Mέσα σ΄ αυτό το κρύο που περνάει η χώρα μας αυτές τις μέρες και ιδιαίτερα όλη η Αττική, Βοιωτία, Εύβοια και Νησιά έρχονται πολύ δύσκολες σκέψεις, από ημέρες παλαιών καιρών με την θέρμανση και φωτισμό των κατοικιών μας και των πατεράδων μας. Στα ορεινά χωριά όλοι οι κάτοικοι όλον των χρόνο μάζευαν ξύλα για την καθημερινότητα και κυρίως όμως για τους δύσκολους μήνες του χειμώνα. Όλοι είχαν την στοιβανιά τους στην αυλή του σπιτιού τους, πολλές φορές χωρισμένη σε τρία σημεία, μία για τα κούτσουρα, μία για τα μέτρια και μία μικρή καθημερινή με τα ψιλά (κλέρες). Τα κούτσουρα ήταν από το καλοκαίρι μαζεμένα κι ήθελαν πολύ δουλειά να φτάσουν στο σπίτι από το δάσος ή το χωράφι, ήταν και ο δασοφύλακας που πάντα παραμόνευε να γράψει κάνα κακομοίρη. Αν υπήρχε άλογο ή κάνα μουλάρι η δουλειά γίνονταν αρκετά εύκολη, διαφορετικά ήθελαν αγωγιάτη να τα μεταφέρει. Τα κούτσουρα τις περισσότερες φορές κόβονταν με τον καταρράκτη, ο ένας τραβούσε και ο άλλος έσπρωχνε από τις δύο άκρες, μεγάλος κόπος, ημέρες δουλειά. Η στοιβανιά με τα καθημερινά ξύλα που το χονδρότερο ήταν όσο το χέρι ήταν η βάση για την νοικοκυρά, να έχει πάντα φωτιά αναμμένη να σιγοκαίει, για την κατσαρόλα, για τον γάστρο. Είχαν και τα λιανούρια, τα ψιλά, που τις περισσότερες φορές τα έφερνε η νοικοκυρά φορτωμένα από το χωράφι ή από κάποιο κλάδεμα ή τα κλαρούδια από τα υπόλοιπα που άφηναν οι μανάρες αν υπήρχαν.
Στην πόλη μας όμως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα τα ξύλα και κόστιζαν αρκετά. Μέχρι το 1958 ξαναγράψαμε υπήρχε η ηλεκτρική για το φως των 60 volt, μετά ήρθε η ΔΕΗ και έφερε τα 220 volt και άρχισε να απλώνει το δίκτυο της σιγά σιγά. Ηλεκτρολόγοι στην Άρτα υπήρχαν μόνο δύο- τρεις για να βάλουν ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις στα σπίτια, απλές κατασκευές φωτισμός και 2-3 μπρίζες και τίποτα άλλο.
Οι αγωγιάτες της πόλης, οι επαγγελματίες τις περισσότερες φορές 2-3 μέρες την εβδομάδα πήγαιναν για ξύλα στα γύρο δάση μέχρι και Άνω Καλεντίνη να φέρουν πρώτα για τους φούρνους που ήταν αρκετοί στην Άρτα και πάντα είχαν και παραγγελίες για τα σπίτια. Πολλά σπίτια, κυρίως του κέντρου είχαν τις γκαζιέρες για το καθημερινό μαγείρεμα, έκαιγαν καθαρό πετρέλαιο και την πίεση του αέρα, όπως τα λουξ για τον φωτισμό, είχαν γίνει πολλά ατυχήματα.
Είχαμε όμως κι εκείνους ή εκείνες τις γυναικούλες που έρχονταν μέσα στο κρύο ή την ζέστη κυρίως με τα γαϊδουράκια τους και πολλές φορές από ένα μικρό δέμα στην πλάτη τους να τα πάρουν 5 δραχμές. Από τα γύρο χωριά προηγούνταν από τον Ζυγό, το Διάσελο, την Άνω Πέτρα, αρκετοί από το Πέτα, Μελάτες ίσως κι από άλλα χωριά μακρύτερα. Τα ξύλα που μπορούσαν να βρούνε στην περιοχή κυρίως φιλίκια, κουμαριές, λίγες αργιές και λίγα πουρνάρια ή κάνα ξερό πλάτανο. Ο Γιώργος από τον Ζυγό είχε 4 ζώα, 2 άλογα, 1 μουλάρι και ένα γαϊδουράκι και πολλές μέρες τον χρόνο έρχονταν και με τα 4 στην Άρτα, πολλές φορές έστελνε και τα παιδιά του με 1 ή 2 φορτώματα. Από τον Ζυγό στην Άρτα ήθελαν 2,5- 3 ώρες για να φτάσουν μέσα στην νύχτα, ήταν από τις 4 στο ποδάρι. Η δυσκολία ήταν να κόψεις τα ξύλα με το τσεκούρι ή το μικρό πριόνι, να τα μαζέψεις από τον λόγγο και να τα φορτώσεις το πρωί. Η μέρα θα πήγαινε καλά αν τα πωλούσες μέχρι τις 10 η ώρα για να μπορέσεις να αφήσεις τα ζώα σε κάποιο χάνι από το Μονοπλιό και πάνω, να κάνεις καμιά δουλειά, να ψωνίσεις τίποτα για την οικογένεια και να φτάσεις αργά στο σπίτι σου. Ο Γιώργος τελικά κατόρθωσε να σπουδάσει τρία παιδιά με αυτό το επάγγελμα.
Τον χειμώνα τα πράγματα ήταν άγρια, μέσα στο κρύο και τις βροχές, δεν ήξερες τι θα σε βρεί κι ιδιαίτερα να τα δώσεις γρήγορα τα ξύλα. Μια χρονιά αρχάς Φλεβάρη, βροχερή μέρα ήταν μια νέα γυναίκα με το γαϊδουράκι της, είχε καλούτσικο φόρτωμα και αυτή μικρό ζαλίκι φορτωμένη. Η ώρα είχε πάει 12 το μεσημέρι, φώναζε «έχω ξύλα», έβγαιναν οι νοικοκυρές να δούνε πόσο κάνει, τι ξύλα είναι, ποσό μεγάλο ήταν το φόρτωμα και αποφάσιζαν. Έφτασε η γυναικούλα στην βαλαώρα και σχεδόν παρακαλούσε να τα δώσει, φορούσε παπούτσια, γουρουνοτσάρουχα. Έλεγε μέσα στο κρύο «πάρτα ρε θεια, άργησα πολύ», «να πάω κι εγώ στα παιδιά μου, να τους πάρω κι ένα καρβέλι ψωμί», «έχω και το μικρό και το βυζάνω», να τα ακούς ή να τα θυμάσαι κι να λες έτσι μεγαλώσαμε. Τελικά τα πήρε μια γιαγιά τότε 10 δραχμές, σχεδόν τζάμπα, αλλά ή γιαγιά την λυπήθηκε και της έδωσε λίγο ψωμί με τυρί να να φτάσει στα παιδάκια της. Πολλά τέτοια παραδείγματα από τέτοιους ανθρώπους που έζησαν μέσα στην απόλυτη φτώχια σχεδόν μέχρι το 1965 κι από την μία πλευρά κι από την άλλη.
Όλα άλλαξαν μετά το 1964-1965 έφτασε σε όλες τις οικογένειες της πόλης το υγραέριο το «γκαζ» όπως το έλεγαν οι νοικοκυρές, σώθηκαν από τα «δαυλιά», τι φύσημα, τη στάχτη κι όπως λέει ένας φίλος σήμερα «δεν θέλω τζάκι, δεν θέλω άλλο καπνό στα μάτια μου, το χόρτασα μικρό παιδί».
Πάντως αυτές οι γυναίκες που έκαναν αυτή την δουλειά να κουβαλούν ξύλα στην πλάτη τους και το γαϊδουράκι τους έχουν μείνει στη μνήμη όλων και μέσα στις κακουχίες έζησαν την οικογένεια τους.