Τον 9ο αιώνα μ.Χ, ο βυζαντινός μοναχός και ιστορικός, Γεώργιος Αμαρτωλός, είχε γράψει το εξής: «Και ήσαν άλλα μεν τα φαινόμενα, άλλα δε τα νοούμενα». Θυμήθηκα αυτή τη φράση διαβάζοντας τον τίτλο του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας, «Αναβάθμιση του σχολείου και ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών», που τέθηκε σε διαβούλευση. Ο τίτλος, βέβαια, εμπεριέχει δύο ουσιαστικά με θετικό πρόσημο: αναβάθμιση και ενδυνάμωση, που εντυπωσιάζουν, εύλογα, τον ανυποψίαστο αναγνώστη.
«Αναβάθμιση» του σχολείου λοιπόν. Καθόλου άσχημη ιδέα. Ακούγεται ωραίο, θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος. Τι περιλαμβάνει όμως αυτή η αναβάθμιση; Αυτό που περιμένει κανείς να διαβάσει είναι ότι θα έχουμε καλύτερα και πιο ασφαλή κτήρια, αίθουσες που στεγάζουν ολιγομελή τμήματα, ώστε να είμαστε υγειονομικά ασφαλείς και να ενισχυθεί η εκπαιδευτική διαδικασία, εμπλουτισμό της υλικοτεχνικής υποδομής για να μπορεί ο εκπαιδευτικός να διδάξει με επάρκεια το μάθημά του, παράλληλη στήριξη και τμήματα ένταξης σε όλα τα σχολεία και όλα τα μαθήματα, νέα βιβλία, βιβλιοθήκες για την ενίσχυση του εκπαιδευτικού έργου και την στήριξη των μαθητών, γραμματειακή υποστήριξη κ.τ.λ.
Αντίθετα, αυτό που βλέπουμε να σηματοδοτεί το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο είναι μια απαξίωση της δημόσιας εκπαίδευσης, με απροκάλυπτο, εμμονικό και ρεβανσιστικό τρόπο προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, άλλωστε, αφού αυτοί είναι οι χορηγοί των εμπνευστών του; Στην πραγματικότητα το «νέο σχολείο» είναι μια στείρα αντιγραφή νεοφιλελεύθερων εκπαιδευτικών μοντέλων που, όπου εφαρμόστηκαν, οδήγησαν σε εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες. Και φυσικά με πολλή τηλεκπαίδευση. Μια «ανεστραμμένη» τάξη, μια ψηφιακή τάξη και καθόλου μια ζωντανή τάξη.
Το νομοσχέδιο μιλάει και για «ενδυνάμωση» των εκπαιδευτικών. Μήπως θα ενισχυθεί ο ρόλος του συλλόγου διδασκόντων, θα ενισχυθεί ο διδάσκων με όλα τα απαραίτητα εργαλεία για να μπορεί να αποδώσει μέσα στην τάξη, θα γίνει αποκατάσταση του μισθού και των δώρων που κόπηκαν, θα γίνουν επαρκείς διορισμοί εκπαιδευτικών;
Αυτό που, αντιθέτως, θα συμβεί είναι η πλήρης αποδόμηση του κυρίαρχου ρόλου του συλλόγου διδασκόντων και η ενίσχυση του ρόλου του διευθυντή. Ένας διευθυντής, με μακροχρόνια θητεία, που θα λειτουργεί ως απόλυτος άρχων με υπερεξουσίες. Αυτός θα επιλέγει τον μέντορα που θα ασκεί έλεγχο στους νέους εκπαιδευτικούς, αυτός θα επιλέγει τον συντονιστή του εκπαιδευτικού προγραμματισμού των τάξεων, αυτός θα κρίνει και θα αξιολογεί.
Αποτέλεσμα; Ένας άκρατος και ατέρμονος ανταγωνισμός μεταξύ των εκπαιδευτικών για τη συγκέντρωση μορίων, μια ενδοσχολική «ανθρωποφαγία» προκειμένου να εξασφαλιστεί η επαγγελματική επιβίωση και ανέλιξη, όχι των πιο άξιων, αλλά των πιο πειθήνιων κομματικών φερέφωνων. Η νέα ιεραρχική δομή σε συνδυασμό με την ατομική αξιολόγηση θα οδηγήσει σε μια αποδιάρθρωση του παιδαγωγικού χαρακτήρα του σχολείου και θα εκμηδενίσει τον συλλογικό τρόπο λειτουργίας του. Αν προσθέσουμε και τον έλεγχο που θα ασκούν οι λεγόμενοι Επόπτες, τότε μιλάμε για ένα γραφειοκρατικό, ατομικιστικό και ακραία ανταγωνιστικό σχολικό περιβάλλον.
Μια ακόμη «ωραία» λέξη του νομοσχεδίου υποκρύπτει ένα δυστοπικό μέλλον: «αυτονομία» του σχολείου. Τι σημαίνει αυτό; Εισβολή ιδιωτών στην δημόσια εκπαίδευση, χορηγοί που θα έχουν ρόλο και άποψη για τη λειτουργία του σχολείου και την εκπαιδευτική διαδικασία. Η «αυτονομία» θα είναι στην πραγματικότητα ομηρία, έλεγχος και πειθαναγκασμός και εν τέλει απόλυση.
Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι δεν αρκεί να φαίνεται κάτι ωραίο, αλλά και να είναι. Δυστυχώς, ζούμε σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η εικόνα, ωραιοποιημένη από αργυρώνητα ΜΜΕ και υποστηριζόμενη από «μπουκωμένους» δημοσιολογούντες και απολογητές των χορηγών τους. Κι αν κάποιος σκεφτεί ότι φαντάζω απαισιόδοξος και κυνικός, ήδη από τον τίτλο του άρθρου, θα του επισημάνω εκείνη τη ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ: «Ο κυνισμός συνίσταται στο να βλέπεις τα πράγματα όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι».