in

Δύο χρόνια από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019

editor_image

Του Αλέξη Ρουτζούνη
• Διευθυντής Ερευνών της Κάπα Research


Δύο χρόνια μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, η κυβέρνηση καταγράφει πολιτική και δημοσκοπική υπεροχή σε αντίθεση με την παράδοση που θέλει τα κυβερνώντα κόμματα να καταγράφουν κάμψη στο μέσο της θητείας τους (βλ. εύρημα 3 εδώ).

Κάθε απόπειρα ερμηνείας της εικόνας αυτής βάζει – και δικαιολογημένα – στο επίκεντρο την επίδοση της κυβέρνησης στη διαχείριση κρίσεων και τις παρενέργειες που εκείνες προκαλούν στο πολιτικό σκηνικό, ενώ, σε ένα δεύτερο επίπεδο, βάρος δίνεται στη μιντιακή της υπεροπλία και τη δυστοκία ανασυγκρότησης της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, αυτό το σχήμα ερμηνείας δεν αποδίδει την πλήρη εικόνα.

Τέσσερεις είναι οι παράμετροι που χρήζουν προσοχής και ερμηνεύουν την υπεροχή της πρώτης κυβέρνησης των τελευταίων δέκα ετών που κλήθηκε να διαχειριστεί σημαντικές κρίσεις αλλά μη οικονομικού περιεχομένου:
Α) Κατά κανόνα, μια κρίση συσπειρώνει την κοινωνία γύρω από την ηγεσία της. Στην περίπτωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, οι κρίσεις που επιδρούν στους συσχετισμούς είναι δύο και επιδρούν καταλυτικά υπέρ της, διότι: η μείζονα αφορά – σωρευτικά – προνομιακά για το κυβερνών κόμμα κοινά (η πανδημία πλήττει κυρίως πολίτες μεγαλύτερης ηλικίας) και η ελάσσονα ευαίσθητα ζητήματα της ατζέντας της (Έβρος/προσφυγικό – ένταση στα ελληνοτουρκικά), ενώ και στις δύο περιπτώσεις η διαχείριση κρίνεται στα περισσότερα σημεία επαρκής – τουλάχιστον σε επίπεδο κοινής γνώμης.
 Β) Η πανδημία και τα συνεχόμενα lockdown, ειδικότερα, έθεσαν – εκτός των άλλων – και τις κλασικές πολιτικές διεργασίες σε αναστολή. Όσο ο φόβος του κορωνοϊού είναι ισχυρός και απαιτεί διαχείριση, η κυβέρνηση θα κερδίζει χρόνο και η αντιπολίτευση θα έχει μειωμένη παρεμβατικότητα και περιορισμένο χώρο κινήσεων. Τα κόμματα δεν δοκιμάζονται σε «κανονικές» συνθήκες οπότε και τα κριτήρια αξιολόγησής τους από τους πολίτες δεν είναι τα «κανονικά», ενώ και οι παραδοσιακοί μηχανισμοί κυβερνητικής φθοράς υπολειτουργούν.
 Γ) Χωρίς μνημονιακούς περιορισμούς και με περαιτέρω δημοσιονομική χαλάρωση εξαιτίας της πανδημίας, η σημερινή κυβέρνηση είναι η πρώτη – μετά το 2010 – που δεν εφαρμόζει περιοριστικές πολιτικές και δεν αυξάνει τους φόρους. Αντιθέτως, εκμεταλλεύεται τον ελεύθερο χώρο για σχετική μείωση της φορολογικής πίεσης. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο που δεν λαμβάνει τη δέουσα προσοχή.
 Δ) Συνέπεια των παραπάνω, η Νέα Δημοκρατία δεν έχει αναγκαστεί – μέχρι στιγμής – να διαψεύσει κάποια προεκλογική υπόσχεση στρατηγικού χαρακτήρα (υποσχέσεις που τέθηκαν ούτως ή άλλως με μέτρο προεκλογικά) – πλην της υπόσχεσης για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ωστόσο, η κάμψη των αναπτυξιακών ρυθμών αποδίδεται στην πανδημία και αποτελεί κοινό τόπο στις δυτικές οικονομίες. Οι όροι, λοιπόν, που οδήγησαν στην εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας δεν έχουν ανατραπεί ή παραβιαστεί.

Το Κέντρο ακούει την κυβέρνηση
Στο διάστημα της δεκαετίας, το «πολιτικό ανάγλυφο» της χώρας έλαβε διαφορετικές μορφές κινούμενο από τα άκρα προς πιο κεντρώες θέσεις. Στη συνθήκη της πανδημίας, η Νέα Δημοκρατία αναμφίβολα εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία και διεύρυνε το ακροατήριό της σε κοινά του κέντρου και της κεντροαριστεράς. Προς επίρρωση της παραπάνω διαπίστωσης, στους περισσότερους δείκτες αξιολόγησης του έργου της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού οι θετικές κρίσεις από εκείνους αυτό-τοποθετούνται στο κέντρο ή δηλώνουν ψηφοφόροι του Κινήματος Αλλαγής πλησιάζουν τις αξιολογήσεις των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας.

Η εξήγηση του φαινομένου αφορά έναν συνδυασμό ορθής ανάγνωσης των κοινωνικών τάσεων και αποτελεσματικών στρατηγικών επιλογών από την πλευρά της κυβέρνησης.

1. Πρωταθλητισμός σε ένα κεντροαριστερό σπορ
Το big bang του κορωνοϊού επέτρεψε μια μορφή «εκδίκησης του κράτους». Μετά από έτη περιφρόνησης, μετά από πολιτικές θεωρίες και πρακτικές που στόχευαν στη συρρίκνωση των κρατικών δομών σε όλη την επικράτεια της ΕΕ, ήρθε η πανδημία για να καταστήσει σαφές ότι είναι αδύνατη η προστασία της δημόσιας υγείας, της παιδείας, της οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής, του πολιτισμού χωρίς τα μεγέθη του κράτους.

Από την πρώτη στιγμή οι πολίτες έστρεψαν το βλέμμα στον κρατικό μηχανισμό και την ανάγκη αποτελεσματικού συντονισμού για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Εκεί η Νέα Δημοκρατία εμφανίστηκε έτοιμη: η προ πανδημίας επιλογή του «επιτελικού κράτους», ενός πιο ευέλικτου μηχανισμού με αμεσότερα αντανακλαστικά, ανταποκρίθηκε στην ανάγκη για ένα κράτος-πρωταγωνιστή στην υγειονομική κρίση και απέδωσε άμεσα πολιτικά οφέλη στο Μέγαρο Μαξίμου και την ηγετική ομάδα της κυβέρνησης. Η πρότερη εμπειρία του κόμματος στη διακυβέρνηση, τη διαχείριση και τη διαχρονική στελέχωση του κρατικού μηχανισμού συνέβαλε θετικά προς αυτήν την κατεύθυνση.

Στην πράξη, η αναγκαία αξιοποίηση του κράτους αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ίσως διείσδυση στην ατζέντα του αντίπαλου στρατοπέδου, καθώς η ανάδειξη του κράτους πρόνοιας σε βασικό εργαλείο για την κοινωνική συνοχή αποτελούσε ανέκαθεν ζητούμενο του δημοκρατικού χώρου και της κεντροαριστεράς – με παράδοση στον τομέα της υγείας.

