in

Το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας στα Τζουμέρκα

Στέκει αγέρωχο πάλι και μας περιμένει. Μας θυμίζει περασμένους χρόνους από το 1866 με μια παύση έξι ετών περίπου

editor_image

Του Άρη Ραβανού


Ας γυρίσουμε με την …«μηχανή» του χρόνου στο χθες, στην εποχή της Τουρκοκρατίας, όταν τα χωριά μας, στα ορεινά των Τζουμέρκων, στο νομό Άρτας, έδιναν το σκληρό καθημερινό αγώνα της επιβίωσης.

Το Γεφύρι της Πλάκας, που μοιάζει με ζωγραφιά σπουδαίου ζωγράφου, μας στέλνει σήματα από το παρελθόν, από τα ξεχασμένα βάσανα και τους πόθους των προγόνων μας. Κάποτε ήταν το φυσικό σύνορο της ελεύθερης με την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.

Μια γέφυρα που έγινε με το υστέρημα των κατοίκων της εποχής, Μελισσουργιωτών, των κατοίκων της Πράμαντας, της Άγναντας και άλλων χωριών της περιοχής. Ποτίστηκε με αίμα, θυσίες και έχει ιστορίες ανθρώπινες σε κάθε πλάκα της. Τα τελευταία χρόνια δώσαμε, ο καθένας από το μετερίζι του, μάχη για να μην κατασκευασθεί φράγμα στην περιοχή και έχει επιπτώσεις στο γεφύρι.

Το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων, το γκρέμισε η εγκληματική αδιαφορία της Πολιτείας που δεν φρόντισε εδώ και χρόνια παρά τις εκκλήσεις να το «προστατεύσει». Η φύση μίλησε και μια Κυριακή του Φλεβάρη του 2015 έγινε το μοιραίο…Ηταν πρωί!

Πως έπεσε, διερωτήθηκε ο τότε Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, κατά τη διάρκεια ευρείας σύσκεψης για τις καταστροφικές πλημμύρες στην περιοχή. Λογικό το ερώτημα, καθώς η Γέφυρα της Πλάκας έχει συνολικό μήκος 61μ. και ύψος 19.70μ. και η μεγάλη καμάρα λεπτή και αέρινη έχει άνοιγμα 39μ.

Η γέφυρα αυτή για περίπου 15 χρόνια από την κατασκευή της, έως το 1881, οπότε και απελευθερώθηκε η Άρτα από τους Τούρκους και τα περισσότερα χωριά της περιοχής, απέκτησαν την λευτεριά τους, ύστερα από την προσάρτησή τους στο ελληνικό κράτος, με τη συνθήκη του Βερολίνου, λειτούργησε ευεργετικά για τους Τζουμερκιώτες.

Επί πολύ καιρό όμως οι Τούρκοι είχαν δημιουργήσει πολλά προβλήματα, καθώς τα σύνορα της Ελλάδας ορίστηκαν στον ποταμό Άραχθο και άρα η χρησιμοποίηση της γέφυρας κατέστη προβληματική και σχεδόν αδύνατη. Οι Τούρκοι έκλεισαν ερμητικά τα σύνορα και η μέσω της γέφυρας διακίνηση ανθρώπων, ζώων και η μεταφορά τροφίμων και υλικών ουσιαστικά σταμάτησε. Οι κάτοικοι για λίγα χρόνια χάρηκαν το όμορφο γεφύρι τους.

