in ,

Ταξίδι στον Χρόνο: Ο κάλφας, το μαστορόπαιδο, ο βοηθός [του Δημήτρη Χρ. Μπανιά]

editor_image

Συνταξιούχου – Οικονομολόγου


Παλιά μόλις τελείωναν τα σχολεία τα περισσότερα παιδιά, προσπαθούσαν να βρούνε να πάνε κάπου ως βοηθοί. Το επιζητούσαν και πολλές οικογένειες να στείλουν τα παιδιά να απασχοληθούν κι ας μόλις είχαν τελειώσει το Δημοτικό, είχαν και το μυαλό τους μήπως δεν συνεχίσουν στο Γυμνάσιο, εξ άλλου χρειαζόταν εξετάσεις. Ήταν και μια βοήθεια στο σπίτι γιατί δεν μιλάμε για αποδοχές, αλλά για πολύ μικρά χαρτζιλίκια, λίγων δραχμών. Μετά το 1950 προσπαθούσαν οι οικογένειες να στείλουν τα παιδιά σε τεχνικές δουλειές να μάθουν κάποια τέχνη, γιατί όλοι γνώριζαν ότι όποιος μάθει μια τέχνη θα βγάλει μεροκάματο στη ζωή του ή θα κάνει δική του δουλειά.

Μεγάλη ζήτηση ή ακόμα και πολλά παρακάλια από τα παιδιά είχαν οι τεχνικές δουλειές με πρώτες οι ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, συνεργεία αυτοκινήτων και αρκετά στις πολύ δύσκολες δουλειές της οικοδομής, μαστορόπαιδα, σοβατζήδες (σου έφευγαν οι πλάτες), μπογιατζήδες, τσιγκάδικα κ.λ.π Αργότερα άνοιξε και η νυχτερινή σχολή Σκεντέρη–Γκόμπλια που έδωσε πολλά χαρτιά χρήσιμα σε αρκετές ειδικότητες. Πολλά παιδάκια το είχαν μεγάλη τους τιμή που εργάζονταν βοηθοί σε κάποια δουλειά και προσπαθούσαν να το δείξουν με το λέρωμα των ρούχων, όπως στα συνεργεία, ήταν να μην δεις παιδί από τα κότσια μέχρι τα μαλλιά με λάδια. Οι βοηθοί στους μπογιατζήδες από την πρώτη μέρα είχαν τα παντελόνι με 10 χρώματα. Οι ηλεκτρολόγοι πάντοτε πίσω από τον μάστορα με τις σωλήνες στην πλάτη και το κατσαβίδι στην πίσω τσέπη. Στην οικοδομή που είχε αρχίσει το τούβλο, μόνιμα άκουγαν το μάστορα να φωνάζει «δώσε – δώσε, κουβάλα». Οι μπογιατζήδες έπρεπε να μάθουν να φτιάχνουν χρώματα, δύσκολο πράγμα, ήταν πραγματική τέχνη να φτιάξει ο μάστορας το χρώμα που του ζητούσαν, το νέφτι σου έπιανε την ανάσα.

Οι καλφάδες στους ηλεκτρολόγους ήταν διπλάσιοι και τριπλάσιοι από τους μαστόρους γιατί μετά το 1958 άρχισαν όλοι να βάζουν ΔΕΗ (φως), ήθελαν πολύ σκάψιμο οι τοίχοι στα δωμάτια, την δουλειά με το σφυρί και το καλέμι την έκαναν οι βοηθοί και να ακούνε τις φωνές των μαστόρων και αφεντικών. Στους υδραυλικούς και εδώ τα πράγματα είχαν σκαψίματα και μεγάλα κουβαλήματα, λίγα τα αμάξια και οι σωλήνες οι σιδερένιες που καταργήθηκαν σήμερα βαριές. Τον πρώτο καιρό ο κοσμάκης έβαζε μία βρύση στην αυλή, πολύ αργότερα έβαλε στις κουζίνες και τα αποχωρητήρια.
Στα συνεργεία αυτοκινήτων πόλεμος κάθε μέρα, δεν υπήρχαν ειδικότητες όλα και όλοι για όλες τις δουλειές από λάστιχα μέχρι ηλεκτρικά, ανταλλακτικά λίγα, δούλευε πολύ ο τόρνος αν χρειαζόταν, οι βοηθοί από τους μικρούς μέχρι τους μεγαλύτερους όλη μέρα με τα λίγα εργαλεία στα χέρια και τους γράσους. Εκεί στο ίδιο συνεργείο έβλεπες, τρακτέρ, φορτηγό, ΤΑΧΙ και όλες τις υπάρχουσες μάρκες, δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Στις μηχανές οι μαστόροι έβαζαν την τέχνη τους να πάρει μπροστά το αμάξι και οι βοηθοί να κοιτούν να μάθουν κάτι.

Στις οικοδομές για να πάς για βοηθός, για μαστορόπαιδο έπρεπε να το λένε και λίγο τα μπράτσα σου και το μάτι σου να «κόβει», πετράδες, αργότερα τουβλάδες, τσιμεντάδες, λίγα γράμματα για να μετράς, να έχεις χέρι σταθερό, να προσέχεις μην γίνει ατύχημα. Οι περισσότεροι βοηθοί εδώ ήταν μέλη των ίδιων οικογενειών γιατί είχε καλό μεροκάματο. Οι μπογιατζήδες αργότερα, καλλιτέχνες οι περισσότεροι, πέρα από τα χρώματα, το πολύ στόκο και το νέφτι, έπρεπε το χέρι να είναι σταθερό και στα μάτια χωρίς αχρωματοψία, τα παντελόνια άστα 15 χρώματα πάνω τους.

Όλα τα μπακάλικα είχαν βοηθούς από μικρούς μέχρι μεγαλύτερους έπρεπε να έχει γερή πλάτη, τα σακιά ήταν πολλά κάθε μέρα που έπρεπε να ξεφορτωθούν, να φορτωθούν, να ξέρεις όλες τις τιμές, να κάνεις γρήγορους λογαριασμούς, να προσέχεις τα είδη μην χαλάσουν, να είσαι κανονικό μπακαλόπαιδο και πάντοτε η ποδιά φορεμένη, επίσης να κρατάς καλά τα δεφτέρια, εκεί ήταν το κέρδος του μαγαζιού.

Στα καφενεία ήταν καλά, καθαρή δουλειά, λίγο ποδάρια, τρέξιμο μερικές φορές να εξυπηρετήσεις, να είσαι υπάκουος και να φωνάζουν οι πελάτες εσύ τίποτα. Τα καλοκαίρια όλοι πολλά ποτήρια νερό κρύο, όλα τα καφενεία είχαν παγωνιέρες και αργότερα ψυγεία, το χύμα ούζο έδινε και έπαιρνε, μπύρα 2 καφενεία είχαν στην Άρτα, ο ΚΑΚΑΒΑΣ και το ΝΕΟΝ, μεζές το στραγαλάκι στη χούφτα. Στα λίγα ζαχαροπλαστεία τα παιδιά να μάθουν τη τέχνη πολύ αγγαρεία, πολύ γύρισμα να γίνουν τα λουκούμια ή τα λίγα γλυκά, μηχανήματα λίγα, οι περισσότεροι Γιαννιώτες που έφεραν τα γλυκά στην Άρτα. Στα πολλά εστιατόρια που είχε η πόλη πολλά, παιδάκια βοηθοί γκαρσόν, από 12 χρονών, δουλειά πρωί, απόγευμα, βράδυ, πολλές ώρες. Έπρεπε να είσαι πάντα καθαρός, να στρώνεις, να ξεστρώνεις, να μαζεύεις, πρώτος και τελευταίος, είχε και τα καλά, φαγητό τρεις φορές την μέρα, κολατσιό, μεσημέρι, βράδυ, πάντοτε γεμάτο το στομάχι και λίγα πεντάλεπτα στην τσέπη. Στα κουρεία τα παιδιά ήταν κατά το πλείστον της οικογενείας και πολύ δουλειά το Σάββατο μέχρι της 12 το βράδυ, η βούρτσα μόνιμα στο χέρι και είχε καλή «κονόμα» για το παιδί, έπρεπε να γίνεις 16-17 χρονών να σου δώσει ο μάστορας την χειροκίνητη μηχανή να κουρέψεις με την «ψιλή» κάνα παιδάκι. Στα λίγα τυπογραφεία μάθαινες πραγματική τέχνη, εκεί τα παιδιά ήταν μόνιμα και τα χέρια μια ζωή μαύρα.

Στα εμπορικά καταστήματα εκεί απασχολούνταν τα καλοκαίρια πολλά παιδιά και πολλά τα μαγαζιά, καθαρή δουλειά και ξεκούραστη, εκεί τα παιδιά προσπαθούσαν να μάθουν πως βάζουμε τους πελάτες στο μαγαζί και κυρίως τις γυναίκες. Να μάθουν τα υφάσματα, κυρίως την ποιότητα. Εδώ μάθαινες τι είναι εμπόριο, τι αγοράζεις, τι πουλάς και πόσο, να έχεις πειθώ και να κάνεις παζάρι. Πάντα να ξεκινάς από ψηλά στις τιμές και να κάνει έκπτωση το αφεντικό. Πάντα οι μεγαλύτεροι έλεγαν το παράδειγμα του Εβραίου και του παιδιού του «πως αυτός κατάφερε και πούλησε μια τσατσάρα 2 δραχμές και το παιδί δεν μπορούσε να πουλήσει μία ούτε μισή δραχμή».

Μέσα από αυτά τα παιδιά δημιουργήθηκε η κοινωνία μας αργότερα και αυτούς γνωρίσαμε μέσα στην πόλη μας.