2. Η ψηφιοποίηση του κράτους κατεβάζει την ηλικία του ακροατηρίου και ελκύει κοινά του μεσαίου χώρου
Σε παράλληλο χρόνο, η προμελετημένη – όπως αποδεικνύεται – επένδυση της κυβέρνησης στην ψηφιακή μετάβαση των κρατικών υπηρεσιών και στην ψηφιοποίηση της σχέσης κράτους-πολίτη γίνεται πιο αποδοτική με την πανδημία, συμβαδίζει σε απόλυτο βαθμό με το πνεύμα της εποχής και εξάπτει το ενδιαφέρον του μεσαίου χώρου. Η κατεύθυνση αυτή συμπίπτει με την εδραίωση του ψηφιακού κόσμου στη ζωή των παραγωγικών ηλικιών 35-55, οι οποίες μάλιστα δεν συγκαταλέγονταν στα προνομιακά κοινά της Νέας Δημοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η άμεση επικοινωνία μέσω του SMS στην καραντίνα και μέσω του email για το εμβόλιο (με αποστολέα την «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ») αποτελούν πρωτόγνωρες μορφές επικοινωνίας με το κεντρικό κράτος και προκαλούν υποσυνείδητες ταυτίσεις. Άλλωστε, οι θιασώτες του ψηφιακού κόσμου (digital enthusiasts) αποτελούν το πλέον καθοριστικό κοινό που διαμορφώνει τις τάσεις στην αγορά και την κοινωνία· ένα κοινό που έμενε για καιρό «ανεκμετάλλευτο» από τις πολιτικές δυνάμεις και διευρύνθηκε απότομα.

Σχεδόν εν μία νυκτί, οι δημόσιες δομές άρχισαν να κινούνται με τις ταχύτητες και τη λογική του διαδικτύου. Η Ελλάδα στο πεδίο αυτό, αντί να μείνει πίσω όπως συνέβαινε κατά κόρον, φάνηκε να κάνει άλματα. H ψηφιακή επιτάχυνση του κράτους φέρνει την Ελλάδα πιο κοντά στην τέταρτη επανάσταση, κάτι που πιστώνεται η σημερινή κυβέρνηση και συγκεκριμένα ο πρωθυπουργός και το περιβάλλον του. Μια πολιτικά αχρωμάτιστη στρατηγική που προσέδωσε την εικόνα του «νέου» σε ένα παλιό κόμμα, με αρχηγό μέλος της δεύτερης γενιάς μιας πολιτικής οικογένειας.

3. Συνταξιούχοι και δημόσιοι υπάλληλοι δεν μπήκαν ποτέ σε αναστολή
Στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης – η οποία επίσης δεν έλαβε την αρμόζουσα προσοχή – ήταν η απαλλαγή των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων από τη μείωση του άμεσου εισοδήματός τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας μέσω της αναστολής εργασίας. Εδώ και ενάμιση χρόνο, μεγάλο μέρος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα βρέθηκε σε καθεστώς αναστολής και συντηρήθηκε μέσω των γνωστών επιδομάτων. Αρκετοί είδαν σημαντική μείωση στα εισοδήματά τους, ενώ επιχειρήσεις βίωσαν μείωση τζίρου και επιβίωσαν – προς το παρόν – μέσω αναστολής υποχρεώσεων, επιστρεπτέων προκαταβολών και εξειδικευμένων επιχορηγήσεων. Το ίδιο δεν ίσχυσε, όμως, για τις δύο κρίσιμες εκλογικά ομάδες, αποκλειστικά εξαρτημένες από το κράτος, οι οποίες έζησαν την εμπειρία της καραντίνας και των lockdown οικονομικά αβρόχοις ποσί.

Το γεγονός αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία για την εκλογική απήχηση της κυβέρνησης, καθώς η μεν πρώτη ομάδα, οι συνταξιούχοι, αποτελεί τον πυρήνα της εκλογικής της βάσης, ενώ η δεύτερη, οι δημόσιοι υπάλληλοι, αποτελεί τον πυρήνα της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ και παλαιότερα του ΠΑΣΟΚ. Οι τελευταίοι, ειδικότερα, μέλη της γενιάς του Πολυτεχνείου και πρωταγωνιστές της χρυσής περιόδου του δικομματισμού, εκκινούν από το κέντρο προς τα αριστερά, έχουν αυξημένη επιρροή στα πολιτικά πράγματα, στηρίχθηκαν από τη σημερινή κυβέρνηση, κάτι που τους οδήγησε σε μια σχετική αφωνία σε σύγκριση με τη στάση τους κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.

