Και τις μάνες… μάνες τις γεννούν…
Μητρότητα δεν είναι τέχνη να γεννάς, μητρότητα είναι η τέχνη του να θάβεις. Μαμή και νεκροθάφτης είναι το ίδιο πρόσωπο. Παίζεται πάντα απ΄ τον ίδιο ηθοποιό. Ο κόσμος κι αν στερέψει από νεογέννητους, δεν θα στερέψει ποτέ από νεκρούς…
Μητέρα δεν είναι μόνον η γυναίκα που έχει γεννήσει, που έχει παιδιά. Είναι καθετί στο οποίο οφείλει κάποιος την ύπαρξή του, είναι η γενεσιουργός αιτία: λέμε «αργία μήτηρ πάσης κακίας», ή «μητέρα όλων των μαχών».
Η αρχαία λέξη «μήτηρ» προέρχεται από το ινδοευρωπαϊκό “ma-ter”, που απαντά σε όλες σχεδόν τις γλώσσες αυτής της οικογένειας: σανσκριτικά «matar», λατινικά «mater», γαλλικά «mere», αρχαία περσικά «matar», αρχαία σλαβικά «mati», γερμανικά «mutter», αγγλικά «mother» κ.α. Ομόρριζα της λέξης μάμμη (απ΄ όπου παράγεται το «μαμά» και το « μάννα» δηλαδή η μάνα), μαία, μαμμή, μητριά κ.α.
Ο μονόλογος της Σοφίας Καψούρου «Καραϊσκάκενα, ο Θρύλος», βασισμένος στη ζωή της μητέρας του Γεώργιου Καραϊσκάκη και συστήνει για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό τη Μάνα του Γεώργιου Καραϊσκάκη, την Καλόγρια, τη Ζωή Διαμάντω Διμισκή.
«Κάθε μητέρα είναι ο θάνατος για το παιδί της. Εμείς τα φέρνουμε, εμείς τα παίρνουμε. Στη ζωή… απ΄τη ζωή… Εμείς οι μάνες είμαστε ο θάνατος των παιδιών μας. Εμείς τα κάνουμε φονιάδες και φονικά μαζί. Πρώτα τα σκοτώνουμε και μετά πολεμάμε να τ΄αναστήσουμε. Την ώρα που γεννιέται ένα παιδί, την ώρα εκείνη είναι που πεθαίνει… Είναι οι μάνες που αρμέγουν τα παιδιά τους».
Ένα αντιπολεμικό έργο σε καιρό πολέμου.
Ένα έργο ύμνος στη γυναίκα και την ελευθερία της.
Φόρος τιμής στο ποδόσφαιρο και την ομορφιά του.
Η Καραϊσκάκενα, Μάνα του ήρωα Καραϊσκάκη, δεν γέννησε μόνο την Επανάσταση, η Καραϊσκάκενα είναι η Επανάσταση.
«Μ΄ όποιον θέλω τον έκανα. Με τον Θεό τον έκανα. Εγώ και η Παναγία. Παρθένες είμαστε και οι δύο. Παρθένα όποια δεν πάει με κανένα. Παρθένα κι όποια πάει με τον καθένα… Πρόσεχα όμως. Να΄ ναι κι οι τρεις μαυριδεροί. Γιατί κι άγριος φοβέρα θέλει. Μια φορά μαύρος ο Τούρκος, δέκα φορές ο Καραϊσκάκης».
«Θ΄ ανέβαινε στο άλογο ο Γιώργης μου, άμα δεν κάλπαζα εγώ από άντρα σ΄ άντρα; Εγώ τον έκανα αναβάτη, εγώ τον έκανα νεκρό, εγώ τον έκανα …ήρωα».
Το έργο ξεκινάει με την απόλυτη ανατροπή: Η Καραϊσκάκενα η Καλόγρια, στο κελί της, παρακολουθεί έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τη Φενερμπαχτσέ. Ένθερμη οπαδός του Ολυμπιακού, της ομάδας που έδρα της είναι το στάδιο που φέρει το όνομά του Γιου της, του σπουδαίου αρχιστράτηγου της Επανάστασης, άριστη γνώστρια της ιστορίας της ομάδας, αιώνια θαυμάστρια του αείμνηστου Θανάση Μπέμπη και της ντρίμπλας του, αφηγείται τη ζωή της, τις δυσκολίες που συνάντησε για να αναθρέψει τον μικρό Γιώργη και ξαναζεί τη γέννηση του Γιου της αλλά και τον θάνατό του. Ο αγώνας τελειώνει με τους Έλληνες νικητές. Ο Ολυμπιακός βάζει γκολ. Ο αθλητισμός είναι ο μεγάλος νικητής.
«Παίξε, μπαλίτσα, αρχηγέ μου! Παίξε, να σηκωθεί ο Γιώργης μου να μυρίσει το γρασίδι, ν΄ ανοίξουν τα πνευμόνια του! Τα πέλματα… τα πέλματα ακούνε οι πεθαμένοι και κρατιούνται ζωντανοί. Καρφιά… όπως καρφώνονται τα φέρετρα… καρφιά έχουν τα παπούτσια σας, αγόρια μου… Τη γη καρφώστε με τη λεβεντιά σας. Στο διάολο η θάλασσα!»
Η Μάνα Καλόγρια. Η Μάνα Φίλαθλος. Η Μάνα Γυναίκα.
Η Μάνα που δεν έγινε ποτέ σύζυγος. Η Καραϊσκάκενα κάθε Κυριακή πάει στο Φάληρο, στο Γήπεδο Καραϊσκάκη να μυρίσει το γρασίδι, να μυρίσει το παιδί της. Να τιμήσει τον γιο της. Τον Γιώργη της. Τον Αϊ-Γιώργη των Ελλήνων.
Πώς γεννιούνται οι ήρωες; Πώς πεθαίνουν; Πώς τους θυμόμαστε;
Το πιο σημαντικό για τον άνθρωπο είναι η μήτρα. Από που έρχεται, ποιος είναι, πού πάει. Ποιον πολεμάει. Τη ρίζα του ή τη σκιά του. Μέσα από τις θεατρικές συντεταγμένες χαρτογραφείται το τοπίο της Επανάστασης, αποκαλύπτονται οι αντιφάσεις της εποχής, η θέση της γυναίκας τότε. Όλα τόσο επίκαιρα, γιατί…ό,τι ήταν όμορφο μία φορά, είναι για πάντα. Ό,τι ήταν άσχημο μία φορά, θα΄ ναι για πάντα.
«Καραϊσκάκενα, ο Θρύλος»
Αρκούν έντεκα για έναν Θρύλο; Και ποιοι είναι αυτοί; Και σε ποια εποχή ανήκουν;
Ό,τι είναι αθώο μία φορά, είναι για πάντα. Η Καραϊσκάκενα συνθέτει την ιδανική ενδεκάδα: «Θανάσης Μπέμπης, Ηλίας Υφαντής, Ηλίας Ρωσίδης, Γιώργος Σιδέρης, Γιώργος Δαρίβας, Ανδρέας Μουράτης, Μπάμπης Κοτρίδης, Μπάμπης Δρόσος, Μίμης Στεφανάκος, Νίκος Γιούτσος -Έμπαινε Γιούτσο!!-και στο τέρμα Παναγιώτης Κελεσίδης. Αυτοί είναι οι άντρες σου, Γιώργη μου .Αυτοί είναι οι άντρες του Καραϊσκάκη. «Θρύλος!».
«Άμα οι μάνες επαντρεύονταν τους γιους τους, κανένα διαζύγιο δεν θα έβγαινε. Για μια ζωή… δεμένοι με αίμα, βυζί κι αφαλό. Να΄ χουν πατέρα τον περαστικό. Εκείνο να γηροκομούν, να αγαπούν, να σέβονται».
«Ζωή Διαμάντω Διμισκή.
Από μεγάλο σόι.
Κλεφτών.
Αδελφός μου Κωστής Διμισκής. Αρματολός. Και κλέφτης. Βάλτου και Αχελώου. Ξαδελφός μου, πρώτος, ο Γώγος Μπακόλας. Αρματολός σκέτο. Ραδοβιζίου και Τζουμέρκων. Όλοι Σαρακατσάνοι και όλοι απ΄τη Σκουληκαριά της Άρτας».
Λόγος «έφιππος» όπως η εικόνα του Καραϊσκάκη. Γλώσσα εξομολογητική, παραστατική, ποιητική, στιβαρώδη και πρόστυχη γραφή, με ακαριαίες και ακραίες εναλλαγές χιούμορ και συγκίνησης. Σκηνοθεσία ανθρωποκεντρική, αντισυμβατική, με ευαισθησία, σκηνική ειλικρίνεια, αμεσότητα.
Η Ζωή είναι αγώνας. Η Μάνα του Καραϊσκάκη, η Καραϊσκάκενα, ερυθρόλευκη στην ψυχή και στο πάθος, αυθόρμητη και αθυρόστομη, αιχμηρή και ανυπόταχτη, ερωτικά και αιρετική, ανορθόδοξη πιστή της ορθοδοξίας, μια «ροκ» προσωπικότητα σε εξορία, θα γίνει ένα με όλους.
«Ευλογημένη η ώρα! Που ξανάνοιξα τα πόδια μου! Κι έφαγα πούτζον από τον λιοκαμένο τον πατέρα του, τον Νικόλα, τον Πλακιά, τον οπλαρχηγό!
9 Σεπτέμβρη.
Των Δικαίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης.
Μεγάλη γιορτή. Όχι της Παναγίας, αλλά της μάνας της και του πατέρα της.
Όλοι μια οικογένεια είμαστε…»
Πρόκειται για Αριστούργημα.
Πρέπει να διαβαστεί από όλους τους Αρτινούς και τις Αρτινιές.
Διδάσκει θεατρική γραφή και θεατρική αγωγή.