in ,

Ταξίδι στον Χρόνο: Τα υπόλοιπα του πολέμου, οι νάρκες και οι χειροβομβίδες [του Δημήτρη Χρ. Μπανιά]

editor_image

Συνταξιούχος – Οικονομολόγος


Αφού είχαν φύγει από το ΄43 οι Ιταλοί, είχαν λακίσει οι Γερμανοί, είχε τελειώσει ο χαλασμός του εμφυλίου το 1949 και οι νικητές και ηττημένοι προσπαθούσαν να βρούνε την ζωή τους και ο καθένας με τον καημό του. Παντού όμως σ’ όλη την χώρα είχαν παραπέσει ή είχαν χαθεί πυρομαχικά, κυρίως χειροβομβίδες ή νάρκες χωρίς να λείπουν κι άλλα μεγαλύτερα όπως όλμοι ή βόμβες χωρίς να έχουν εκραγεί και εκατομμύρια σφαίρες.

Στην περιοχή της Άρτας, στην βαλαώρα και στους γύρο λόφους Πέτα, Κομπότι, Κορφοβούνι ήταν γεμάτος με τέτοια υπολείμματα κι αλλοίμονο αν αυτοί που τα έβρισκαν τα περιεργάζονταν, τα «πείραζαν», τότε είχαμε μεγάλα ή μικρά ατυχήματα.

Στα σχολεία υπήρχαν παντού αφίσες με χαρακτική τέχνη που έδειχνε τι γίνεται μόλις εκραγεί μια χειροβομβίδα, όλα στον αέρα. Είχαμε και λόγους στο μάθημα από τους δασκάλους ή ακούγαμε ιστορίες από τους μεγαλύτερους.

Στην περιοχή της Κάτω Παναγιάς και στη γύρο περιοχή κατά την άνοιξη ή φθινόπωρο πολλοί κτηνοτρόφοι έκαναν στάση δύο- τρεις μέρες, να δούνε κάνα συγγενή και να συνεχίσουν τον δρόμο για τα βουνά ή τα χειμαδιά.Έτσι και η οικογένεια από την Πράμαντα, ήταν Απρίλιος του 1951, παραμονές του Πάσχα, έκαναν και ορισμένες προμήθειας. Την ημέρα το Πάσχα κατά την πρώτη μαρτυρία αφού είχαν ετοιμάσει το αρνί το έβαλαν στην φωτιά, ψήθηκε και σφύριξαν να μαζευτούμε να φάνε. Κατά την δεύτερη μαρτυρία τους πήγε η μάνα τους κρέας ψητό που το είχαν ψήσει στο σπίτι τους στην βαλαώρα. Αυτοί ήταν 3-4 νέα παιδιά ο μεγαλύτερος 22 χρονών και είχαν μαζί τους και ένα παιδί τσοπάνο 16 χρονών. Κάθισαν γύρο γύρο και μαδούσαν και έτρωγαν, δίπλα τους τα τσοπανόσκυλα που περίμεναν και αυτά να πάρουν την μερίδα τους από τα κόκκαλα. Τότε έγινε το μεγάλο κακό, ένα σκυλί πάτησε μία νάρκη, κυνηγούσε το κόκκαλο που του πέταξαν. Όλα στον αέρα, τρία αδέλφια σκοτωμένα και ο τσοπάνος, όλοι στον τόπο. Ο Μήτσος, η Αγγελική, ο Πέτρος που είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και ο μικρός 16έξαρης τσοπάνος. Χαμός, οδυρμός, θρήνος στη υπόλοιπη οικογένεια, την άλλη μέρα η κηδεία των αδελφών στον Αϊ Γιώργη Άρτας. Όλη η Άρτα και η Πράμαντα, όλοι ήταν εκεί. Ο ανιψιός τους, ο φίλος μας ο Μήτσος πάντα την έλεγε την ιστορία και ήταν κι αυτός «σκοτωμένος».

Στις 12 Σεπτέμβρη του 1951 είχαμε κι άλλο επεισόδιο στην ίδια περιοχή της Κάτω Παναγιάς, ο μπάρμπα Σωτήρης από τους Μελισσουργούς είχε εκεί την οικογένεια σε καλύβα, όπως φτιάχνανε όλοι. Λίγα πρόβατα, λίγες μανάρες, τα παιδιά είχαν λίγο μεγαλώσει. Η Παναγιώτα όπως έκανε κάθε μέρα πήγε να μαζέψει τις μανάρες και αυτή είχε την ατυχία να πατήσει την ιταλική νάρκη που τις αφαίρεσε την ζωή. Έμεινε όμως το όνομα της, ο αδελφός της το έδωσε στην κόρη του.

Στο δάσος γύρο από το στρατόπεδο της βαλαώρας είχε φυτευτεί από πεύκα και κυπαρίσσια με τους μαθητές του Γυμνασίου από το 1951, αυτά τα πεύκα που βλέπουμε σήμερα και είναι πανύψηλα. Σε αρκετά σημεία είχαν «αποψιλωθεί» από τους γύρο κατοίκους και υπήρχα τα λεγόμενα ξέφωτα. Ήταν ξέφωτα εκεί που είναι σήμερα οι Άγιοι Ταξιάρχες, 50 μέτρα από την πύλη του στρατοπέδου προς την Μικράς Ασίας, στις γκορτσιές εκεί που είναι το πάνω υδραγωγείο και σε άλλα δέκα σημεία γύρο γύρο. Τα παιδιά της βαλαώρας κι όχι μόνο είχαν ένα χόμπι, ασχολούνταν με τα πουλιά και κυρίως με τα στραγαλίνια, όλα είχαν τουλάχιστον ένα κλουβί. Πολλά ήταν οργανωμένα να στήνουν για να πιάσουν πουλάκια, όπως χρειάζονταν κλάρα, ξόβεργες και πλάνο και μαζί με το κλουβί, γνώριζαν και το κυριότερο να «μαυλάνε». Μετά τον μήνα Οκτώβριο άρχιζε η περίοδος του στησίματος και κρατούσε μέχρι τον Γενάρη. Μερικές φορές έτρεχαν να πιάσουν καλή «μεριά» από τις 3 το μεσημέρι και έτσι έγινε και στις 4 Δεκέμβρη του 1959, πήγανε πολλά παιδιά στο ξέφωτο δίπλα από την σημερινή Μικράς Ασίας, 15-20 ο αριθμός από 7 χρονών μέχρι 15. Οι μεγαλύτεροι φώναζαν να φύγουν οι μικροί γιατί «προγκάνε τα πουλιά, από το σημείο περνούσαν πολλές «κούδες» από στραγαλίνια που έρχονταν από τον κάμπο να πάνε να κουρνιάσουν στο δάσος. Ένας μικρός εκεί που λούφαξε σε μια πέτρα, βρήκε ένα σίδερο, ήταν δυστυχώς Ιταλική χειροβομβίδα, την έδειξε και την άρπαξαν δύο μεγαλύτεροι. Άρχισε να την επεξεργάζεται και την έξυνε με σουγιά, με άλλο σίδερο, γύρο του είχαν μαζευτεί περίπου 10 παιδιά να δούνε τι είναι. Τότε έγινε το κακό, έσκασε, δύο παιδιά βαριά τραυματισμένα, ένας αρκετά και τέσσερις λιγότερο. Ήταν ο Γιώργος, ο Κωστάκης, ο Κώστας, ο Πάνος, ο Γιώργος, ο Βασίλης, φωνές, μεγάλο κακό, μαζεύτηκε όλη η Ανεμομύλων και όλοι οι γύρο δρόμοι. Κατέβηκαν και φαντάροι από το στρατόπεδο. Τρέχοντας όλοι είδαμε τον μπάρμπα Νάσιο νε έχει τον Κώστα καταματωμένο και να τον φέρνει στην Ανεμομύλων. Συμμετείχαν και οι φαντάροι στην μεταφορά, όλοι στο μικρό Νοσοκομείο, δεν υπήρχαν ασθενοφόρα. Οι δύο υπέφεραν πολύ στη υπόλοιπη ζωή τους μέχρι σήμερα έμειναν ανάπηροι, μεταφέρθηκαν στα Νοσοκομεία της Αθήνας. αλλά είχαν την δύναμη να μορφωθούν και να γίνουν ελεύθεροι επαγγελματίες και μεγαλο- υπάλληλοι. Όλα τα παιδιά ήταν Μελισσουργιωτάκια.

Το 1961, τον Δεκέμβρη ήταν η σειρά του Πέτα να έχει θύματα. Στο Πέτα και στους γύρο λόφους είχαν γίνει αρκετές αψιμαχίες και με τους Γερμανούς και στον Εμφύλιο, επίσης το Πέτα είχε μεγάλο αριθμό ανταρτών από όλες τις πλευρές. Πυρομαχικά παντού κι υπόλοιπα, τα τρία παιδιά, έψαχναν, έπαιζαν και βρήκαν κι αυτοί Ιταλική χειροβομβίδα πίσω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου σε κάποιο σπίτι καταχωνιασμένη. Ήταν τρία τα παιδιά, τα δύο βαριά τραυματισμένα, έμειναν σ΄όλη την ζωή τους ανάπηρα, ο τρίτος τίποτα σχεδόν. Ήταν ο Γιώργος, ο Αλέξανδρος και ο Μήτσιος.

Είχαμε κι άλλα μικροατυχήματα στην βαλαώρα της Άρτας, όπως ένας ζωηρός νέος ο Μήτσιος είχε την «ψώρα» να μαζεύει μπαρούτι από παντού και να την βάζει σε τενεκέδες και της έβαζε φωτιά, έτσι μία φορά έχασε ένα δάκτυλο. Αργότερα το 1965 δίπλα στην μεγάλη Λάκα που παίζαμε μπάλα κάθε ημέρα, βρήκαμε ένα όλμο, ειδοποιήσαμε το στρατόπεδο και σε λίγες μέρες το τίναξαν ειδικοί, ξέφυγαν ορισμένα κομμάτια και βρέθηκαν στις αυλές των γύρο σπιτιών, ευτυχώς δεν είχαμε τίποτα. Έγιναν σ΄ όλη την χώρα χιλιάδες τέτοια ατυχήματα, ακόμα σήμερα ψάχνουν σε ορισμένα βουνά να βρούνε χειροβομβίδες θαμμένες.