4. Μητσοτάκης – όχι κυβέρνηση, όχι Νέα Δημοκρατία
Επιλογή κομβικής σημασίας ήταν, επίσης, η τοποθέτηση του ίδιου του πρωθυπουργού στο επίκεντρο της προσοχής και της στρατηγικής επικοινωνίας. Με την τακτική αυτή, από την 7η Ιουλίου 2019 μέχρι σήμερα, τα γεγονότα ήταν τόσο πυκνά και σημαντικά που η επιρροή του Κυριάκου Μητσοτάκη ενισχύθηκε τόσο έναντι των βασικών του αντιπάλων (εξωκομματικών και εσωκομματικών) όσο και έναντι άλλων θεσμών όπως τα πολιτικά κόμματα – της Νέας Δημοκρατίας συμπεριλαμβανομένης – και η Προεδρία της Δημοκρατίας. Το εγχείρημα αυτό ενέχει το ρίσκο της άμεσης επίρριψης ευθυνών σε μια αρνητική στροφή των πραγμάτων, αλλά επιτρέπει την ευκολότερη συνάντηση με ψηφοφόρους που δεν ανήκουν ή αποστρέφονται τη Νέα Δημοκρατία και τοποθετούνται ευρύτερα στον μεσαίο χώρο.

Από το παρελθόν, άλλωστε, οι πολιτικές έρευνες έδειχναν ότι τα κοινά που εντάσσονταν στον εκσυγχρονιστικό χώρο του ΠΑΣΟΚ, και – κατά την περίοδο του κομματικού κατακερματισμού- είχαν μοιραστεί ανάμεσα στο Κίνημα Αλλαγής, το Ποτάμι και τη ΔΗΜΑΡ, είχαν ιδιαίτερα θετική γνώμη για το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη, ιδίως μετά την τοποθέτησή του στη θέση του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης στην κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου.

Ορατοί κίνδυνοι (;)
Σε πολιτικό επίπεδο, η κυβέρνηση φαίνεται να εκμεταλλεύτηκε προς όφελός της το μομέντουμ της πανδημικής κρίσης και επένδυσε σε προϋπάρχουσες τάσεις στην ελληνική κοινωνία. Επιλογές που – προς ώρας – φαίνεται να προσδίδουν μονιμότερα χαρακτηριστικά στην πολιτική της κυριαρχία. Το βασικό κοινωνικό αίτημα, σήμερα, είναι η οριστική επιστροφή σε έναν φυσιολογικό ρυθμό ζωής. Η συμπλήρωση δύο ετών διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας συμπίπτει με τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων κάτι που αποδίδει πολιτικά.

Ο πρώτος κίνδυνος, λοιπόν, αφορά σε ένα πισωγύρισμα: μια ενδεχόμενη αναζωπύρωση της πανδημίας με ένα 4ου κύμα, ένα ενδεχόμενο νέο lockdown, το οποίο θα επιφέρει πλήγμα στον κυβερνητικό σχεδιασμό και αβέβαιες κοινωνικές αντιδράσεις.

Ο βασικός κίνδυνος, ωστόσο, δεν έπαψε ποτέ να είναι η οικονομική επίδραση που θα έχει η πανδημία στα ήδη πιεσμένα εισοδήματα από την προηγούμενη κρίση. Στο πεδίο αυτό τα πράγματα είναι κρίσιμα και το τοπίο αχαρτογράφητο: όταν οι επιστρεπτέες προκαταβολές ζητηθούν πίσω, οι ρυθμίσεις και αναστολές πληρωμών εκλείψουν και οι υποχρεώσεις επανέλθουν και αυτές σε μια κανονικότητα, τότε τα παραδοσιακά κριτήρια αξιολόγησης της κυβέρνησης θα ενεργοποιηθούν μαζί με τον βασικό μηχανισμό φθοράς, τη δύσκολη καθημερινότητα του πολίτη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *