in

Ο πολιτισμός της Ηπείρου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα


Αν με τον όρο «πολιτισμός», εννοούμε την επεξεργασία φυσικών υλικών προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένες ανάγκες, τότε ασφαλώς η πολιτιστική ιστορία της Ηπείρου θα ξεκινούσε από τη μέση παλαιολιθική εποχή, μια που τα λίθινα εργαλεία του Κοκκινόπηλου χρονολογούνται γύρω στο 38.000 π.χ.. Οι πρώτες κοινότητες απαντούν στην Ήπειρο κατά την πρωτοελλαδική περίοδο (2800-2100 π.χ.), οπότε εμφανίζονται νεκροταφεία τύμβων, ενώ στη μεσοελλαδική περίοδο (2100-1600 π.χ.) φαίνεται ότι διαμορφώνονται οι θεσμοί των Ελλήνων, οι διάλεκτοι και τα έθιμά τους. Για αρκετές δεκαετίες, η πολιτιστική δραστηριότητα σχετίζεται με τις αποικίες των Μυκηναίων, των Ηλείων και των Κορινθίων, όπως άλλωστε αποκαλύπτουν τα αγγεία που βρέθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ηπείρου. Γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα π.χ., οι πηγές αναφέρουν ότι οι Χάονες, οι Θεσπρωτοί, οι Κασσωπαίοι και οι Μολοσσοί ήταν οργανωμένοι «κατά κώμας». Ωστόσο, εκτός από τις αποικίες νότιων Ελλήνων, όπως η Αμβρακία, το Βουχέτιον η Κασσώπη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πόλεως του 4ου αι. στην οποία εφαρμόστηκε πολεοδομικό σύστημα βασισμένο σε πλέγμα δρόμων που σχηματίζουν ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες. Η σημαντική πόλη της Γιτάνης, έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών από τα μέσα του 4ου αι. π.χ. ιδρύθηκε στην πλαγιά λόφου που δεσπόζει στη συμβολή του Θυάμιδος με τον Καλπακιώτικο ποταμό και τέλος η Αμβρακία παρουσίασε ενδιαφέρουσα ανάπτυξη όσον αφορά την καλλιτεχνική παραγωγή. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση πόλης που αναπτύχθηκε λόγω του ότι υπήρξε λατρευτικό κέντρο είναι η Δωδώνη, η έδρα του αρχαιότερου ελληνικού μαντείου, η ιερή πόλη του Διός, που σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ονομάστηκε Δωδωναίος επειδή έδινε στους ανθρώπους τα αγαθά, και Πελασγικός, επειδή βρισκόταν κοντά στη γη. Η εγκατάσταση Ρωμαίων αποίκων θα οδηγήσει στην ανάπτυξη ορισμένων πόλεων και στην ίδρυση νέων όπως η Νικόπολη, η Φωτική και η Αδριανούπολη. Η Νικόπολη είναι η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους και σύντομα γνώρισε εξαιρετική ανάπτυξη, μια που η μεγαλοπρέπειά της θα έπρεπε να αντανακλά τη λαμπρότητα του ένδοξου ιδρυτή της. Η δημιουργία των πόλεων και των πολιτικών θεσμών στα πλαίσια του έθνους των Ηπειρωτών είναι σχετικά καλά γνωστή από την αρχαιολογική, επιγραφική και ευρύτερη ιστορική έρευνα. Η πόλις ως πολιτικό, οικονομικό και θρησκευτικό κέντρο μιας ευρύτερης περιοχής εμφανίζεται στον ηπειρωτικό χώρο από τον 4ο αιώνα π.Χ. με εξαίρεση την Αμβρακία, αποικία των Κορινθίων, που ιδρύθηκε περί το 625 π.