Στις μέρες μας το περιβάλλον, υπό την απειλή της κλιματικής κρίσης έχει την τιμητική του. Όλοι κραυγάζουν για την προστασία του. Οι εθνικές πολιτικές για τη διαφύλαξη αλλά και τη βελτίωση της ποιότητας επιμέρους στοιχείων του περιβάλλοντος γίνονται νόμοι, ακολουθώντας γενικές Κοινοτικές Οδηγίες. Τόνοι Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) και δημόσιες διαβουλεύσεις μεταξύ κυβερνόντων, διοίκησης, επιστημόνων και τοπικών κοινωνιών, προηγούνται της ψήφισης και ισχύος των νόμων.
Ποιος όμως γνωρίζει πόσο φιλικές προς το περιβάλλον η όχι, είναι οι ενέργειες των επιχειρήσεων που εδρεύουν σε ένα συγκεκριμένο έδαφος? Τέτοιου είδους στοιχεία, συνήθως δεν συλλέγονται από εθνικές αρχές. Οι εθνικές αρχές και οι κατά τόπους διοικήσεις-διαχειριστές, ευθύνονται για την πιστή εφαρμογή των Νόμων, ώστε να εξασφαλίζουν την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων. Τι γίνεται όμως όταν οι εθνικές αρχές δηλαδή «οι φύλακες» των δασών, των νερών, της δόμησης, της ενέργειας, της άγριας ζωής, ευθύνονται για την τροποποίηση νόμων, εις τρόπον ώστε να παράγονται αποτελέσματα εις βάρος του αντικειμένου προστασίας?
Στην προκειμένη περίπτωση το αντικείμενο προστασίας είναι το υπόγειο υδατικό σύστημα Μιτσικελίου-Βελλά, που ανήκει στη λεκάνη απορροής του Καλαμά. Από αυτό το υδατικό σύστημα ως γνωστό, υδρεύεται το λεκανοπέδιο Ιωαννίνων, τροφοδοτείται η Παμβώτιδα και κερδίζουν οι εταιρείες εμφιάλωσης.
Ο νόμος που αφορά στην προστασία αυτού αλλά και των υπόλοιπων υδατικών συστημάτων της περιφέρειας Ηπείρου, φέρει την ονομασία Σχέδιο Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Ηπείρου (ΣΔΛΑΠ Ηπείρου) και συνίσταται σε ένα Πρόγραμμα Μέτρων, βασικών και συμπληρωματικών, που πρέπει να εφαρμοστούν σε βάθος εξαετίας, για την επίτευξη του κεντρικού στόχου του Σχεδίου που είναι η «αποτροπή της περαιτέρω επιδείνωσης, η προστασία και η βελτίωση της κατάστασης των εσωτερικών επιφανειακών, των μεταβατικών, των παράκτιων και των υπογείων υδάτων καθώς και των αμέσως εξαρτώμενων από αυτά χερσαίων οικοσυστημάτων και υγροτόπων». Η ανάπτυξη και εφαρμογή τέτοιων προγραμμάτων είναι ένας σύνθετος και δύσκολος στόχος λόγω των ποικίλων παραγόντων που λαμβάνουν μέρος και είναι οι εξής: υδατικοί πόροι, περιβάλλον, οικονομία, χρηματοδότηση, κοινωνία, επικοινωνία, τεχνική και τεχνολογία, νομοθεσία και γεωγραφία.
Το πρώτο Σχέδιο Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών για την Ήπειρο εγκρίθηκε το 2013. Το 2017 εγκρίνεται με απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων (αρ. Ε.Γ. οικ.907/2017 ΦΕΚ 4664/Β/29-12-2017) η Πρώτη Αναθεώρηση του Σχεδίου Διαχείρισης, στην οποία περιλαμβάνεται το Μέτρο Μ05Σ0803 που έρχεται να απαντήσει- όπως αντιλαμβανόμαστε από το προτεινόμενο κείμενο τεκμηρίωσης του- στο πρόβλημα της μη επαρκούς υδροδότησης του Λεκανοπεδίου Ιωαννίνων, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες και της δραματικής μείωσης της τροφοδοσίας της Παμβώτιδας από τις πηγές που βρίσκονται στους πρόποδες του όρους Μιτσικελίου, μέσω του ελέγχου της άντλησης. Σύμφωνα με το μέτρο, «απαγορεύεται η εκτέλεση νέων γεωτρήσεων στο Λεκανοπέδιο Ιωαννίνων, στο υπόγειο υδατικό υποσύστημα Μιτσικελίου του συστήματος Μιτσικελίου-Βελλά, πέραν των ειδικών περιπτώσεων (ύδρευση, αντικατάσταση κλπ) που θα εξετάζονται από τη Διεύθυνση Υδάτων με την υποβολή τεκμηριωμένης υδρογεωλογικής έκθεσης. Για την υπαγωγή άλλων περιπτώσεων στις ειδικές περιπτώσεις γνωμοδοτεί το Συμβούλιο Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης με βάση περιβαλλοντικά και κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, κατόπιν υποβολής σχετικής υδρογεωλογικής μελέτης ή έκθεσης.