Επ’ αυτού υπάρχει και σχετικό δημοτικό τραγούδι:

Ανάθεμά σε ‘Πιτροπή και συ βρε Κουμουνδούρε,
με το κακό που κάματε στην Άρτα, στα Τζουμέρκα,
το σύνορο που βάλατε στης Άρτας το ποτάμι,
Κλείστηκ’ η Άρτα κλείστηκε, κλείστηκε το Τζουμέρκο.
Θα στηρηθή και το ψωμί . που νάβρει να δουλέψη;
Ο κάμπος έμ’νε στην Τουρκιά και τα καλά λιβάδια,
Το βιό όλο και χάνεται, σ’ αγρίδια βοσκοτόπια………

 Από το 1881 έως το 1912 στο σημείο της γέφυρας της Πλάκας λειτουργούσε τελωνειακός σταθμός, ενώ στεγαζόταν και μόνιμη στρατιωτική φρουρά στο Στρατώνα της. Μετά την απελευθέρωση και της υπόλοιπης Ηπείρου (1912-1913) αποδόθηκε ολοκληρωτικά στους κατοίκους.

Την περίοδο της Κατοχής της Ελλάδας από τις δυνάμεις του ναζιστικού άξονα, η γέφυρα της Πλάκας έδωσε διέξοδο στους κατοίκους, ενώ διευκόλυνε και τις αντιστασιακές οργανώσεις και στα ένοπλα τμήματα του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ.

Το πρώτο σημαντικό πλήγμα, πριν το χθεσινό από τον καιρό και τα στοιχεία της φύσης, η Γέφυρα της Πλάκας το δέχθηκε από τους Γερμανούς, όταν κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών τους επιχειρήσεων στο χώρο των Τζουμέρκων (Οκτώβριος 1943) , για να εκδικηθούν την περιοχή και ν’ αφήσουν περισσότερα ερείπια και συμφορές πίσω τους, προσπάθησαν , φεύγοντας προς τα Ιωάννινα, να ανατινάξουν το γεφύρι.

Λίγο χαμηλότερα της καμάρας (προς το συνοικισμό της Πλάκας) άνοιξαν βαθιά τρύπα και τοποθέτησαν δυναμίτες. Ευτυχώς η Γέφυρα δεν έπαθε σημαντική ζημιά. Τινάχτηκε ένα κομμάτι του κτίσματος, άνοιξε κάποιο χάσμα, αλλά η γέφυρα και κατά κύριο λόγο η καμάρα άντεξαν στην πίεση και τον κραδασμό. Το Κράτος μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας επισκεύασε κανονικά το ρήγμα της γέφυρας.

Για την ιστορία κοντά στη Γέφυρα βρίσκεται και το σπίτι, όπου στις αρχές του 1944 έγινε η συνάντηση των αντιπροσώπων των αντιστασιακών Οργανώσεων (ΕΔΕΣ ΕΛΑΣ – ΕΚΚΑ) και του Άγγλου σύνδεσμου. Εκεί, στις 29 Φεβρουαρίου του 1944, υπεγράφη η Συμφωνία της Πλάκας – Mυρόφυλλου ανάμεσα στον EΔEΣ, τον EΛAΣ, την EKKA και τους εκπροσώπους του Στρατηγείου Mέσης Aνατολής και της ελληνικής Στρατιωτικής Διοίκησης, του Aμερικανού Tαγματάρχη Oυάινς και του Bρετανού συνταγματάρχη Kρις Γουντχάουζ.

Για εμάς που καταγόμαστε από εκείνη την περιοχή, των Τζουμέρκων, ήταν ένα καίριο πλήγμα όταν έπεσε. Κάποιος φίλος έγραψε ότι «σήμερα πενθούμε», καθώς χάσαμε ένα ιερό μνημείο, το σημείο αναφοράς του τόπου μας, για το οποίο εργάστηκαν πριν περίπου ενάμιση αιώνα οι καλύτεροι μαστόροι και πετράδες της περιοχής.

Τώρα με την αναστήλωση γελάμε πάλι…

Η πιο μεγάλη αποκατάσταση πέτρινου γεφυριού στον κόσμο
Το γεφύρι είναι πάλι στη θέση του μετά από πολύ μεγάλο αγώνα ετών και ήταν η πιο μεγάλη αποκατάσταση πέτρινου γεφυριού στον κόσμο.