Χ. Οι πόλεις που ιδρύθηκαν στα όρια της σημερινής Ηπείρου ήταν η Κασσώπη στο Νομό Πρέβεζας, η Ελέα και τα Γίτανα στη Θεσπρωτία. Οι πόλεις αυτές απέκτησαν μια δυναμική που αντανακλάται στην οικιστική τους ανάπτυξη και στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου. Τα θέατρα των ηπειρωτικών πόλεων οικοδομήθηκαν στο κέντρο της κοινωνικής ζωής, στην αγορά, και θεράπευαν τις καθημερινές λειτουργίες των πόλεων. Τα αρχαιολογικά δεδομένα και οι επιγραφικές μαρτυρίες αναδεικνύουν την «ενότητα στη μορφή της πόλης και της κατοικίας, στην πολιτική οργάνωση του δημόσιου βίου και στη γλώσσα των ηπειρωτικών φύλων. Έχει ειπωθεί ότι η διάκριση των Ελλήνων από τους βαρβάρους βασιζόταν στην ελληνική παιδεία και η ταύτιση της ελληνικότητας με τον πολιτισμό υπαγόρευε την αναγκαιότητα αυτής της παιδείας στην Ήπειρο μέσω της οποίας εξήλθε από την απομόνωση, κυρίως από τον 4ο αι. π .Χ . Έτσι, τα θέατρα αποτυπώνουν με ενάργεια την αυξανόμενη επίδραση και την αποδοχή του αρχαίου δράματος από ένα ευρύτερο ηπειρωτικό κοινό. Η σταδιακή εξάπλωση του χριστιανισμού θα μετέστρεφε εντός ολίγου τον πολιτισμικό και καλλιτεχνικό χάρτη της Ηπείρου ˙ το αλλοτινό κραταιό βασίλειο των Μολοσσών θα δώσει τη θέση του στο λαμπρό Βυζαντινό Δεσποτάτο. Η δεύτερη μεγάλη κορύφωση στην πολιτιστική ιστορία της Ηπείρου είναι η περίοδος του βυζαντινού Δεσποτάτου. Η Νικόπολη διατήρησε τη σημασία της για αρκετό καιρό, αποτέλεσε μάλιστα έδρα μητροπόλεως και κοσμήθηκε με εξαιρετικής τέχνης βασιλικές. Όσον αφορά τις υπόλοιπες πόλεις της Ηπείρου, οι πηγές δεν είναι αποκαλυπτικές, με την έννοια ότι πόλεις χαρακτηρίζονται οι πυκνοκατοικημένες περιοχές, με μη αγροτικό πληθυσμό, που είναι έδρες επισκοπής. Πάντως όλες σχεδόν οι πόλεις επισκοπές αποτελούν εξέλιξη των παλαιότερων αστικών κέντρων, βρίσκονται κυρίως σε παράκτιες περιοχές και περιτειχίζονται από οχυρώσεις εξαιτίας των βαρβαρικών επιδρομών. Αν εξαιρέσουμε τα τείχη και τα κάστρα, ο κυρίαρχος χαρακτήρας των τεχνών κατά την εποχή αυτή είναι βέβαια θρησκευτικός. Οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Παλαιάς και Νέας Ηπείρου αποτελούν έξοχα δείγματα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, ενώ η ζωγραφική καλλιεργείται αρχικώς στην τεχνική μορφή των ψηφιδωτών δαπέδων και των εντοίχιων ψηφιδωτών. Την καλλιτεχνική εικόνα της παλαιοχριστιανικής περιόδου συμπληρώνει η γλυπτική και η μικροτεχνία, οι οποίες επίσης σχετίζονται με τον εκκλησιαστικό διάκοσμο. Τα δεδομένα για τη μεσοβυζαντινή Ήπειρο είναι ακόμη λιγότερα.. Από τον 13ο αιώνα και για 100 περίπου χρόνια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην Ήπειρο συμβαίνει ένα είδος καλλιτεχνικής έκρηξης. Το επίκεντρό της ήταν η αρχιτεκτονική και το αποκορύφωμά της η διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης σχολής με συνδυασμό