Από τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου, ο κόσμος άλλαξε. Η Ευρώπη βρίσκεται ξανά ενώπιον μιας τεράστιας ανθρωπιστικής κρίσης. Με την εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία του Πούτιν παραβιάζει ωμά το διεθνές δίκαιο, προσπαθεί να αναθεωρήσει, διά της βίας, διεθνείς συνθήκες και σύνορα. Δεν υπάρχει καμία δικαιολόγηση και καμία νομιμοποίηση αυτής της εισβολής.
• Αυτό που επείγει, είναι ο άμεσος τερματισμός των εχθροπραξιών, με την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων και την επιστροφή στη διπλωματία. Αυτές τις δύσκολες στιγμές, είναι απαραίτητη η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στους πληττόμενους, αλλά και η άμεση αντιμετώπιση του προσφυγικού. Να οργανωθούν μόνιμες δίοδοι και δομές επανεγκατάστασης και ανθρωπιστικής στήριξης των προσφύγων στην ΕE.
• Η Ευρώπη έχει ευθύνες, διότι δεν ανέλαβε ισχυρές διπλωματικές πρωτοβουλίες ως Ένωση όχι ως μεμονωμένες χώρες, για να αποτραπεί η εισβολή. Παρακολούθησε αμέτοχη την κατάρρευση των συμφωνιών του Μινσκ και από τις 2 πλευρές. Δεν έλαβε υπόψη της τις διαχρονικές ρωσικές ανησυχίες. Δεν ανέπτυξε δομές πανευρωπαϊκής και αδιαίρετης ασφάλειας, που είχαν συμφωνηθεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘90, δεν ανέπτυξε μια πανευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας με συμπερίληψη της Ρωσίας. Αντιμετώπισε α λα καρτ τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου.
• Ο πόλεμος οδήγησε την Ευρώπη να αποκτήσει, επιτέλους, ενιαία φωνή, και να αντιδράσει με ενιαίο τρόπο, απέναντι στη ρωσική εισβολή. Μένει να φανεί αν οι εξελίξεις οδηγήσουν σε μια ενιαία εξωτερική πολιτική και άμυνα της ΕΕ, αυτόνομη από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, την οποία, ιδιαίτερα η χώρα μας, οφείλει να την αποζητά και να εργάζεται γι’ αυτήν. Διότι, μια ΕΕ με ενισχυμένο ρόλο στο διεθνές προσκήνιο, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν πόλο εξισορρόπησης και ειρήνης.
• Οι ισχυρές, στοχευμένες κυρώσεις που επέβαλλε, είναι βασικό διπλωματικό μέσο για να πιεστεί η Ρωσία να τερματίσει τον πόλεμο. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία στηρίζει τις κυρώσεις, όπως και την παραχώρηση καθεστώτος υποψήφιου μέλους της ΕΕ στην Ουκρανία- σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Ολλανδία, που ακόμα και τώρα αρνούνται να προβούν σε αυτή την κίνηση, συμβολική μεν, αλλά μεγάλης σημασίας.
• Όμως η απόφαση του Κ. Μητσοτάκη να αποστείλει η χώρα μας καλάσνικωφ στην Ουκρανία, αποτελεί ολέθριο σφάλμα. Αντί να αναλάβει διπλωματικές πρωτοβουλίες, αποφασίζει μόνος του, χωρίς καν να ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς, πρωτοστατώντας στην αποστολή πολεμικού υλικού, τη στιγμή μάλιστα που δεν υπάρχει καμία δέσμευση της ΕΕ για κάτι τέτοιο, όπως ο ίδιος ψευδώς έχει ισχυριστεί. Μάλιστα, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι μια τέτοια κίνηση όπως και η αναθεώρηση αμυντικής συμφωνίας με ΗΠΑ θα συμβάλλει στο να αλλάξουν στάση ΗΠΑ-ΝΑΤΟ σε ενδεχόμενη μελλοντική κρίση μεταξύ Ελλαδας και Τουρκιας, κάτι που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα.
• Με την αποστολή θανατηφόρου πολεμικού υλικού, ο Κ. Μητσοτάκης ανατρέπει και ένα πάγιο δόγμα της μεταπολιτευτικής, ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Είναι η ίδια η γεωπολιτική θέση της χώρας και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει από μια αυξανόμενη αποσταθεροποίηση, αλλά και ο ενισχυμένος ρόλος της Ρωσίας στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, που επιβάλλουν μια εντελώς διαφορετική στάση: με την Ελλάδα να είναι μέρος της λύσης και της διπλωματίας, και όχι μέρος της στρατιωτικής εμπλοκής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όλες οι δημοσκοπικές μετρήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν την εναντίωση της πλειοψηφίας των ερωτηθέντων στην αποστολή πολεμικού υλικού και τη στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας.
• Η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη, έχει εγκαταλείψει εδώ και καιρό την ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, ενώ, προβάλλει, στην περίπτωση της Ουκρανίας, με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση, τη λογική του «πιστού και πρόθυμου» συμμάχου, θεωρώντας την Ελλάδα ως ένα «προκεχωρημένο φυλάκιο» της Δύσης.
• Η Ελλάδα θα πρέπει να είναι πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της προάσπισης του διεθνούς δικαίου, να αποτελεί γέφυρα ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Κίνα, τη Ρωσία, τον αραβικό κόσμο. Και φυσικά, να αγωνιστεί για μια στρατηγικά αυτόνομη ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και άμυνα, στο πλαίσιο διαδικασιών πολιτικής εμβάθυνσης και ενοποίησης της ΕΕ, με ενισχυμένο το ρόλο του ευρωπαϊκού και των εθνικών κοινοβουλίων. Όχι ερήμην των ευρωπαϊκών λαών, όπως προχώρησε η οικονομική ενοποίηση. Ούτε ως βραχίονας του ΝΑΤΟ, όπως θα ήθελαν κάποιες χώρες της ΕΕ.
• Κυρίως, όμως, η Ελλάδα οφείλει να πρωτοστατεί σε κάθε προσπάθεια για διάλογο, συνεννόηση και εξεύρεση διπλωματικών λύσεων, υπέρ της ειρήνης και της συνεργασίας.
• Αυτές τις δύσκολες στιγμές, ευθύνες δεν έχουν μόνο οι κυβερνήσεις, αλλά και οι λαοί. Διότι, αποτελεί ιστορικό καθήκον να συγκροτηθεί άμεσα ένα διεθνές, πανευρωπαϊκό, αντιπολεμικό, φιλειρηνικό κίνημα, που να πιέζει και τις επιμέρους κυβερνήσεις, στην κατεύθυνση της προάσπισης του θεμελιώδους αγαθού της ειρηνικής συνύπαρξης. Στη χώρα μας, πρέπει να ξαναπιάσουμε το κόκκινο νήμα που μας συνδέει με την μεγάλη φιλειρηνική και αντιπολεμική παράδοση των προηγούμενων γενιών. Το παράδειγμα των χιλιάδων Ρώσων πολιτών, που με κίνδυνο διώξεων και φυλακίσεων βγαίνουν στους δρόμους για να πουν «όχι» στον πόλεμο του Πούτιν, μπορεί να δώσει έμπνευση και δύναμη σε όλες και σε όλους μας.