Η αγάπη ως τέχνη διδάσκεται και εξασκείται, σύμφωνα με τον Έρικ Φρομ. Η αγάπη είναι μια ενεργητική δύναμη που γκρεμίζει τους τοίχους, που χωρίζουν τους ανθρώπους και μπορεί να τους ενώσει. Για να μπορείς να αγαπάς χρειάζεται θάρρος, πειθαρχία, πίστη και αληθινή ταπεινοφροσύνη. Η αγάπη είναι η μοναδική απάντηση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η αγάπη που δεν περιμένει ανταπόδοση είναι η πιο γλυκιά χαρά, που κανείς μπορεί να γευθεί. Την αγάπη την βρίσκει κανείς όταν την προσφέρει.
Αυτό έκαναν οι Έλληνες εθελοντές και αλληλέγγυοι με τους πρόσφυγες (Σύριους, Αφγανούς, Πακιστανούς και Ιρακινούς) από το 2014 έως το 2016, συμμετέχοντες σε απλές πράξεις δικαιοσύνης και ανθρωπιάς.
Σε μια στιγμή που το κράτος φάνηκε αδύναμο για να τα βγάλει πέρα, ήρθε ολάκερη η κοινωνία, οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που έβαλαν την ψυχή τους και κάλυψαν το κενό της απουσίας του κράτους στο Λιμάνι του Πειραιά, στη Ριτσώνα, στο ΠΑΛΑΙ του Γαλατσίου, στην πλατεία Βικτωρίας, στην πλατεία Ομονοίας, στο Πεδίο του Άρεως, στο Ολυμπιακό Κέντρο Ταε Κβον Ντο, στο Σκαραμαγκά, στη Φιλιππιάδα, στην Κόνιτσα, στον Ελαιώνα, στα Διαβατά, στην Καβάλα, στις Σέρρες, στην Ειδομένη κ.α..
Σε αυτή την επιχείρηση δεκάδες συλλογικότητες, αυτόνομα στέκια, εκκλησίες, ένοπλες δυνάμεις, οργανισμοί, εταιρίες, απλοί πολίτες συμμετείχαν αφιλοκερδώς στη μεγαλύτερη ανθρωπιστική επιχείρηση σίτισης του 21ου αιώνα στο λεκανοπέδιο Αττικής και πρόσφεραν καθημερινά χιλιάδες μερίδες εξαιρετικού φαγητού.
Οι πρόσφυγες βρήκαν κατανόηση και αλληλεγγύη. Οι βασικές ανάγκες των προσφύγων ήταν συγκεκριμένες. Φαγητό, ρουχισμός, ένα ασφαλές μέρος για ανάπαυση και ύπνο, μπάνιο, ψυχολογική υποστήριξη και ιατρική βοήθεια. Αγάπη, ένα χαμόγελο αποδοχής και μια υποστηρικτική στάση για να νιώσουν ασφαλείς μέσα στις αντικειμενικά δύσκολες συνθήκες.
Αληθινές ιστορίες που αξίζει να ειπωθούν, διότι αφορούν την προσφυγιά, τον πόνο, τον φόβο, την αγωνία, το πένθος, τη μοναξιά, αλλά και την ανδρεία, την υπομονή, την πίστη, την ελπίδα, την ανθεκτικότητα, την ενσυναίσθηση, την αλληλεγγύη και την Αγάπη.
Η αγάπη μπορεί και πλαταίνει τη ματιά, την καρδιά και τη ζωή του ανθρώπου. Καταφέρνει και μεταμορφώνει πολυδιάστατα στις σχέσεις και τους ορίζοντες και συνδέεται άμεσα με τη δράση και την ενέργεια. Όποιος αγαπά είναι ενεργητικός, δραστήριος πολίτης του κόσμου νιώθει άνεση με τις αλλαγές και είναι πρόθυμος να μετακινήσει τα όριά του, για να χωρέσει και ο Άλλος, ο διαφορετικός, που θα πλουτίσει και θα ομορφύνει τον κόσμο του.