στοιχείων από την τοπική παράδοση και τις σχολές της Κωνσταντινούπολης και της Μακεδονίας. Στην Άρτα, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου υπάρχουν τα πλέον εξαίσια δείγματα της καινούριας ναοδομίας μεταξύ αυτών, η Μονή των Βλαχερνών, η Παναγία η Παρηγορήτισσα, η Αγία Θεοδώρα της Άρτας και η περίφημη Κόκκινη Εκκλησιά. Η παιδεία στη βυζαντινή Ήπειρο δε γνωρίζει αξιόλογη ανάπτυξη. Βεβαίως υπάρχουν σχολεία, τα περισσότερα από τα οποία συνδέονται με μοναστήρια, αλλά η παιδεία που παρέχουν είναι στοιχειώδης. Μνημονεύεται πάντως η σχολή Μολυβδοσκέπαστης στη Διπαλίτσα (τέλη του 7ου αιώνα), η Μονή Γηρομερίου που ιδρύθηκε γύρω στα 1285 καθώς και η Μονή Φιλανθρωπηνών στο Νησί των Ιωαννίνων που ιδρύθηκε περί το 1206 και η λειτουργία της εξακολούθησε μέχρι το 1642. Στην επόμενη ιστορική της φάση, η Ήπειρος θα γίνει το κέντρο της παιδείας του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού. Από τις πόλεις και τα χωριά της θα περάσει ο Κοσμάς ο Αιτωλός, παραγγέλνοντας στους υπόδουλους να φροντίζουν ώστε τα παιδιά τους να μαθαίνουν ελληνικά. Η πνευματική ακμή της Ηπείρου συμπίπτει με τη συγκρότηση του πασαλικίου των Ιωαννίνων υπό τον Αλή πασά. Ωστόσο, η ανάπτυξη του πολιτισμού δεν θα πρέπει να αποδοθεί σε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές του Αλή, αλλά κυρίως στην οικονομική και πνευματική προσφορά των Ηπειρωτών της Διασποράς. Ο πλούτος της δημοτικής παράδοσης της Ηπείρου αποτελεί ασφαλώς ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην πολιτιστική της ιστορία. Τα ηπειρώτικα δημοτικά τραγούδια, που εμφανίζουν μια μουσική ιδιοτυπία λόγω του πολυφωνικού τους χαρακτήρα και της πεντατονικής τους κλίμακας, έχουν συσχετιστεί με την αρχαία ελληνική παράδοση. Η πολιτισμική δημιουργία της Ηπείρου κατά την Τουρκοκρατία δεν εξαντλείται, βέβαια στον τομέα της πνευματικής παραγωγής, μολονότι μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τα γράμματα αποτελούν πράγματι την λαμπρότερη έκφραση της πολιτισμικής ακμής. Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική επιβιώνει ο τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο, αυτούσιος ή με κάποιες παραλλαγές, μέχρι τον 17ο αιώνα. Τα επόμενα χρόνια, κυριαρχεί ο ρυθμός της βασιλικής σε τρεις βασικούς τύπους (ξυλόστεγος, τρουλλαίος, καμαροσκεπής), ενώ σταδιακά εγκαταλείπεται ο παλαιότερος πλίθινος εξωτερικός διάκοσμος. Αντιθέτως, η ζωγραφική γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη, ιδίως μετά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, μια που μέχρι τότε την ασκούσαν οι περιπλανώμενοι ζωγράφοι. Μετά το 1542, αναπτύσσεται η λεγόμενη «Σχολή των Ιωαννίνων» η οποία καθορίζει το χαρακτήρα της αγιογραφικής τέχνης μέχρι τον 18ο αι. Το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα της μνημειακής