in

«Το καράβι βουλιάζει-εμείς θα βουλιάξουμε μαζί του»; [του Χρήστου Τσούτση]


Η έκρηξη του πληθωρισμού ακυρώνει τις κυβερνητικές θριαμβολογίες για την πορεία της οικονομίας. Μόλις πριν πέντε μέρες, ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, δήλωνε με αφορμή τις προβλέψεις της Κομισιόν για την ανάπτυξη: «Οι σημερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνουν την εξαιρετική πορεία της ελληνικής οικονομίας και τις ευοίωνες προοπτικές της». Ο πληθωρισμός έσπασε αρνητικό ρεκόρ 25ετίας τον Ιανουάριο, καταγράφοντας αύξηση 6,2%. Οι εξελίξεις δικαιώνουν μέχρι στιγμής τα πιο απαισιόδοξα σενάρια. Ευημερούν οι αριθμοί…

Εν προκειμένω, το περίφημο «ευημερούν οι αριθμοί και δυστυχούν οι άνθρωποι» του Γεώργιου Παπανδρέου, βρίσκει την πιο ταιριαστή εφαρμογή του. Την ώρα που η οικονομία καταγράφει ρυθμό ανάπτυξης 8,5% για το 2021, οι πιο φτωχοί βλέπουν το (ήδη περιορισμένο) εισόδημά τους να συρρικνώνεται ακόμα περισσότερο. Γιατί η άνοδος του πληθωρισμού σημαίνει στην πραγματική ζωή απώλεια αγοραστικής δύναμης. Όσο πιο πολύ ακριβαίνουν τα προϊόντα και οι μισθοί μένουν καθηλωμένοι, τόσο πιο λίγα αγαθά και υπηρεσίες μπορείς να αγοράσεις.

Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης
Πρόκειται για μια απώλεια που χτυπάει περισσότερο, όπως είναι αναμενόμενο, τους πιο αδύναμους οικονομικά. Πλήττει επίσης τη μεσαία τάξη. Είναι ενδεικτικά τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την απώλεια της αγοραστικής δύναμης τον Δεκέμβριο. Όσοι και όσες λαμβάνουν τη μέση αμοιβή έχασαν 6,9%, οι λαμβάνοντες τον βασικό μισθό 10,4% και οι ημιαπασχολούμενοι 13,7%. Αυτά τον Δεκέμβριο, πριν το νέο μεγάλο κύμα ανατιμήσεων.
Όπως γίνεται κατανοητό, για τον ήδη φτωχό που αμείβεται με τον βασικό μισθό, το να χάσει το 10% της αγοραστικής δύναμής του, σημαίνει δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου. Το “πώς θα τα βγάλω πέρα” γίνεται ένα αγωνιώδες υπαρξιακό ερώτημα. Για ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας λοιπόν, η ακρίβεια βιώνεται ως το νέο Μνημόνιο, δηλαδή ως μια ραγδαία μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους.

 Τι θα πράξει η κυβέρνηση;
Το να ισχυριστεί κανείς ότι για την ακρίβεια φταίει μόνο η κυβέρνηση, είναι ανεδαφικό, αφού η πληθωριστική έκρηξη είναι διεθνής. Ωστόσο, το επιχείρημα ότι ακρίβεια έχουμε και σε άλλες χώρες δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για την κυβέρνηση -για κάθε κυβέρνηση. Η κυβέρνηση και κάθε κυβέρνηση κρίνεται από το πώς αντιμετωπίζει τα προβλήματα των πολιτών -ακόμα και αυτά που έχουν διεθνή διάσταση. Αν δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει, οι όποιες δικαιολογίες το πολύ πολύ να αποτελέσουν ελαφρυντικά για τη λαϊκή ετυμηγορία.

Εκ του αποτελέσματος, δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση έχει αποτύχει και στο πεδίο της ακρίβειας, Το 6,2% του Ιανουαρίου είναι δείκτης αυτής της αποτυχίας, Τα μέτρα που πήρε, δεν έφεραν αποτελέσματα. Για την ακρίβεια, δεν μπορείς να πετύχεις τα επιθυμητά αποτελέσματα όταν δεν παίρνεις μέτρα και περιμένεις η αγορά να δώσει τη λύση δια της… αυτορρύθμισης. Στα δύσκολα μόνο η κρατική παρέμβαση μπορεί να σώσει την κατάσταση.

Με ποιον τρόπο; Με έλεγχο των τιμών, με πάταξη της κερδοσκοπίας (ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς όπως τα τρόφιμα και η Ενέργεια) και, κυρίως, με ενίσχυση του εισοδήματος εργαζομένων, ανέργων και συνταξιούχων. Η κυβέρνηση έχει την ταμειακή ευχέρεια να βάλει φραγμό στην υποβάθμιση της αγοραστικής δύναμης. Το ζήτημα είναι αν έχει την πολιτική βούληση και την ιδεολογική μετριοπάθεια για να το πράξει.

Αντί επιλόγου
Αναφορικά με τις πολιτικές εξελίξεις το πρώτο μεγάλο ερώτημα είναι αν η υποχώρηση Μητσοτάκη θα οδηγήσει σε ένα νέο πολιτικό σκηνικό. Η απάντηση του ερωτήματος θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αν κινήσεις όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ, θα ανακόψουν την κυβερνητική φθορά ή (πολύ περισσότερο) θα μπορέσουν να την αντιστρέψουν. Αν επιμείνουν οι καταγραφόμενες τάσεις, αυξάνονται θεαματικά οι πιθανότητες η επόμενη κυβέρνηση να είναι συμμαχική δύο ή περισσότερων κομμάτων, αφού η αυτοδυναμία δεν θα είναι εφικτή. Σε περίπτωση συμμαχικής κυβέρνησης όπου ο δεύτερος εταίρος έχει διψήφιο ποσοστό, δεν είναι αυτονόητο ότι πρωθυπουργός θα είναι ο επικεφαλής του πρώτου κόμματος.

Το δεύτερο μεγάλο ερώτημα αφορά στο χρόνο των εκλογών. Η πολιτική λογική αλλά και οι προεκλογικού χαρακτήρα κινήσεις της κυβέρνησης δείχνουν ότι έχουν αυξηθεί κατά πολύ οι πιθανότητες πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Ποια είναι όμως η πιο κατάλληλη στιγμή για να στήσει κάλπες ο κ. Μητσοτάκης; Κανονικά, η απάντηση είναι ο Σεπτέμβριος, για να εκμεταλλευτεί η Νέα Δημοκρατία μια (κατά τις προβλέψεις) πολύ πετυχημένη τουριστική σεζόν. Το πρόβλημα είναι ότι το καλοκαίρι μαζί με τους τουρίστες έρχονται και οι φωτιές, στην αντιμετώπιση των οποίων η κυβέρνηση δεν έχει… διαπρέψει. Μια φυσική καταστροφή εύκολα εξελίσσεται σε πολιτική πανωλεθρία. Επομένως, η περίοδος τέλος Μαΐου-αρχές Ιουνίου μπορεί να αποτελέσει μια εκλογική εναλλακτική.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *