in

Ταξίδι στον Χρόνο: Οι γαλακτοπώλες [του Δημήτρη Χρ. Μπανιά]

editor_image

Συνταξιούχος-Οικονομολόγος


Μέχρι σχεδόν το 1980 τα γαλακτοπωλεία ήταν πολλά σε όλες τις πόλεις της χώρας. Στην πόλη μας ήταν πάντοτε διαχρονικά πολλά , σε όλα τα σημεία της πόλης και σε όλες τις γειτονιές. Το γάλα και το γιαουρτάκι ήταν καθημερινή τροφή για την οικογένεια και μικρούς και μεγάλους. Το βράδυ ιδιαίτερα ήταν καθημερινή τροφή για τους μεγάλους. Ο γαλακτοπώλης έπρεπε να έχει καθημερινά φρέσκο γάλα, της ημέρας στο μαγαζί του, στο εργαστήριο καθότι παλαιότερα δεν υπήρχαν και τα ψυγεία για να ετοιμάσει τα γιαουρτάκια αργά, το μεσημέρι και το απόγευμα. Το γάλα ήταν πρόβειο και πολύ αργότερα έβαλαν και γελαδινό, έπρεπε να υπάρχει καθημερινά προμηθευτής και να πηγαίνεις νύχτα να το πάρεις σε κάποιο χωριό, λίγοι ήταν οι κτηνοτρόφοι που είχαν το μέσο να το φέρουν στην πόρτα του μαγαζιού.

Όλοι οι γαλακτοπώλες είχαν μεγάλη σχέση με τα πρόβατα, ήταν σίγουρα νέοι που είχαν κάνει δίπλα στα ζώα και γνώριζαν να κάνουν τυρί φέτα ή κεφαλοτύρι και μετά μεταπήδησαν στην κατασκευή του γιαουρτιού. Αρκετοί από αυτούς είχαν κάνει και μπαντζαρέοι δίπλα σε καλούς μαστόρους. Στην Άρτα είχαμε μέχρι το 1970 και σωματείο μπάντζιων (τυροκόμων) και ο πρώτος πρόεδρος αυτών ήταν ο Χρήστος Καλοκαίρης και υπήρχαν περιζήτητοι σε όλα τα τυροκομεία της δυτικής Ελλάδος μέχρι Κόρινθο. Από την Άρτα είχαν φτάσει και στην Αλβανία προπολεμικά στα τυροκομεία των μεγάλων εμπόρων από την Κεφαλονιά, οι αδελφοί Χαρίση από τους Μελισσουργούς.

Στην πόλη υπήρχαν και αυτοί που έρχονταν καθημερινά στην πόλη από τα γύρο χωριά και πουλούσαν χύμα γάλα, όπως από το Πέτα, που μεταξύ αυτών ήταν ο Χριστόφορος Ροβίνας που για πολλά χρόνια ήταν μια γνωστή φυσιογνωμία της πόλης που είχε μόνιμους πελάτες και ερχόταν με το γαϊδουράκι του, φορτωμένο με τα τσίγκινα δοχεία (γκιούμια ή πάφλας).

Τα πρώτα χρόνια προτού και μετά το 1940 το γάλα μεταφέρονταν στα καταστήματα με τους αγωγιάτες και αργότερα με τα κάρα κάθε πρωί, οπότε στην χειρότερη περίπτωση το γάλα ήταν στις 8 ώρα στο γαλακτοπωλείο. Μικρές ποσότητες έφταναν γρήγορα, μερικοί παραγωγοί και το παρέδιδαν με το ποδήλατο. Αργότερα οι περισσότεροι βάλανε ένα κάρο που ξεκινούσε από την Βίγλα, περνούσε σχεδόν όλα τα χωριά και μάζευε τα δοχεία. Υπήρχε κι άλλο ένα θέμα να φτάσει γρήγορα το γάλα και να μην «κτυπηθεί» πολύ στο δρόμο και χαλάσει.

Οι γαλακτοπώλες πωλούσαν και αρκετή ποσότητα γάλακτος χύμα, ο καθένας πήγαινε με το μπουκάλι του ή το κατσαρόλι του πρωί πρωί για να φάνε τα παιδιά, πολλές φορές ήταν βρασμένο. Σ΄ όλα σχεδόν το πρωί όλοι ήθελαν να έχουν μια μικρή ποσότητα βρασμένη για να δώσουν στα κύπελλα που είχαν οι εργάτες να πιούνε και να πάνε για δουλειά. Ιδιαίτερα οι γαλακτοπώλες στο Μουχούστι όπου από τις 5 κατέβαιναν οι εργάτες, όπως ο Σωτήρης Μαστρογιάννης, όπου είχε καταφέρει να έχει μια μικρή ποσότητα από το ξημέρωμα για να εξυπηρετεί.

Επίσης οι καταστηματάρχες χρειάζονταν παλιά καύσιμη ύλη, να έχουν ξύλα για την φωτιά, είχαν οι περισσότεροι μόνιμους αγωγιάτες να τους φέρουν ξύλα και να έχουν απόθεμα για τις δύσκολες μέρες. Αργότερα μετά το 1960 τους έσωσε το γκάζι, έφτασε και στην Άρτα.

Αμέσως άρχιζε η κατασκευή του γιαουρτιού, το ρίχνανε στα καζάνια με το πανί της τσαντίλας πάνω να το καθαρίσουν και συνέχιζαν το βράσιμο στα καζάνια, εδώ ήταν πάνω από το γάλα όλη την ώρα του βρασίματος, είχαν, δεν είχαν θερμόμετρο με το δάκτυλο μετρούσαν αν έβρασε, να μην καεί, να μην κολλήσει και ανακάτευαν με την ξύλινη κουτάλα συνέχεια και συγχρόνως το ξάφριζαν. Όταν κατέβαινε η θερμοκρασία στους 42 βαθμούς το μοίραζαν στις παδέλες, αργότερα στα κεσεδάκια και το έριχναν από μια μικρή κουταλιά από την «πυτιά» που έφτιαχναν από γιαούρτι της προηγούμενης μέρας. Από εδώ και πέρα έπρεπε να μείνει για ώρες σε ζεστό μέρος. Όλοι είχαν ντουλάπες ξύλινες για να κρυώσει σιγά σιγά, τον χειμώνα οι περισσότεροι έβαζαν μέσα στο κάτω μέρος ανάμενα κάρβουνα για να κρατούν την θερμοκρασία λίγο ψηλά. Το απόγευμα οι περισσότεροι περίμεναν τους πελάτες. Αργότερα όλοι σχεδόν είχαν μέσα 2-3 τραπεζάκια για να εξυπηρετούν τους πελάτες στο μαγαζί, έτρωγε ένα κεσεδάκι ο καθένας με μία φρυγανιά ή μία φέτα ψωμί και πήγαινε για το δωμάτιο του. Από το 1964 ο Σωτήρης Καλόγηρος έφερε την επανάσταση στην πώληση του γιαουρτιού, έστελνε το απόγευμα μόλις γίνονταν, τον αδελφό του τον Νίκο στις γειτονιές της βαλαώρας με δύο μικρά καλάθια και πωλούσε το γιαούρτι στα σπίτια, είχε το μαγαζί του επί της Χατζοπούλου, σήμερα ο γιος του ο Πάνος συνεχίζει επί της Σταματελοπούλου. Υπάρχουν 3-4 σήμερα σε όλη την Άρτα γαλακτοπώλες. Ακόμα όλη η φιλοσοφία της σημερινής διατροφής του γιαουρτιού έχει περάσει στην βιομηχανία και έχουμε στα σούπερ μάρκετ δεκάδες ειδών. Τα κύρια προϊόντα που πωλούσε παλαιότερα ένα γαλακτοπωλείο ήταν, γάλα, γιαούρτι, φέτα, βούτυρο, μυζήθρα, κεφαλοτύρι και κάνα ρυζόγαλο.

Καταφέρουμε να εντοπίσουμε τους περισσότερους από το 1930 έως τις μέρες μας, η καταγωγή τους είναι κυρίως από Μελισσουργούς, Ματσούκι και Πράμαντα.
Γκίζας Χρηστος-Γιώτης Χρήστος- Κασίμης Χαρ.-Κωσταδήμας Αθ.- Μπλάτσας Βασ.-Παπαχρήστος Αθ.-Τσαμπούλας Κώστας-Χαρίσης Θεόδωρος και αργότερα η γυναίκα του Μαστρογιάννης Σωτήριος-Παπαγιάννης Ιωάννης-Γκίζας Δημήτριος-Γιώτης Γιάννης-Κωσταδήμας Αντώνιος-Γκούντας Ευάγγελος-Βούλγαρης-Κουφός Αθαν. -Γεωργάκης Γεωρ.-Γκούντας Θεόδωρος-Γκούντας Δημήτριος-Αλιφτήρας Βασίλειος-Λάνταβος Γεωργ.-Κώστας και Χρήστος Τασινίκος-Νούτσος Γεωργ.-Καλόγηρος Σωτήριος με τον αδελφό του Νίκο, Αφοί Κολιοπάνου-Κοντοχρήστος Δημ.-Μαστρογιάννης Δημήτριος-Μαστρογιάννης Χρήστος.