Ο Γιάννης ζούσε με την οικογένεια του στην βαλαώρα της πόλης μας από το 1950, ήταν κι αυτός θύμα του εμφυλίου, ξεριζώθηκε από το χωριό του, από τα πρόβατα του, που τα πούλησε για να γίνει εργάτης. Είχε καταφέρει αυτά τα λίγα χρόνια να βάλει το κεφάλι του κάτω από «κεραμίδι» με τα δύο δωμάτια. Είχε κατεβάσει και τους γερόντους, είχε παντρευτεί με την Χρυσούλα και είχαν μέχρι το ΄58 τέσσερα παιδάκια. Είχε φτιάξει και μία καλύβα δίπλα στο σπιτάκι στην μία γωνία, είχε την γίδα για το γάλα της οικογενείας και στην άλλη άκρη, την «γωνιά για να μαγειρεύει η Χρυσούλα και η μάνα του.
Ο Γιάννης τις τελευταίες μέρες προτού τα Χριστούγεννα, δεν είχε πιάσει δραχμή, δεν κατάφερε να βρει ούτε ένα μεροκάματο στο πορτοκάλι, τις περισσότερες μέρες έβρεχε. Η Χρυσούλα φώναζε, λίγες δραχμές για να κάνουν γιορτές, ο κυρ Βαγγέλης ο μπακάλης φώναζε για το δεφτέρι που είχε γεμίσει, θα τους το κόψει, το βερεσέ. Είχαν και τέσσερα παιδάκια, τον Γιώργο στην Δ’ Δημοτικό, την Μαρία στην Β’, την Τασούλα στα τέσσερα και ο μικρός Δημητράκης ίσα που «μπουσούλαγε». Ο Γιάννης κάθε μέρα από το Μουχούστι μέχρι το Μονοπλιό πρωί – απόγευμα με τον φίλο του τον Χρήστο, μήπως βρεθεί τίποτα, μήπως συναντήσει τον μπάρμπα του τον Θωμά, τον ξάδελφο του πατέρα του, να πάρει δανεικά κάνα 100στάρικο. Η Χρυσούλα κάτι έβαζε την κατσαρόλα, ήταν το δεφτέρι είπαμε.
Την προπαραμονή των Χριστουγέννων, ο Γιάννης με σκυμμένο το κεφάλι, δίπλα στο τζάκι με τον πατέρα του, που είχε πιάσει μόνιμα την μία άκρη, η Χρυσούλα έβαλε καζάνι να τους λούσει όλους στην καλύβα, δίπλα στην γίδα που σε λίγες μέρες θα γεννούσε, εκείνη η μικρή η Τασούλα, «ρέκαζε» όλη την ώρα, της είχε «κάψει» τα ματάκια της το πράσινο σαπούνι. Ο μεγάλος ο Γιώργος είπε στον παππού να τον ξυπνήσει χαράματα να πάει για τα κάλαντα. Ο παππούς το πρωί, τον σκούντησε, πετάχτηκε ο Γιώργος και αφού έριξε δύο χούφτες νερό στα «μούτρα» του από τον τενεκέ, ξεκίνησε με τον Κώστα παρέα. Έτρεξαν παντού, σε όλες τις γνωστές οικογένειες, στην γειτονιά κι αργότερα στην αγορά, καλά πήγαν «έμασαν» 25 δραχμές. Τα μοίρασαν κατά τις 11ώρα και γύρισε στο σπίτι, «άργησες» του είπε η μάνα του.
Ο Γιάννης πάλι μπροστά στο τζάκι, η «βάβω» με τον μικρό αγκαλιά, οι κοπέλες έξω έπαιζαν, παρά το «τριανέμι». «Κατέβα κάτω να φέρεις λίγο κρέας για αύριο» είπε η Χρυσούλα, «δεν πάω πουθενά, δεν έχω δραχμή», πήρε την απάντηση. Ο Γιώργος πήγε έξω, έβγαλε τα φραγκοδίφραγκα, κράτησε δύο δραχμές και τα έδωσε τα υπόλοιπα στον πατέρα του. Η «βάβω» το είδε αυτό, έλυσε την σακούλα της και έβγαλε ένα δεκάρικο χάρτινο, «πάρτο το τελευταίο που είχα». Ο Γιάννης τα μέτρησε τα βρήκε 19 δραχμές, άρπαξε το σακάκι του και για τον χασάπη, γύρισε σε μία ώρα με κρέας, το κρέμασε πίσω από την πόρτα, στην πρόγκα, το είδε η γιαγιά και είπε, «καλό ζυγούρι, παχύ».
