραβήξεις κάποιες εικόνες, πρέπει αυτό στη συνέχεια να μεταγραφεί, για να γίνει μνήμη, μέσα από το ντοκιμαντέρ ή την κινηματογραφική ταινία ή ένα βιβλίο. Κάθε τόπος θέλει το δικό του βάσανο και κυρίως να μπορέσει να βγει το αίσθημα του τόπου.

Τα κείμενα και οι φωτογραφίες αυτού του τόμου «Άρτα το Κάστρο και η οχύρωση της αρχαίας Αμβρακίας» είναι βουτηγμένα στην Ιστορία, την Αρχαιολογία και τις μνήμες. Είμαστε από αυτούς που έχουν μεγάλη υπερηφάνεια για την αμφιθεατρική Άρτα, την αρχαία Αμβρακία, το Γεφύρι, τις Βυζαντινές εκκλησίες και το Κάστρο της Άρτας, αλλά αυτή η περηφάνια, είναι και πόνος και οδύνη και ευθύνη, γιατί σκεφτόμαστε, τι μας παραδόθηκε και που είμαστε. Η παράδοση, η Ιστορία, η Αρχαιολογία, η Τέχνη, η αρχαιότητα είναι κούφια λόγια, όταν ούτε παιδεία αντάξια έχουμε, ούτε αισθητική, ούτε πόλεις να σταθούν δίπλα σε αυτά τα ιερά χώματα. Είναι μία ευθύνη να είσαι δίπλα στο Γεφύρι, στην Παρηγορήτρια και στο Μεσαιωνικό Κάστρο. Ένας λαός, που έχει παιδεία, αγκαλιάζει τα αρχαία, τα θεωρεί κομμάτι της ζωής του. Γι΄αυτό, πρέπει να ενταχθούν οι αρχαιολογικοί τόποι, στη ζωή των τοπικών κοινοτήτων, να μην είναι μουσειακοί και νεκροί, αλλά ζωντανοί και οικείοι. Πιστεύουμε ότι: Η επικείμενη αφύπνιση, των Αρτινών, είναι έτοιμη, σαν τον δούρειο ίππο των Ελλήνων, στην Τροία των ονείρων…

Σκοπός του βιβλίου «Άρτα το Κάστρο και η οχύρωση της αρχαίας Αμβρακίας» είναι, να αποκτήσει ο αναγνώστης μια συλλογική εικόνα για την οχυρωματική ιστορία της Άρτας, μέσα από την αναλυτική παρουσίαση των νέων δεδομένων που αφορούν στα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά του Κάστρου, αλλά και της οχύρωσης της αρχαίας Αμβρακίας, που αποτελεί ένα ξεχωριστό και εκτεταμένο κεφάλαιο του ίδιου βιβλίου.

Στόχος αυτού του βιβλίου είναι η ευαισθητοποίηση του Αρτινού κοινού, σε θέματα που συνδέονται με την προστασία, διάσωση, συντήρηση, στερέωση, αποκατάσταση και ανάδειξη του Κάστρου της Άρτας και την οχύρωση της αρχαίας Αμβρακίας. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας προσπάθησε με κάθε τρόπο να καταστήσει τον χώρο του Κάστρου αντάξιο της σημασίας και της επισκεψιμότητάς του. Η υλοποίηση των αναστηλωτικών επεμβάσεων του Κάστρου έχουν αυξήσει την υπεραξία της Άρτας. Το Κάστρο παραδόθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων της Άρτας σε άριστη μορφή. Το Κάστρο όμως βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπο με τις καιρικές συνθήκες, την φθορά του χρόνου και την εγκατάλειψη από τους επίσημους φορείς της πόλης μας. Το Κάστρο θέλει συνεχή συντήρηση και φύλαξη.

Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας επιχείρησε μια ανασκαφή, όχι όμως σαν τις αρχαιολογικές, αλλά μια άλλη. Μια «ανασκαφή» για να βρει ψήγματα και θραύσματα ενός πολιτισμού, που μοιάζει να χάθηκε παντοτινά. Ψάχνει να βρει τα δυσδιάκριτα νήματα, που συνδέουν το Χθες με το Σήμερα. Καταγράφει το αποτύπωμα , που κάθε γενιά έχει αφήσει πάνω στο αρχέγονο Κάστρο. Μας αποτυπώνει σε αυτό το βιβλίο όλες τις κατασκευαστικές φάσεις του Κάστρου (αρχαία, μεσοβυζαντινή, υστεροβυζαντινή, οθωμανική και νεώτερη). Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας με την Προϊσταμένης της κ.Βαρβάρα Παπαδοπούλου και το εξειδικευμένο προσωπικό της, κάνουν Τέχνη. Άλλωστε αυτό είναι ένα από τα μοναδικά προνόμια της Τέχνης. Να έχει τον δικό της τρόπο, να αντιστέκεται στη φθορά και τη λησμονιά, στον οριστικό δηλαδή, θάνατο.

Η ακριβής χρονολόγηση του Κάστρου δεν είναι δυνατή, ίσως να είναι εκατοντάδες χρόνια π.Χ. Η θέση του επιλέχθηκε στη Β.Α. πλευρά της πόλης, γιατί ο Άραχθος ήταν το φυσικό οχυρό, από αυτή την πλευρά. Το Κάστρο έχει τραπεζοειδές σχήμα με 19 Πύργους (ορθογώνιους, ημικυκλικούς, πολυγωνικούς και τριγωνικούς ψευδόπυργους )και έκταση περίπου 40 στρέμματα. Σε ορισμένα σημεία το ύψος του είναι 11 μέτρα. Ένας εσωτερικός περίδρομος, ο οποίος περιτρέχει όλο το μήκος του Κάστρου, εξασφάλιζε την εσωτερική επικοινωνία των αμυνομένων. Η κύρια Πύλη του, βρίσκεται στο νότιο τμήμα του Κάστρου, ενώ η Πυλίδα, η μικρή πύλη, είναι προς τα βόρεια, προς την πλευρά των Ταμπακιάδων, η οποία αναδείχθηκε πρόσφατα. Σήμερα στο κέντρο περίπου του Κάστρου βρίσκεται το ξενοδοχείο Ξενία, τα λείψανα ενός βυζαντινού κτηρίου και το νεώτερο εκκλησάκι των Αγίων Πάντων. Εκεί που σήμερα υπάρχει το υπαίθριο θέατρο, ήταν μια εσωτερική Ακρόπολη, το Ιτς Καλέ,που σε περίπτωση πολιορκίας, ήταν το τελευταίο καταφύγιο των αμυνομένων. Το Κάστρο έχει εξολοκλήρου δεχθεί αρκετές μετασκευές και προσθήκες που χρονολογούνται από τους βυζαντινούς έως τους νεώτερους χρόνους. Η μικρή έκταση του Κάστρου, που φρουρούσε την πόλη που αποτέλεσε την πρωτεύουσα του μεσαιωνικού Κράτους της Ηπείρου, δεν μπορούσε να προστατεύσει ή να φιλοξενήσει μεγάλο πληθυσμό. Ίσως η χωροθέτηση και οικοδόμηση του Κάστρου εξαρτήθηκε από την ύπαρξη ενός προγενέστερου οχυρωματικού έργου, το οποίο προστάτευε σε κάποιο βαθμό την Άρτα. Ο Οθωμανός Εβλιγιά Τσελεμπή που επισκέφτηκε την Άρτα το 1670 περιέγραψε το Κάστρο ως επιβλητικό οχυρό με 18 πύργους. Έκανε επίσης λόγο για την ύπαρξη εντός του Κάστρου βασιλικού σεραγιού στο οποίο διέμενε ο φρούραρχος. Πληροφορίες για την ύπαρξη χριστιανικών ναών στο εσωτερικό του Κάστρου δίνονται από τον μητροπολίτη Άρτας και λόγιο Σεραφείμ Ξενόπουλο. Ο Χάμοντ αναφέρθηκε για την οχείρωση της αρχαίας Αμβρακίας πάνω στα λείψανα της οποίας είναι κτισμένο μέρος του μεσαιωνικού Κάστρου. Η κ.Β.Παπαδοπούλου μελέτησε τα λείψανα του βυζαντινού κτηρίου και πρότεινε την ταύτισή του με το ανάκτορο των Κομνηνοδουκάδων και με το πολυώροφο «βασιλικό σεράι» που περιέγραψε ο Ε.Τσελεμπή. Η ίδια επίσης επεσήμανε την ύπαρξη οργανωμένης αγοράς, το Εμποριό, που αναφέρεται στις βυζαντινές πηγές κατά μήκος της πρόσβασης που οδηγούσε στην κεντρική πύλη. Πολλά στοιχεία για την αρχιτεκτονική και τοπογραφική σχέση της πόλης με το Κάστρο της, αναφέρονται στο Χρονικό του Μωρέως και το Χρονικό των Τόκκων. Το Κάστρο της Άρτας πολιορκήθηκε από πολλούς κατακτητές, αλλά δεν έπεσε ποτέ.

Αν ανεβείτε μέρα στα τείχη του Κάστρου, θα ατενίσετε τον Λόφο της Περάνθης, την πόλη της Άρτας, τον Άραχθο, τον κάμπο της Άρτας και τις αλλεπάλληλες πτυχώσεις των Τζουμέρκων, που ορθώνονται σαν θεόρατο τείχος. Τα βράδια, αν έχει φεγγαράδα και είσαι λίγο ρομαντικός, λίγο… ονειροπαρμένος, μπορείς να δεις πάνω στις επάλξεις του, τους παλατιανούς φρουρούς, του Δεσπότη Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα, να κάνουν την αθόρυβη, άυλη περιπολία τους, φρουρώντας τα σύνορα ανάμεσα στο θρύλο και την Ιστορία…

Σε ένα τέτοιο μέρος, αγγίζοντας τις πέτρες του Κάστρου, μαθαίνεις να «κοιτάς», μέσα από την Ιστορία. Ακούς την κλαγγή των όπλων στις αιματηρές πολιορκίες και επιθέσεις, βλέπεις επινίκιες πομπές, λάβαρα που ανεμίζουν πίσω από τα μπεντέμια, παράτολμα ρεσάλτα και αποτρόπαιες σφαγές, εικόνες που μοιάζουν να έχουν στεριώσει τα στιβαρά θεμέλια, με τη βιωμένη δύναμη των αιώνων…

Ένας αξιόλογος τόμος που πρέπει να διαβαστεί από όλους τους Αρτινούς, Έκδοση Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας, Άρτα 2017 σελ. 172.

Τα κείμενα του βιβλίου τα έγραψαν οι: Φώτης Βάσσης, Μαρία Νιάρου, Γιάννης Κωτσοκώστας, Brendan Osswald και Βαρβάρα Παπαδοπούλου. Τα σχέδια είναι της Χρυσάνθης Αναγνώστου, του Φώτη Βάσση και του Νίκου Ψυχογιού. Ο τόμος εμπλουτίζεται με εκατοντάδες φωτογραφίες και αεροφωτογραφίες (του φωτογράφου –κινηματογραφιστή Βασίλη Γκανιάτσα), Ελληνική και Ξένη Βιβλιογραφία.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *