in

Ταξίδι στον Χρόνο: Η επιστράτευση του 1940

Φωτογραφία: Βούλα Θεοχάρη Παπαϊωάννου
editor_image

Του Δημήτρη Χρ. Μπανιά

• Συνταξιούχος-Οικονομολόγος


Τον Αύγουστο του 1940 μετά την βύθιση του «Έλλη» στην Τήνο η Ελλάδα το πήρε απόφαση ότι οι Ιταλοί δεν θα μας αφήσουν ήσυχους, εξάλλου αυτό φάνηκε ότι η χώρα μας ότι δεν ανακοινώσαμε ότι ο υποβρύχιο ήταν Ιταλικό. Έτσι αμέσως άρχισε την μερική επιστράτευση, προηγούμενων κλάσεων με την δικαιολογία να ενημερωθούν στα νέα όπλα που δεν υπήρχαν σχεδόν.

Στην περιοχή μας οι Ιταλοί είχαν προωθηθεί προς τα Ελληνοαλβανικά σύνορα με επιθετικές διαθέσεις, τότε το ΓΕΣ διέταξε-αποφάσισε να κάνει μια μικρή επιστράτευση σε μερικές ειδικότητες και τους προώθησε προς το Καλπάκι. Ακόμη, άρχισαν μερικά αμυντικά οχυρώματα στη γραμμή Καλπάκι Καλαμάς. Αντιδράσανε οι Ιταλοί μέσω Πρεσβειών και μέχρι εκεί. Το κράτος τότε στο τέλος Σεπτεμβρίου απόλυσε μερικούς και δεν έστελνε καθόλου προμήθειες στη γραμμή Ηπείρου αλλά είχε το μυαλό του στη γραμμή της Μακεδονίας.

Η πρώτη επιστράτευση έγινε μετά τον Αύγουστο σε μεταφορικά μέσα, τα ελάχιστα αυτοκίνητα που υπήρχαν. Η κύρια επιστράτευση έγινε στα αλογομούλαρα, ειδοποιούνταν οι περισσότεροι με προσκλήσεις να πάνε τα ζώα τους σε συγκεκριμένα σημεία και να τα παραδώσουν. Στην περιοχή μας ήταν σε δύο σημεία, στους Χουλιαράδες Ιωαννίνων και στην Καλεντίνη Άρτας. Σε αυτή την πρώτη επίταξη οι επιτροπές πήραν τα καλύτερα ζώα και την «πληρώσαμε» περισσότερο οι αγωγιάτες, γιατί αυτοί είχαν τα καλύτερα, δυνατότερα άλογα. Με την κήρυξη του πολέμου ειδοποιήθηκαν όλοι να πάνε τα ζώα τους στα σημεία συγκέντρωσης. Έτσι στον κάμπο τους πήραν ακόμα και άλογα που είχαν για τα κάρα, ενώ στα ορεινά δεν άφησαν τίποτα, την ζημιά εδώ την πάθανε οι κτηνοτρόφοι που δεν είχαν μεταφορικά μέσα να κατέβουν στα χειμαδιά. Δημιουργήθηκε και πρόβλημα στο ανεφοδιασμό των ορεινών χωριών με βασικά πράγματα.

 Το πρωί της 28ης Οκτώβρη του 1940 ειδοποιήθηκαν είτε με τα πρωτόγονα χειροκίνητα τηλέφωνα που υπήρχαν σε μερικά χωριά, είτε με ταχυδρομείς που διαβάζανε την διαταγή επιστράτευσης, υπεύθυνοι κοινοτάρχες, δάσκαλοι ή κανένας γραμματιζούμενος. Σε όλα τα χωριά κτύπησαν και οι καμπάνες. Η διαταγή μιλούσε για δώδεκα (12) κλάσεις, σχεδόν όλοι μέχρι 32 χρονών. Όλοι σχεδόν στην 8η Μεραρχία, πλην ελαχίστων. Λαχταρισμένοι οι περισσότεροι μαζεύονταν στις πλατείες των χωριών και άρχισαν κατά ομάδες να φεύγουν για τις πόλεις. Άμεσα δημιουργείται μεγάλο πρόβλημα σε πολλές οικογένειες, η διαταγή δεν έλεγε τίποτα για αδέλφια, έτσι είχαμε και ακραίες περιπτώσεις όπου πέντε (5) αδέλφια έφυγαν για τον πόλεμο. Όπου υπήρχε κάνα ραδιόφωνο προσπαθούσαν να ακούσουν κάποια είδηση. Οι γυναίκες δεν ήξεραν «κατά που να κόψουν» περισσότερο οι μεγάλες που είχαν γνωρίσει τις επιστρατεύσεις του 1912-1922, τους έλειπαν πατεράδες, μπαρμπάδες, αδέλφια ή ακόμα και παιδιά, ποιος θα κάνει τώρα τις δουλειές, ποιος θα φυλάξει τα πρόβατα. Τα χωριά άδειασαν από νέο κόσμο, από δύο χωριά των Τζουμέρκων επιστρατεύτηκαν 151 από το ένα και 80 από το άλλο. Τώρα δεν υπήρχε η λέξη λιποταξία καθότι ήταν όλοι καταγραμμένοι, ενώ το 1912 οι μισοί ήταν γραμμένοι στα μητρώα αρρένων.

Όλοι φτάσανε άμεσα ή σε λίγες μέρες στην πρώτη γραμμή, οι Τζουμερκιώτες που ο αριθμός υπολογίζεται πάνω από 2.000 χωρίς τους κληρωτούς. Στο 3/40 Σύνταγμα ήταν τρεις(3) Τζουμερκιώτες διοικητές Ταγμάτων, πάρα πολλοί διοικητές λόχων έφεδροι, όλοι οι γιατροί της περιοχής είχαν επιστρατευτεί με επικεφαλής τρείς(3) αρχίατρους, δεν είχε μείνει γιατρός να δει κάνα ανήμπορο. Είχε γίνει και το άλλο, μαζέψανε και νέες σειρές από νεότερους να τους εκπαιδεύσουν, τους στέλνανε στην Αθήνα, Πελοπόννησο.

Από τις πρώτες μέρες άρχισαν να έρχονται τα πρώτα άσχημα μαντάτα, κάτι ακόμα λειτουργούσε στα τηλέφωνα, στα χαρτιά και άρχιζε το «κλάμα» και να κτυπούν οι καμπάνες λυπητερά. Υστέρα από δέκα χρόνια ήρθαν τα χαρτά ότι ο Γιώργος έπεσε «υπέρ πατρίδος» και ας είχε 4 παιδιά που είχαν πλέον μεγαλώσει.

Έλεγε ο μπάρμπα Νάσιος «φόβος και τρόμος παιδιά μου, δεν ξέραμε τι είναι βόμβες να σκάνε δίπλα σου, να κλαίμε σαν μικρά παιδιά, σηκώναμε το όπλο τις περισσότερες φορές πάνω από το κεφάλι και πυροβολούσαμε, μεγάλο θάρρος πήραμε όταν πλέον είδαμε τους πρώτους σκοτωμένους δίπλα μας».

Τον Χρήστο τον πήραμε και τον πήγανε στην Αθήνα ως ανεκπαίδευτο να μάθει μοτοσυκλέτα, έμαθε, αλλά έφτασε στα αλβανικά σύνορα σαν πυροβολητής, ήταν προς το τέλος του πολέμου, τον έπλενε τρεις(3) μέρες η μάνα του να φύγουν οι ψείρες.

Ο Κώστας ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας που έφευγε για τον πόλεμο, είχε δει στο Νοσοκομείο της Άρτας τι γινόταν από τους τραυματισμένους, είχε ακόμα μέχρι τον θάνατο του τον φόβο του χειμώνα του 1941 στον πόλεμο.

Ο Κωστάκης ήταν αξιωματικός, γύρισε ζωντανός, έφτασε στην Αθήνα, είχε και πιστόλι, το άφησε στο μακρινό συγγενή του και γύρισε γέροντας το 1980 και το ζητούσε πίσω. Περιέγραφε σε «μάζωξη» τα «πλωσέρια» ψείρες που είχε πάνω του και οι κόρες του, μορφωμένες γυναίκες, έφευγαν από το σπίτι από την τρεμούλα.

Προλάβαμε δεκάδες πατεράδες, μπαρμπάδες ο καθένας μας διηγήσεις από τους φαντάρους του 1940 και ο καθένας έλεγε τις δικές του ιστορίες και οι περισσότερες συγκινητικές.