in

Ταξίδι στον Χρόνο: Το Στριφτό τελείωσε το 1970 [του Δημήτρη Χρ. Μπανιά]

editor_image

• Συνταξιούχος-Οικονομολόγος


Το στριφτό το θυμούνται πολλοί, που τις μέρες των Χριστουγέννων έδινε και έπαιρνε σ΄ όλες τις γειτονιές της Άρτας και σ΄ ορισμένα χωριά. Όλοι γνώριζαν τις λέξεις «γαζί», «τουρά», δεν λέγαμε στα κέρματα κορώνα, γράμματα. Όλα τα παιδιά από 10 χρονών και πάνω, μόλις πλησιάζανε οι γιορτές των Χριστουγέννων, ετοιμάζονταν να παίξουν «στριφτό», άλλοι είχαν κάνει τις μικρές οικονομίες τους, από λίγες δραχμές μέχρι κάνα πενηντάρικο κρυμμένο σε κανένα στρώμα. Τα κέρματα από το 1950 ήταν οι πεντάρες, οι δεκάρες, οι εικοσάρες, το πενηνταράκι, η δραχμή, το δίφραγκο και το τάλιρο, το 1962 ήρθε το μεταλλικό δεκάρικο. Σε όλες τις γειτονιές υπήρχαν μικρές ή μεγάλες λάκκες ή στους δρόμους που κάτω υπήρχε χώμα, καλά πατημένο. Ελάχιστοι δρόμοι ήταν με άσφαλτο ή λίγο τσιμέντο ή ακόμα καλντερίμι, όπως στην πλατεία Σκουφά, στο κάστρο, στα παραποτάμια, στη γούρνα και σ΄ όλη την βαλαώρα.

Ήταν παιχνίδι των αγοριών που άρχιζε 10-15 μέρες προτού τις γιορτές και κρατούσε μέχρι τα Φώτα. Είχε σχεδόν παράλληλη έκταση και ένταση τις μέρες της Πρωτοχρονιάς, όλοι ήταν στο στριφτό. Στο χώμα τραβούσαν δύο γραμμές ευθείες και παράλληλες, μακριά ή μία από την άλλη από 4 μέτρα μέχρι 7. Οι ομάδες συγκεντρώνονταν το πρωί από της 10 ώρα και άρχιζε ο διάλογος, οι φωνές, πόσοι θα παίξουν, τι «κρατάει ο καθένας», το κυριότερο τι θα παίξουν, τη δραχμή, το δίφραγκο ή οι μικροί τα πεντάλεπτα ή ακόμα οι μικροί τις δεκάρες. Η απογευματινή μάχη άρχιζε κατά τις 3 αμέσως μετά το φαγητό. Όλες οι ομάδες κοιτούσαν και ποιον θα βάλουν να παίξει, να τον ξέρουν, πολλές φορές έβλεπες και μερικούς μικρούς να χώνονται στους μεγάλους γιατί ήταν πολύ καλοί στο «ρίξιμο» στη γραμμή.

Τις περισσότερες φορές οι ομάδες ήταν από τέσσερα παιδιά και έφταναν μέχρι τα 7, αλλά επικρατούσε η πεντάδα, για να είναι και μονά τα κέρματα. Μεγάλες μάχες δίνονταν τις γιορτές που υπήρχε και η αργία από σχολεία και ιδιαίτερα σε λίγο απόμερα σημεία από γονείς και αστυνομία, που πολλές φορές είχαμε την επέμβασή τους. Οι μεγάλοι διάλεγαν την πλατεία της Παρηγορήτριας, εκεί που είναι σήμερα η παιδική χαρά, το κάστρο στις γωνίες, η πλατεία Κρυστάλλη, τα παραποτάμια, ή βαλαώρα μέσα στο δάσος που υπήρχαν ξέφωτα.

Μετά την συμφωνία το παιχνίδι ξεκινούσε, ρίχνανε όλοι από την μία γραμμή στην άλλη κι όποιος πήγαινε πιο κοντά στην γραμμή, έστριβε τα κέρματα στον αέρα. Εδώ ήταν ή τέχνη να πας ακόμα και πάνω στη γραμμή. Επακόλουθο ήταν να κερδίζουν αυτοί που πήγαιναν πολλές φορές ή πρώτοι ή τουλάχιστον δεύτεροι. Το στρίψιμο στον αέρα έπρεπε να είναι κανονικό και ψηλά, να φέρνουν γύρο τα κέρματα και όχι «δακτυλιδάκια». Είχαν όλοι δικαίωμα να πούμε «κομμένα», οπότε αυτός που έστριβε ήταν υποχρεωμένος να ξαναστρίψει. Με το που κάθονταν τα κέρματα κάτω στο έδαφος όλοι έτρεχαν να δούνε τι έκατσαν «γαζί» ή «τουρά» κι αυτός που έστριβε έπαιρνε του γαζίδες ενώ ο δεύτερος στη σειρά τους τουράδες να στρίψει κι αυτός κι από εκεί και πέρα συνεχίζονταν το παιχνίδι μέχρι να τελειώσουν τα κέρματα κι πάλι από την αρχή. Αν έπαιζαν π.χ. 5 παιδιά αυτός μπορούσε να φέρει όλους τους συνδυασμούς σε γαζίδες ή τουράδες, 5-0, 4-1, 3-2 ή αντίθετα.

Όταν γίνονταν δυνατές μάχες είχαμε και το ακροατήριο που με φωνές και κραυγές ενθάρρυναν τους δικούς τους. Πολλές φορές είτε από τους ίδιους τους παίχτες, είτε από τους γύρο, έβαζαν, «απέξω», δηλαδή τι θα «κάτσουν», τα περισσότερα ή τα 4-1, ακόμα αν έπαιζαν 5 ή ακόμα και το 5-0 εάν έλθουν γαζίδες ή τουράδες. Εδώ μερικές φορές τα στοιχήματα ήταν πολλές δραχμές όπως π..χ εάν έπαιζαν τα τάλιρα έβαζαν 20 ή 50 δραχμές «απέξω», το στοίχημα πάντα σε τρίτα χέρια. Μερικές φορές πολλοί καλοί αποκλείονταν από τα παιχνίδια γιατί ήταν καλοί στο ρίξιμο στη γραμμή, ή ακόμα και στο στρίψιμο.

Στο τέλος κάθε παιχνιδιού πάντα γίνονταν ο λογαριασμός και αρκετές φορές είχαμε και αυτούς που έμειναν «ταπί» τώρα αν ήταν ψύχραιμοι, ήταν άλλο πράμα ή έψαχναν για δανεικά. Είχαμε και τις επεμβάσεις της χωροφυλακής και τότε ίσχυε το «φευγάτε ποδαράκια μου».

Το στριφτό κράτησε μέχρι το 1970, ίσως και λίγο αργότερα, τα ήθη άλλαξαν, οι μεγαλύτεροι στα καφενεία και οι μικροί σε άλλες δραστηριότητες, παιχνίδια και ήταν πάντα ελεγχόμενοι από τους γονείς.