ζωγραφικής αυτήν την εποχή είναι οι τοιχογραφίες στη Μονή Φιλανθρωπινών, όπου μάλιστα εικονίζονται οι Έλληνες φιλόσοφοι. Παράλληλα δημιουργούνται και συντεχνίες ζωγράφων, οι οποίες προέρχονται κατά κανόνα από αγροτικά κέντρα με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους ζωγράφους από το χωριό Χιονιάδες της Κόνιτσας. Επίσης σημαντική ομάδα Ηπειρωτών ζωγράφων κατά τον 19ο αι. είναι οι Καπεσοβίτες ζωγράφοι από το Ζαγόρι. Η κοσμική αρχιτεκτονική αναπτύσσει έναν απολύτως αναγνωρίσιμο χαρακτήρα βασισμένο σε στοιχεία της λαϊκής παράδοσης. Τα χαρακτηριστικά ηπειρώτικα χωριά (Μέτσοβο, Ζαγοροχώρια, Μαστοροχώρια, κλπ.) οφείλουν την αισθητική τους αρτιότητα στην αξιοποίηση εγχώριων υλικών που εναρμονίζονται απόλυτα στο περιβάλλον. Τα πετρόχτιστα σπίτια με τα ξύλινα ταβάνια και τα λιθόστρωτα καλντερίμια, όπου προβλέπονται ειδικά κανάλια για τη διοχέτευση των ομβρίων υδάτων, είναι πλέον συνώνυμα της παραδοσιακής ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής ˙άλλωστε, οι ηπειρώτες χτίστες ήταν περίφημοι για την τέχνη τους σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του ηπειρώτικου τοπίου είναι τα πολυάριθμα γεφύρια, μια που οι ποταμοί της Ηπείρου διακλαδίζονται μέσα από απόκρημνα φαράγγια και τα ορμητικά τους νερά καθιστούν αδύνατη τη διάβαση με διαφορετικό τρόπο. Το πιο διάσημο γεφύρι είναι εκείνο της Άρτας, με τη σημερινή Στρατηγική ΟΧΕ – Αρχαία Θέατρα Ηπείρου 12 του μορφή να χρονολογείται τον 17ο αιώνα, αλλά η θεμελίωσή του είναι πολύ παλιότερη. Εκατοντάδες ακόμα βρίσκονται διάσπαρτα σε όλον τον ορεινό ηπειρωτικό χώρο. Ξεχωριστή μνεία πρέπει, τέλος, να γίνει στις παραδοσιακές τέχνες και τα επαγγέλματα που είχαν συντεχνιακό χαρακτήρα. Η χρυσοκεντητική, η αργυροχοΐα και η μεταλλοτεχνία γνώρισαν εξαιρετική ανάπτυξη κυρίως στα Ιωάννινα και την Άρτα. Εκτός από την παραγωγή εκκλησιαστικών σκευών και αμφίων, οι τεχνίτες κατασκεύαζαν κοσμήματα, μαλαμοκαπνισμένα όπλα και βέβαια τις περίφημες χρυσοκεντημένες φορεσιές. Μολονότι αυτές οι ενασχολήσεις ανήκουν στον τομέα της πρακτικής τέχνης, που διακρίνεται από την καθαυτό καλλιτεχνική δημιουργία, τα τεχνουργήματα μπορούν δικαίως να ονομαστούν έργα τέχνης για την εξαιρετική λεπτή εργασία τους και την υψηλή αισθητική τους ποιότητα. Η Ήπειρος του 20ου αιώνα θα διατηρήσει την παλαιά της παράδοση στα γράμματα και στον πολιτισμό γενικότερα. Ο πολιτισμός που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια των περασμένων αιώνων όπως περιγράφεται παραπάνω και όλα όσα παρήχθησαν και δημιουργήθηκαν, υλικά και άυλα, αποτελούν σήμερα αλλά και στο μέλλον τη λεγόμενη «πολιτισμική κληρονομιά», την οποία χρέος έχουμε να διαφυλάττουμε για εμάς αλλά και τις γενεές που θα έρθουν.

Στρατηγική ΟΧΕ – Αρχαία Θέατρα Ηπείρου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *