in

Το Θέμα: Ο Αγροτικός τομέας μοχλός πολυδιάστατης Ανάπτυξης

editor_image

Του Χρήστου Τσούτση


Η γεωργία είναι ένας ευαίσθητος τομέας παραγωγής. Ένας κρίσιμος τομέας τόσο για την εγχώρια όσο και για τη διεθνή οικονομία, εκτεθειμένος στις διακυμάνσεις της ζήτησης και εξαρτημένος από την εφοδιαστική αλυσίδα. Η πανδημία δεν άφησε ανεπηρέαστο ούτε αυτόν τον κλάδο, τόσο στην απορρόφηση προϊόντων από τουριστικές επιχειρήσεις και εστίαση όσο και στα προβλήματα που έθεσε στην εξαγωγή αγαθών. Η υποχώρηση της πανδημίας τώρα στη «Δύση» έχει συνοδευτεί με άνοδο της τιμής των γεωργικών προϊόντων. Αυτή η άνοδος αναμένεται να κρατήσει ως τα τέλη του έτους ισοσταθμίζοντας μερικώς τις απώλειες του περασμένου έτους, ενώ παραμένει το ερώτημα πώς η γεωργική παραγωγή θα επηρεαστεί από το ενδεχόμενο μιας νέας ύφεσης.

Στον Αγροτικό Τομέα η απόδοσή εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό, όχι από τον ίδιο τον καλλιεργητή, αλλά από παράγοντες ανεξάρτητους από αυτόν – που δεν μπορεί ο ίδιος να επηρεάσει. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι καιρικές συνθήκες. Όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα, ο αγρότης έστεκε πάντα αδύναμος απέναντι στις απρόβλεπτες μεταβολές του καιρού. Όμως ειδικά σήμερα, εν μέσω κλιματικής κρίσης, οι γρήγορες μεταβολές και τα έντονα καιρικά φαινόμενα τείνουν να μετατραπούν σε σταθερά.

Έτσι ο γεωργός δεν μπορεί να αντιδράσει και να προφυλάξει την παραγωγή του πολλές φορές από τον παγετό που έρχεται ξαφνικά και, μέσα σε μια νύχτα, φέρνει ολοσχερή καταστροφή. Δεν μπορεί να αποτρέψει το χαλάζι, μια καταρρακτώδη βροχή, που έρχεται σε ακατάλληλη ώρα, σε μια πλημμύρα ή σε μια παρατεταμένη ξηρασία, σε ένα λίβα, που, όπως λένε οι παλιοί γεωργοί, “σου παίρνει τη σοδειά μέσα από το αμπάρι”. Έτσι, λοιπόν, η παραγωγή του αγρότη και η ευτυχία του, εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό, από τις καιρικές συνθήκες, που ο ίδιος είναι ανήμπορος να τις ελέγξει.

”Τα ελληνικά προϊόντα αγροδιατροφής έχουν αποδείξει ότι αντέχουν να κρατούν τη θέση τους σε απαιτητικές αγορές σε περιόδους κρίσεων, ακόμα και σε πρωτόγνωρες συνθήκες όπως αυτή που βιώνουμε εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο.”

Μια άλλη αδύναμη πλευρά της γεωργικής παραγωγής, είναι η ανάγκη άμεσης διακίνησης των προϊόντων. Ειδικά των προϊόντων εκείνων, που η ταχύτητα μεταφοράς τους στην αγορά, είναι καθοριστική. Τα νωπά γεωργικά προϊόντα είναι είδη ευπαθή και γι’ αυτό πρέπει να διακινούνται γρήγορα προς τους τόπους κατανάλωσης. Η διατήρησή τους είναι απαιτητική για μέρες, ή και ώρες. Αυτή η ιδιομορφία, μπορεί να οδηγήσει σε δυσάρεστες καταστάσεις για τους παραγωγούς, με μεγάλες ποσότητες “ευπαθών” προϊόντων να καταστρέφονται.

