Πρόσφατα η κυβέρνηση κατέθεσε σχέδιο νόμου για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και τον ΕΟΠΥΥ, με τον πολύ ελκυστικό τίτλο «Γιατρός για όλους, ισότιμη και ποιοτική πρόσβαση στις υπηρεσίες του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) και άλλες διατάξεις» το οποίο και υπερψηφίστηκε από το κυβερνητικό κόμμα ενώ σύσσωμη η Αντιπολίτευση το καταψήφισε.
Θα περίμενε φυσικά κανείς πως η πρόσφατη υγειονομική κρίση, που ανέδειξε το έλλειμμα υπηρεσιών ΠΦΥ και την ανάγκη ενίσχυσης των δημόσιων δομών υγείας, να οδηγούσε την κυβέρνηση σε μια νέα στρατηγική για την ΠΦΥ και τον ΕΟΠΥΥ που να έπαιρνε υπόψη της τα διδάγματα της πανδημίας.
Αντίθετα όμως και σε μία περίοδο που η κοινωνία βρίσκεται σε μεγάλη κρίση, το νομοσχέδιο κάνει πράξη τις ιδεολογικές εμμονές της Κυβέρνησης σχετικά με το Δημόσιο σύστημα υγείας, με βάση την αντίληψη ότι το Κράτος είναι προβληματικό και ότι η ιδιωτικοποίηση είναι η λύση σε κάθε πρόβλημα, επαναφέροντας τα χρεοκοπημένα νεοφιλελεύθερα μοντέλα της επέκτασης της ιδιωτικής αγοράς (η οποία όμως αποδείχθηκε ανίκανη να αντιμετωπίσει την πρόκληση της υγειονομικής κρίσης), τη στιγμή μάλιστα που αυτά εγκαταλείπονται στον υπόλοιπο κόσμο.
Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τα κύρια σημεία αναφοράς του νέου Νόμου:
Το σημαντικότερο σημείο είναι η καθιέρωση του «προσωπικού γιατρού». Από τον όρο και μόνο όμως «προσωπικός» γιατρός υπάρχει σαφής αντίθεση στη λογική της φροντίδας που είναι εστιασμένη στην οικογένεια και στην κοινότητα ( κατά τον ΠΟΥ), εγκαταλείποντας οριστικά την ολιστική φροντίδα υγείας, μέσα από την πρόληψη και προαγωγή της υγείας. Δίνεται λοιπόν επιπλέον «ζωτικός χώρος» στον ιδιωτικό τομέα, στο πιο ιδιωτικοποιημένο μάλιστα κομμάτι του συστήματος υγείας (75% των υπηρεσιών είναι από ιδιώτες).
Ο κύριος λόγος όμως της καθιέρωσης του προσωπικού γιατρού εστιάζεται στην εφαρμογή του περιβόητου gate-keeping, δηλαδή της ενίσχυσης του ρόλου της ΠΦΥ ως κόφτη και όχι διαχειριστή της προσέλευσης στα νοσοκομεία. Στη βάση αυτή, ο τρόπος λειτουργίας του «προσωπικού» γιατρού, θα στοχεύει στο να περιοριστεί το «κόστος» που προκαλεί στο σύστημα ο ασφαλισμένος.
Η απόφαση επίσης για τα απογευματινά χειρουργεία είναι ενδεικτική της περαιτέρω εμπορευματικής λειτουργίας των δημόσιων νοσοκομείων και σε συνδυασμό με την επιπλέον αποζημίωση των ιατρών των δημόσιων δομών ΠΦΥ για εγγραφές πλέον των 1500 πολιτών δημιουργούν εργαζόμενους διαφορετικών ταχυτήτων, εισάγοντας τη φιλοσοφία της οικονομίας της αγοράς και τον ανταγωνισμό των εργαζομένων στο δημόσιο σύστημα υγείας.
Μέσω των απογευματινών χειρουργείων οι ασθενείς θα πληρώνουν από την τσέπη τους για να υπερπηδούν τη λίστα αναμονής ενώ ταυτόχρονα θα επιτραπεί η είσοδος ιδιωτών γιατρών στα δημόσια νοσοκομεία, με σχέση μερικής απασχόλησης για να καλυφθούν με μπαλώματα τα κενά που υπάρχουν, δίνοντας το τέλειο άλλοθι για τη μη ενίσχυση του ΕΣΥ σε έμψυχο δυναμικό.
Όμως ο νέος Νόμος δεν αφήνει ανέγγιχτο και τον ΕΟΠΥΥ, προωθώντας αλλαγές, που οδηγούν στην ακύρωση του ρόλου του ως δημόσιου ασφαλιστικού φορέα υγείας και στην «μετάλλαξη» του σε μια ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία ξεκινώντας από τη δραματική αλλαγή του μοντέλου Διοίκησης του με την κατάργηση της εκπροσώπησης των κοινωνικών εταίρων (ΓΣΕΕ, ΓΣΒΕΕ, Συνταξιούχοι, ΕΣΑμεΑ, ΠΙΣ) καθώς και των εργαζομένων στο ΔΣ. Η σύνδεση δε των όρων σύμβασης των παρόχων με «ποιοτικά κριτήρια» (πολύ της μόδας τελευταία στον χώρο της υγείας), που όσοι δεν τα πληρούν δεν θα μπορούν να συμβάλλονται με τον ΕΟΠΥΥ., δημιουργεί πεδίο δόξης λαμπρό λοιπόν για τη δημιουργία επιχειρηματικών καρτέλ καθώς τα «ποιοτικά κριτήρια» θα μπορούν να τα ικανοποιήσουν μόνο οι μεγάλοι όμιλοι υγείας, οδηγώντας στην σταδιακή εξαφάνιση των μικρομεσαίων ιατρικών κέντρων και εργαστηρίων.
Η κατάργηση επίσης της ΥΠΕΔΥΦΚΑ (ελεγκτικού μηχανισμού του ΕΟΠΥΥ) είναι ακατανόητη, καθώς επιτελούσε ικανοποιητικά (έστω και με την υποστελέχωσή της) τον ρόλο της ως αδιάβλητος ελεγκτικός μηχανισμός.
Τέλος μόνο ανησυχία προκαλεί η (συνειδητή;) ασάφεια για το τι θα συμβεί με τη χρηματοδότηση του ΕΣΥ μετά την εξάντληση τη συμμετοχής του ταμείου ανάκαμψης. Μυστήριο επίσης αποτελεί ο ρόλος που θα διαδραματίσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση στις δομές της ΠΦΥ, ενώ θολό είναι το τοπίο σχετικά με τις επενδύσεις μέσω ΣΔΙΤ σε κτιριακές υποδομές και υπηρεσίες.
Το συμπέρασμα λοιπόν για τις προθέσεις και τα σχέδια της κυβέρνησης είναι προφανές: Αντί για επένδυση στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και στο ανθρώπινο δυναμικό του, η κυβερνητική επιλογή είναι ΣΔΙΤ, συγχωνεύσεις δημόσιων δομών ΠΦΥ και υπονόμευση της καθολικής κάλυψης υγείας.
Η «θεραπεία» είναι ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο των υγειονομικών, των ασθενών και της κοινωνίας, που θα υπερασπιστεί σθεναρά το Δημόσιο χαρακτήρα του ΕΣΥ και του ΕΟΠΥΥ και θα αποτρέψει την εφαρμογή ενός νόμου που θα βλάψει σοβαρά τη Δημόσια Υγεία και την τσέπη των πολιτών.