Υπεύθυνη αρχή για τη διαχείριση των υδατικών πόρων της περιοχής, είναι η Διεύθυνση Υδάτων Ηπείρου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου-Δυτικής Μακεδονίας. Τον Δεκέμβριο του 2019 αρχίζουν οι «βυζαντινισμοί» της Διεύθυνσης που αποκρυσταλλώνονται σε εισήγηση προς την Ειδική Γραμματεία Υδάτων υπογεγραμμένη από τον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, για την κατάργηση της γνωμοδότησης από το Συμβούλιο υδάτων αναφορικά με την υπαγωγή άλλων περιπτώσεων ζήτησης άντλησης, στις ειδικές περιπτώσεις του Μέτρου «λόγω της δυσλειτουργίας του σχήματος» και την αποδοχή αιτημάτων αύξησης της αντλούμενης ποσότητα από το υπόγειο υδατικό υποσύστημα Μιτσικελίου βάσει προϋποθέσεων και περιοριστικών όρων, που προτείνει η Διεύθυνση Υδάτων. Η εισήγηση γίνεται εν συνεχεία δεκτή από την Ειδική Γραμματεία Υδάτων με αποτέλεσμα να τροποποιηθεί η περιγραφή του Μέτρου στο κείμενο τεκμηρίωσης της πρώτης αναθεώρησης του Σχεδίου Διαχείρισης που δημοσιοποιήθηκε στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (24/2/2020) και στην ιστοσελίδα της Εδικής Γραμματείας υδάτων. Μετά τη δημοσιοποίηση εταιρεία εμφιάλωσης πήρε άδεια αύξησης της αντλούμενης ποσότητας.
Οι ενέργειες της Διεύθυνσης Υδάτων και κατά συνέπεια της Αποκεντρωμένης Διοίκησης δείχνουν ότι αντιλαμβάνεται τους υδάτινους πόρους σαν ιδιοκτησία της που μπορεί να τους διαθέτει όπως εκείνη νομίζει, αγνοώντας τις αυξανόμενες ανάγκες υδροδότησης του Λεκανοπεδίου και τον εμπλουτισμό της Παμβώτιδας. Αυτό δεν μπορεί να το παραβλέψει κανείς όταν επωφελούνται του νερού οι εταιρείες εμφιάλωσης που αντιμετωπίζουν τον φυσικό πόρο σαν εμπόρευμα που πωλούν για την αύξηση των κερδών τους. Ούτε μπορεί να αγνοήσει κανείς ότι με την επίκληση του οξυμένου προβλήματος της υδροδότησης του Λεκανοπεδίου σε συνδυασμό με την υποβάθμιση του οικοσυστήματος της Παμβώτιδας οικονομικά συμφέροντα και πολιτικοί παράγοντες, θα επαναφέρουν εκ’ νέου το επίμαχο ζήτημα της μεταφοράς νερού από τον Αώο όπως έγινε κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης για το αρχικό σχέδιο διαχείρισης όταν είχε συμπεριληφθεί ως συμπληρωματικό μέτρο και λόγω των αντιδράσεων από μέτρο έγινε «προγραμματιζόμενο έργο».
Τα υδατικά αποθέματα ανήκουν στην κοινωνία και η διαχείρισή τους απαιτεί κοινωνικό έλεγχο και απόδοση ευθυνών στις αρχές που παραχωρώντας τη χρήση τους σε μικρά η μεγάλα καπιταλιστικά συμφέροντα, προκαλούν μείωση των διαθέσιμων πόρων, κοινωνική και περιβαλλοντική αδικία.