in

Για μια «Πατριωτική Οικονομία» [του Παύλου Γερουλάνου]

Υποψηφίου για την προεδρία του Κινήματος Αλλαγής


Πατριωτική είναι μια οικονομία που επενδύει ενεργά στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και της κάθε περιοχής της. Που δημιουργεί διοικητικές δομές που διασφαλίζουν ότι τα χρήματα που θα επενδυθούν θα παραμείνουν και θα πολλαπλασιαστούν εκεί που επενδύθηκαν. Και που ενεργοποιεί τοπικές συλλογικότητες, όπως τους ΟΤΑ, τα επιμελητήρια, τους συνεταιρισμούς, τα πανεπιστήμια κ.α. για να διευρύνει την παραγωγική βάση της κάθε περιοχής ώστε να γίνει δίκαια η κατανομή του πλούτου που θα δημιουργηθεί. Δηλαδή, ένα οικονομικό μοντέλο που θα εμπιστευτεί την τοπική κοινωνία για να σχεδιάσει και να υλοποιήσει συλλογικά το δικό της αναπτυξιακό πρόγραμμα και ένα διοικητικό μοντέλο που θα διασφαλίσει ότι περισσότερες Ελληνίδες και περισσότεροι Έλληνες θα συμμετέχουν στην παραγωγή πλούτου.

Σήμερα, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση επιμένουν σε ένα Αθηνοκεντρικό μοντέλο που μεταφέρει πλούτο στους λίγους και από εκεί στο εξωτερικό, χωρίς να αφήνει αναπτυξιακό αποτύπωμα στις τοπικές κοινωνίες. Επενδύει 60 δις σε μια ριζικά συρρικνωμένη παραγωγική βάση, όπου μόνο το 15% των Ελληνικών επιχειρήσεων δικαιούται το επόμενο ΕΣΠΑ σε σύγκριση με το προηγούμενο. Επενδύοντας περισσότερα σε λιγότερους η κυβέρνηση διευρύνει την ανισότητα και κρατάει την χώρα εγκλωβισμένη σε ένα μοτίβο που μας έχει οδηγήσει ξανά και ξανά στην πτώχευση.  Αρκεί να δει κανείς ότι οι πλούσιοι που επενδύουν στην Ελλάδα, προστατεύουν το κεφάλαιό τους στο εξωτερικό από το συστημικό ρίσκο της χώρας, χωρίς να έχουν κάτι να χάσουν. Έτσι διασφαλίζουν ότι την επόμενη πτώχευση της χώρας θα πληρώσουν μόνο τα χαμηλά και μεσαία στρώματα.

Είναι ώρα η Ελλάδα να ανέβει σε αυτό το προοδευτικό κύμα που σαρώνει την Ευρώπη. Είναι η ώρα για την εδραίωση της «Πατριωτικής Οικονομίας» στην Ελλάδα, και για αυτό θα δουλέψω με όλες μου τις δυνάμεις.

Κατά την επίσκεψή μου στην Ήπειρο συνέκρινα την αποκλειστική επένδυση της κυβέρνησης σε ψηφιοποίηση, ΑΠΕ και υποδομές με την δική μου πρόταση για συνδυασμό αυτών με την ανάπτυξη του Τουρισμού Περιπέτειας και της προώθησης τριών τοπικών προϊόντων της Ηπείρου στα «Παγκόσμια Προϊόντα» της Ελλάδας, δηλαδή στη φέτα, το γιαούρτι, το λάδι, τις ελιές, το ψάρι και το κρασί που βρήκαν τον δρόμο τους στα καλύτερα ράφια και τα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου. Το μοντέλο της κυβέρνησης επενδύει σε προϊόντα και υπηρεσίες που φέρνουν οι μεγάλες, κυρίως ξένες επενδύσεις, οδηγεί το μεγαλύτερο κομμάτι της επένδυσης πίσω στην Αθήνα και στο εξωτερικό και αφήνει ελάχιστο διαχρονικό αποτύπωμα στις τοπικές κοινωνίες. Η δική μου πρόταση βασίζεται στα τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, οργανώνει τις τοπικές κοινωνίες ώστε να κρατήσουν τον πλούτο στην περιοχή, επενδύει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και διασφαλίζει ότι το αναπτυξιακό αποτύπωμα θα έχει τοπικό χαρακτήρα, διάρκεια και πολλαπλασιαστικά οφέλη. Το πρώτο μοντέλο ελπίζει στην εύρυθμη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και το σταδιακό «στάξιμο» του πλούτου από τα υψηλά στρώματα στα μεσαία και χαμηλά, δυο παραδοχές που έχουν απορριφθεί από την δεκαετία του ’90.  Το δικό μου βασίζεται στην ενεργή παρέμβαση του κράτους ώστε να ενεργοποιήσει και να οργανώσει την τοπική κοινωνία να δημιουργήσει τον δικό της πλούτο συνδέοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία με τις κοινωνικές προτεραιότητες. Ένα μοντέλο που βρίσκει νέο ακροατήριο από την άνοδο των σοσιαλιστικών, προοδευτικών κομμάτων στη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία, ακόμα και την Αμερική.

Είναι ώρα η Ελλάδα να ανέβει σε αυτό το προοδευτικό κύμα που σαρώνει την Ευρώπη. Είναι η ώρα για την εδραίωση της «Πατριωτικής Οικονομίας» στην Ελλάδα, και για αυτό θα δουλέψω με όλες μου τις δυνάμεις.