Η ηλικιακή σύνθεση του ελληνικού αγροτικού πληθυσμού, όπως αποτυπώνεται σήμερα, είναι δυσμενής. Πολλοί παράγοντες επέδρασσαν στη σημερινή πραγματικότητα. Η μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο, γιατί οδηγεί τα «νέα παιδιά» μακριά από τα χωριά τους και τον τόπο τους. Έσπρωξε τους νέους είτε στα μεγάλα αστικά κέντρα είτε στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες. Οι νέοι φεύγουν και ό μέσος όρος ηλικίας αυξάνει. Τα μεγάλης ηλικίας άτομα από τη μια μεριά, δεν μπορούν να καλλιεργήσουν εντατικά την γη και από την άλλη είναι πιο δύσκολο να εξελιχθούν αφομοιώνοντας νέες μεθόδους καλλιέργειας, κόντρα στην «παράδοση» και κάποιες φορές στο συντηρητισμό. Τα παραπάνω παίζουν ανασταλτικό ρόλο στην περαιτέρω βελτίωση της απόδοσης των καλλιεργειών και τελικά στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής.

Στην Ελλάδα εν μέσω πανδημίας τα αγροτικά προϊόντα αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη κατηγορία εξαγόμενων προϊόντων με το ύψος τους να φτάνει τα 1,8 δισ. Ευρώ, το πρώτο τρίμηνο του 2021.

Τα ελληνικά προϊόντα αγροδιατροφής έχουν αποδείξει ότι αντέχουν να κρατούν τη θέση τους σε απαιτητικές αγορές σε περιόδους κρίσεων, ακόμα και σε πρωτόγνωρες συνθήκες όπως αυτή που βιώνουμε εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο.

Στην περιοχή μας, εδώ και δεκαετίες η έμφαση δίνεται στην παραγωγή εσπεριδοειδών, δενδρωδών καλλιεργειών αλλά και πρώιμων κηπευτικών. Τα πορτοκάλια, τα ακτινίδια της Άρτας αλλά και η πατάτα, η ντομάτα και το ελαιόλαδο της Πρέβεζας συνθέτουν ένα πάζλ δυναμικών προϊόντων που κατευθύνονται τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό, μέσω εξαγωγών.

Ιδιαίτερα στην περιοχή της Άρτας λόγω της μορφολογίας του εδάφους του κάμπου αλλά και των υπόγειων υδάτων που ευνοούν τις καλλιέργειες τα συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι άλλων περιοχών της χώρας είναι πολύ μεγάλα για τους καλλιεργητές. Υπολογίζεται ότι η παραγωγή μόνο σε Ακτινίδιο μπορεί να φτάσει ετησίως και τους 70.000 τόνους.

Κλείνοντας η περαιτέρω ενδυνάμωση της αγροτικής ανάπτυξης της περιοχής μας περνάει μέσα από την αντιμετώπιση των προαναφερθέντων δυσκολίων και δυσλειτουργιών. Κάποιες εξ αυτών είναι πιο δύσκολο να ελεγχθούν – καιρικές μεταβολές – παρά τις εξελίξεις στις τεχνολογίες πρόβλεψης, άλλες χρειάζονται συμπράξεις και επενδύσεις (εξοπλισμός ψυκτικών θαλάμων, διαμόρφωση ειδικών χώρων αποθήκευσης κα) – νωπά γεωργικά προϊόντα/ φρούτα κα- και σε κάθε περίπτωση όλες απαιτούν ένα ολιστικό σχέδιο. Τέλος η ηλικιακή αναζωογόνηση της γεωργικής παραγωγής δεν θα έρθει εν κενώ αλλά προϋποθέτει σταθερά κίνητρα από την πολιτεία σε συνδυασμό με επιμόρφωση των αγροτών και άμεση διασύνδεση με το επιστημονικό δυναμικό υψηλής επάρκειας.