Η Χρυσούλα ησύχασε, η υπόλοιπη μέρα κύλησε, η γιαγιά το βραδάκι τους είπε κι ένα παραμύθι στα μικρά, «πλάγιασαν» όλοι. Την άλλη μέρα το πρωί, η γιαγιά πρώτη, να ετοιμαστεί για τον Παντοκράτορα, μαζί της και τα κορίτσια, η Χρυσούλα άναψε την φωτιά για το τσάϊ και για το βράσιμο του κρέατος, ο Γιάννης έπιασε την άλλη άκρη του Τζακιού, έβγαλε και ένα τσιγάρο από τα 5 που είχε πάρει με μία δραχμή. Η Γιώργος στην φλωκιαστή, δεν κουνιόταν, έκανε «πούντα» έξω, ούτε είχε ακούσει άλλες φωνές. Κατά τις 11 ώρα γύρισε η γιαγιά με τις μικρές, έδωσε στον γέροντα ένα φιντανάκι, πέρασε από την ξαδέλφη της, την Χρήστενα που είχαν γιορτή. Η μικρούλα, στην αγκαλιά της μάνας της κι της έδειχνε την δραχμή που της είχε δώσει ο θείος. Η Χρυσούλα αφού «ξάφρισε» δύο φορές το κρέας, έβαλε τον γάστρο να καεί, είχε αρκετές ασφάκες, το έβαλε με λίγες πατάτες.
Κατά τις μιάμιση, όλα έτοιμα, η βάβω έβαλε την τάβλα δίπλα στο τζάκι κι έβαλε τις φωνές, «Γιώργο», να μαζευτεί το παιδί. Η Χρυσούλα έβαλε κι το μεσάλι, ο Γιώργος δίπλα πάλι στον παππού, που τον χάιδευε πότε πότε στο κεφάλι, ήρθαν κι τα πιάτα, να και το μεγάλο ταψί με το αχνιστό κρέας. «Μπράβο» είπε η γιαγιά, η μικρή «μόνο πατάτες εγώ», γέμισαν τα πιάτα. Η βάβω έσκυψε και τράβηξε το καλάθι της που είχε κάτω από το κρεβάτι της, έβγαλε ένα μπουκάλι, «κρασί» αναφώνησε ο παππούς, «μία καταψιά εγώ», η Χρυσούλα έκανε τον σταυρό της «και του χρόνου». Την ώρα του φαγητού, μόνο μικρή ακουγόταν που γκρίνιαζε γιατί έκαιγαν οι πατάτες, στον Δημητράκη του έχωνε η μάνα του, λιωμένες πατάτες με το ζόρι. Τελείωσαν όλοι τους, έμεινε κι ένα πιατάκι στην άκρη.
Ο Γιώργος περίμενε τι θα πούνε οι μεγάλοι κι εκεί γυρίζει ο πατέρας και τον φιλά, «σε ευχαριστώ παιδί μου» άκουσε. Ο Γιώργος σηκώθηκε, είχε συννεφιά έξω, «μάνα πάω στην λάκα, παίζουν στριφτό οι μεγάλοι». «Μην χαθείς» πήρε την απάντηση, αλλά μέχρι να φτάσει στην λάκα, έλεγε από μέσα του, γιατί του είπε «σε ευχαριστώ», ο πατέρας του δεν του είχε ξαναπεί.
Είχαν και τότε τις μικρές τους χαρές, που ήταν πιο ανθρώπινες. Ο Γιώργος θυμάται ακόμα το «ευχαριστώ» του πατέρα.