«Τέτοιο γεφύρι έχει να ξεκαλουπωθεί, να σταθεί στα πόδια του πάνω από έναν αιώνα» δήλωσε πριν καιρό στο ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» ο καθηγητής της Σχολής Μηχανικών Μεταλλείων – Μεταλλουργών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, συντονιστής Διεπιστημονικής Ομάδας Έργου του ΕΜΠ για την Αναστήλωση της Γέφυρας Πλάκας, Δημήτρης Καλιαμπάκος.

Ο καθηγητής περιέγραψε τις βασικές δράσεις πίσω από το μοναδικό αυτό πρότζεκτ, ένα έργο για το οποίο, όπως σημείωσε, εργάστηκε μια ομάδα από το ΕΜΠ συγκροτούμενη από 30 καθηγητές και 40 ερευνητές.

Οι τεχνίτες, το μεράκι και οι πέτρες που «λαλάνε στον λαξευτή» προτού μπουν στη θέση τους
Όπως περιέγραψε ο κ. Καλιαμπάκος, για να στηθεί ξανά και να στέκει υπερήφανο το ιστορικό γεφύρι «έβαλαν πάνω του χέρι πάνω από 300 άτομα».

Χρειάστηκε η στοργή και η φροντίδα των ειδικών τεχνιτών πέτρας, ώστε να στέκει ξανά, το φημισμένο γεφύρι, τα μυστικά κατασκευής του οποίου χάνονται ανά τους αιώνες.

Από τα χέρια των πετράδων (σ.σ. σύγχρονος πρωτομάστορας ο Αθανάσιος Πόραβος, λιθοξόος εκ Γρεβενών) πέρασαν μία προς μία οι πέτρες που έφτιαξαν το γεφύρι. Ουσιαστικά 9.000 θολίτες, μια πολύ βαριά, σκληρή πέτρα, με διαστάσεις 70x40x10 εκατοστά, πέτρες που πέρασαν από δύο με τρία χέρια η καθεμία το πολύ.

«Πέτρες που πριν σπάσουν και τοποθετηθούν, έπρεπε πριν να τις… ακούσει ο ίδιος ο τεχνίτης, αφού κάθε πέτρα… λαλάει, όπως λένε αυτοί οι άνθρωποι» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Καλιαμπάκος περιγράφοντας τη διαδικασία, μέσα από την οποία τοποθετήθηκαν τα δομικά στοιχεία του γεφυριού, που στέκεται πια χωρίς υποστηρίγματα στην καρδιά της Ηπείρου.

Για την αποκατάσταση του εμβληματικού μονότοξου γεφυριού της Ελλάδας, σύμφωνα με τον κ. Καλιαμπάκο, οι ερευνητές δε χρησιμοποίησαν «καμία από τις σύγχρονες τεχνολογίες, καμία κρυφή ενίσχυση, ούτε ένα κιλό μέταλλο από το ελάχιστο που είχαν βάλει στο αρχικό γεφύρι».

Εστίασαν, όπως επισημαίνει, στο να ολοκληρώσουν οι τεχνικοί τις εργασίες διαβάζοντας σωστά αυτό που ο πρωτομάστορας Μπέκας με τους δικούς τους τεχνίτες είχε κάνει πριν από 150 χρόνια.

«Τα τοξωτά γεφύρια, όπως είναι αυτό της Πλάκας, αποτελούν θαύματα του πολιτισμού που πρέπει να διαφυλάξουμε, έχοντας τα ως παρακαταθήκη. Όταν είχαμε ανέβει τις πρώτες μέρες στο γιοφύρι, μας έλεγαν οι κάτοικοι της γύρω περιοχής, καλύτερα να πέσει το σπίτι μου παρά το γιοφύρι. Αυτό έδειχνε το χαρακτήρα των ανθρώπων της περιοχής, αλλά και όλων των Ελλήνων» είπε προ ημερών στο ραδιοφωνικό σταθμό Κόκκινο ο κ. Καλιαμπάκος.