in ,

Ταξίδι στον Χρόνο: Το γιοφύρι μας, η ζωή του | του Δημήτρη Χρ. Μπανιά

Oι γυναίκες δίπλα στο γιοφύρι όταν πήγαιναν για δουλειά
editor_image

Συνταξιούχου – Οικονομολόγου


Το γιοφύρι μας που έχουν γραφεί χιλιάδες άρθρα, έχει φωτογραφηθεί από όλες τις μηχανές και το δημοτικό τραγούδι που περιγράφει το κτίσιμο του, «Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι…..», όλοι τα γνωρίζουμε, εξάλλου όλη η Ελλάδα, όταν λές Άρτα, το μυαλό καθενός πηγαίνει στο γιοφύρι. Ο χώρος από τις δύο πλευρές του γιοφυριού, είχε αρκετή ζωή ανά διάφορα διαφορετικά διαστήματα, κυρίως όμως πριν το 1958 που έγινε η καινούργια γέφυρα. Μετά το 1881 έγιναν τα σύνορα του Ελληνικού κράτους, από τελωνεία, ξεκίνησαν να υπάρχουν μερικά καταστήματα και ελάχιστοι κάτοικοι, ο μεγάλος φόβος πάντοτε ήταν οι πλημύρες του χειμώνα. Πριν το 1940 κατασκευάστηκε ξύλινη γέφυρα, δίπλα στην πέτρινη και το 1945 κατασκευάστηκε η σιδερένια που έλυσε πολλά προβλήματα, υπάρχει και η ιστορία ότι δεν την ανατίναξαν οι Γερμανοί φεύγοντας. Από εκεί περνούσαν περίπου 27 καμποχώρια καθημερινά, και τα λίγα ορεινά.Τέσσερις δρόμοι από Γραμμενίτσα, από Γιάννενα, Πρέβεζα, από Κωστακιούς με τα πολλά χωριά και από Κεραμάτες –Νεοχώρι.

Αν κι έλειπαν τα σπίτια πλην εξαιρέσεων, όλα ήταν διάφορα είχαν δημιουργηθεί καταστήματα, μικροκαταστήματα για την εξυπηρέτηση όλων. Τουρισμός σχεδόν στο μηδέν πλην κάνα σχολικό την Άνοιξη για να δούνε το γιοφύρι. Μέχρι το 1950 σχεδόν όλοι από τον κάμπο που έρχονταν στην πόλη και δεν υπήρχαν τα λεωφορεία του μικρού ΚΤΕΛ, όλοι με τα κάρα, τα άλογα, τα ποδήλατα και οι περισσότεροι με τα πόδια. Όπως βγαίνουμε από την πόλη σήμερα και περνούμε την γέφυρα υπήρχε αρτεσιανό νερό με χειροκίνητη αντλία και όλοι πλένονταν ή πήγαιναν οι Αρτινοί τα απογεύματα να πάρουν νερό. Οι πεζοί και τα άλογα περνούσαν πάνω από το γιοφύρι όλοι, τα κάρα και τα λίγα αυτοκίνητα από την σιδερένια. Το 1958 που τελείωσε η νέα γέφυρα έλυσε όλα τα προβλήματα.

Το Μουσείο του Σκουφά ήταν αστυνομικός σταθμός και πολλές φορές αλλοίμονο σε όποιον περνούσε χωρίς ταυτότητα και δεν τον γνώριζαν τα «όργανα», κοιμόταν τουλάχιστον ένα βράδυ στα σίδερα, όπως έπαθε ο Χαρίλαος το 1957 που ο χωροφύλακας ήταν νέος. Τα δύο-τρία καφενεία τα πρωϊνά άνοιγαν από τις 5 σχεδόν και ήταν γεμάτα κυρίως από τους αγωγιάτες της πόλης και χειμώνα και καλοκαίρι να βρούνε μεροκάματο στα κτήματα, αργότερα εμφανίζονταν οι κτηματίες, οι μικροέμποροι του πορτοκαλιού και οι εργάτες που δεν σταματούσαν στο Μουχούστι. Οι δύο μπακάληδες εκεί από το πρωί, να πωλήσουν λίγο φέτα, λίγες ελιές στον κοσμάκη. Μετά τον Απρίλιο περνούσαν κι οι κλαδευτές, οι λίγοι από την πόλη, αλλά οι περισσότεροι επαγγελματίες ήταν οι Πετανίτες, γνώριζαν καλά την δουλειά, ήταν σε γκρουπ των 3-4-5-6 εργαζομένων, είχαν κι σωματείο αργότερα κι ήσουν τυχερός να έχεις κλαδευτές στο κτήμα από το Πέτα. Ήταν κι οι εκείνοι που γνώριζαν την τέχνη του μπολιάσματος, ήταν εκεί στην γέφυρα καθημερινά κι κάποιος τους φώναζε να κάνουν την δουλειά σε λίγα δένδρα. Από εδώ που βγαίνουμε από την πόλη ήταν ο μπογιατζής – ζωγράφος Χαρωνάς που έκανε καλλιτεχνικές δουλειές. Πιο κάτω είχε λίγο αργά που ήταν ξυλουργός Αθανασούλας που έκοβε και καδρόνια. Ήταν τα φυτώρια των αδελφών Βάγιακι είχαν κι αποθήκες. Στο παλιό οίκημα ο Φεύγας κι ο Λώλος που πήγαινε αυγά και σύκα στην λαϊκή, Απέναντι όπως είναι σήμερα το δίπατο σπίτι του Ζαγαλίκη και δίπλα οι αδελφοί Παππά με το ξυλουργείο, σε απλή καλύβα δίπλα καλαθάδικο και αργότερα το συνεργείο του Ζήρα.

Γυναίκες με ποδήλατα , αριστερά η σιδερένια γέφυρα

Απέναντι ξεχώριζε ο μύλος του Νέσερη που είχε γίνει ηλεκτρικός και εξυπηρετούσε όλο τον κάμπο με τα γεννήματα. Το κανονικό μπακάλικο με όλα τα είδη του Παπαποστόλη – Ψαθά που εξυπηρετούσε όλη την γέφυρα και τους περαστικούς, αργότερα το πήρε ο Παππάς μέχρι που έκλεισε. Μπακάλικο είχε κι ο Γιάννης Μεσημέρης ο κερκυραίος που εμπορεύονταν και το χαρτί για τα καφάσια των πορτοκαλιών. Καφενεία ήταντρία, του Χρήστου Γκίζα, του Ντούσκου και της Κούλας Λαμπρακούλη, από εκεί περνούσαν όλοι κι έκαναν τις δουλειές του από τις 5 το πρωί μέχρι τις 12 το βράδυ. Πολύ αργότερα ήρθαν ο Μπασιάκος κι ο Μπαλάφας. Είχε κι η γέφυρα το οινομαγειρείο του Πάνου Φύσα με τις κατσαρόλες του και να φάει λίγη μερίδα κάποιος νηστικός, να βγάλει την μέρα πέρα. Είχε και καύσιμα ο Κοτσαρίνης από Κορωνησία, γιατί όταν αυξήθηκαν τα τρακτέρ το είχε ανάγκη η περιοχή. Αργότερα όταν έγινε η νέα γέφυρα, άνοιξε δίπλα της ο Ίσκος-Μελετίου. Περίπτερο είχε ο Μεσίνας για τα τσιγάρα κυρίως και λίγες καραμέλες. Μόνιμοι εκεί ήταν οι κερκυραίοι Λευτέρης και Λώτας Πολύσης, ο ένας είχε κάρο. Δίπλα στο καφενείο του Γκίζα ήταν το καλαθάδικο του Αποστόλη Γαβρίλη και η βιοτεχνία του Τσιρώνη που έφτιαχνε πρώτος τσιμεντόλιθα και σωλήνες. Να μην ξεχνάμε τις αποθήκες της Ένωσης Γεωργικών Συναιτερισμών που μήνες την άνοιξη, δεν περνούσες από τα τρακτέρ. Προς τους Κεραμάτες ήταν το συνεργείο του Σταθάτου – Τσίκου. Σπίτια μόνο δύο τρία του Ασπροποταμίτη και Σχίζα, αλλά κυρίως ξεχώριζε η βίλα της οικογένειας Μιχάλη.

Εκείνο όμως που έκανε τη γέφυρα να βρει πολύ δυναμική ζωή, όταν αναγκάστηκαν να πάνε εκεί οι ντόπιοι μικροέμποροι πορτοκαλιού και αργότερα οι Μακεδόνες, που δεν έβρισκαν ούτε μικρό γραφείο να νοικιάσουν και την έβγαζαν στα καφενεία ή σε τσαρδάκια. Έμποροι Αρτινοί που αναγκάστηκαν να πάνε εκεί μετά το Μουχούστι και την Ζάρα γύρο στο 1972 ήταν οι αδελφοί Σπέντζα, αδελφοί Δραγατάκοι, Αντώνης Μπρισιένιος, Νίκος Γκολομάζος, Κώστας Μπρισιένιος, ο Σιακαγιάννης από Γραμμενίτσα, ο Τσώλας από Χαλκιάδες, ο Θόδωρος Καλύβας, ο Θόδωρος Κοροπλιάς, Ο Δημ. Κατσούλας, ο Σπ. Δράκος, ο Γιώργος Μπρισιένιος, ο Ν. Βαλίδης, Χρ. Ζανίκας, ο Καϋμενάκης κι άλλοι.