Υπάρχει μία τεράστια ομορφιά στην αγάπη, αν και όταν κανείς ζει μέσα σε αυτήν χρειάζεται να «λερώνει» τα χέρια του προσφέροντας τη βοήθεια, που ο άλλος έχει μεγάλη ανάγκη. Η αγάπη μεταμορφώνει το πρόσωπο του ξένου, του διαφορετικού, του μη αξιαγάπητου, σε οικείο και επιθυμητό πρόσωπο. Είναι η φύση της τέτοια, καθώς σε ανταμείβει για την καλοσύνη, που προσφέρεις, ενώ την ίδια στιγμή στα μάτια εκείνου, που δε συμμετέχει, φαίνεται ακατανόητη.
Η αγάπη προς τον ξένο, τον διαφορετικό, τον Άλλο νοηματοδοτεί τελικά τη ζωή εκ νέου και όλα αποκτούν καινούργια ουσία και νόημα. Τότε αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχουν κοινοί δεσμοί αίματος που σε δένουν με όλη την οικουμένη και αυτό σου προσφέρει ειρήνη και ασφάλεια ακόμα και όταν αυτό συντελείται μέσα σε δυσκολίες και αδιέξοδα.
Η παιδεία που φέρει κάποιος από το σπίτι του, είτε αφορά την εκπαίδευση, είτε αφορά την ηθική, είναι οι αρχές του και είναι αυτές που μας κάνουν Ανθρώπους. Όλοι οι καλοί άνθρωποι στον κόσμο μιλούν την ίδια γλώσσα, αν και ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Η αγάπη έχει ευθύνη. Φέρεις μεγάλη ευθύνη σε αυτόν, που αγαπάς…
Αυτή η πρωτόγνωρη, κοπιαστική αγάπη των εθελοντών, άφησε γλυκούς καρπούς μέσα στην ψυχή τους, μπαρ ΄όλη την εξάντληση από τη συμμετοχή και τη θλίψη για τα δεινά των προσφύγων.
Τελικά αντί να βοηθήσουμε εμείς τους πρόσφυγες, αυτοί βοήθησαν εμάς. Με ένα μοναδικό τρόπο, μας έδειξαν ένα πράγμα, το οποίο είναι πιο σημαντικό, το πιο φωτεινό πράγμα στη ζωή. Μας έδειξαν, πόσο σημαντικό είναι να δίνεις και να παίρνεις αγάπη και ομορφιά.
Ένα απλό καθημερινό πιάτο φαγητό μαγειρεμένο με αγάπη, το παρακολουθούσες πως μετατρεπόταν σε γέφυρα που συνέδεε πολιτισμούς, ψυχές και σώματα, με τη χαρά και την απόλαυση, προσθέτοντας την τόση πολύτιμη κατανόηση και προσέγγιση των δυο πλευρών, ενώ συνέβαλε στην άρση της αρχικής καχυποψίας και αμφισβήτησης.
Είναι παράδοξο φαινομενικά, αλλά η αλήθεια είναι ότι κάτω από άθλιες συνθήκες ο άνθρωπος μπορεί να συναντήσει την ομορφιά, την αληθινή αγάπη, τη συμπόνοια, το νοιάξιμο και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Η διαπίστωση αυτή ισχύει όχι μόνο για τους πρόσφυγες αλλά και για τους συμμετέχοντες εθελοντές που δήλωναν γοητευμένοι από αυτούς τους απρόσμενους ταξιδιώτες της Ανατολής. Στις παρέες αυτές μαζί τους έκλαψαν, γέλασαν, διηγήθηκαν τις ιστορίες της ζωής τους, έπαιξαν μουσική, χόρεψαν, αντάλλαξαν μουσικά όργανα και αργά τη νύχτα καθιστοί πάνω στα χαρτόκουτα μοιράστηκαν προσωπικά βιώματα με χαμόγελα, με δάκρυα που έτρεξαν, καθώς τα κρατούσαν πολύ καιρό μέσα τους…
Οι εκπλήξεις που βιώθηκαν στο πεδίο δράσης αποδείχθηκαν άκρως αναζωογονητικές για μαθητές, φοιτητές, νεολαίους, και βαριεστημένους ενήλικες που ξαφνικά νοηματοδοτήθηκε η ζωή τους και χρωματίστηκε με έντονα χρώματα, ενώ βγήκαν από τα λιμνάζοντα ύδατα της βιοτής τους.
Η παραδοσιακή ελληνική φιλοξενία έχοντας βαθιές ρίζες τόσο στην Αρχαία Ελλάδα όσο και στα νάματα της Χριστιανικής πίστης, αναδείχτηκε με τον καλύτερο τρόπο.
Η καθημερινή οικειότητα, που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους εθελοντές, καθώς και η συχνή επαφή υπό το πρίσμα της ανιδιοτελούς αγάπης αδελφού προς αδελφό, σμίλεψε και οριοθέτησε τη θέση που πρέπει να κατέχει ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο τον οποίο ζει. Άλλωστε και τα κοινά προβλήματα, όπως ο πόλεμος, ο θάνατος, ο φόβος, η ανάγκη για αγάπη, για ασφαλή ύπνο, για ηρεμία και φαγητό ήταν και συνεχίζουν να είναι πανανθρώπινα ζητούμενα.
Σκοπός και επιθυμία του συγγραφέα, Χρήστου Νάκη, είναι να αποτυπώσει, όσο πιο πιστά γίνεται, το θετικό κλίμα που επικράτησε στο ξέσπασμα αυτού του προσφυγικού κύματος και με την έντονη παλλαϊκή συμμετοχή.
Θέλει να αναδείξει τις ευαισθησίες και τις αρετές των Ελλήνων, τις οποίες ενδεχομένως κάποιοι δεν γνώριζαν ότι κατείχαν οι ίδιοι, ως πνευματική κληρονομιά του τόπου μας.
Η εργασία αυτή στηρίχτηκε στη μελέτη συγκεκριμένων γραπτών πηγών, σε ένα ικανοποιητικό αριθμό συνεντεύξεων, κυρίως όμως, σε ένα πλήθος συζητήσεων με πρόσφυγες, εθελοντές, επώνυμους και ανώνυμους συμμετέχοντες. Άλλωστε δε θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά, αφού το προϊόν της εργασίας, αναφέρεται, αλλά και παρουσιάζει συγχρόνως τον άθλο μίας τεράστιας συλλογικής προσπάθειας.
Τα γεγονότα που περιγράφονται κυρίως αφορούν την Ηπειρωτική Ελλάδα και δη το λεκανοπέδιο Αττικής.
Ο Χρήστος Νάκης αναφέρεται και στην πρωτοβουλία, στη φαντασία και στην αυτό-οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών.
Ανάμεσα στους πολίτες του κόσμου και στους Έλληνες βρισκόταν και ο συγγραφέας αυτής της μελέτης. Ένας ταπεινός, αεικίνητος, λιγομίλητος υπερμεγέθης άντρας, που άναβε φωτιά και ζέσταινε τις ανθρώπινες ψυχές, που πρόσφερε δροσερό νερό στα διψασμένα στόματα, που τάιζε αγάπη τα ταλαιπωρημένα κουφάρια και φώτιζε με το φανάρι του το δρόμο και τις ζωές των ξεριζωμένων ανθρώπων…
Στο ταξίδι της ζωής μας η Αγάπη ας είναι η μόνη επιλογή μας ως επόμενη στάση ζωής, αλλά και ως τερματικός σταθμός. Αξίζει τον κόπο!!
Ένα βιβλίο κυριολεκτικά καρδιογράφημα!!
Ευχόμαστε ολόψυχα το βιβλίο αυτό να βρει, όχι μόνο αναγνώστες, αλλά και μιμητές!!
Διαβάστε το.