Ο Νίκος Ντασκαγιάννης αγάπησε την Μεγάρχη Άρτας με τον παθιασμένο τρόπο των ρομαντικών, ανιδιοτελών των παλαιοτέρων εποχών. Ο Νίκος Ντασκαγιάννης, γέννημα-θρέμμα της πανέμορφης Μεγάρχης, μεγάλος Δάσκαλος, πνευματικός άνθρωπος με ευρύ πνεύμα και απαλλαγμένος από συμπλέγματα, σπουδαία προσωπικότητα της κοινωνίας της Άρτας, ποιητικός λαογράφος, οξυδερκής παρατηρητής, συλλέκτης του λαϊκού βίου, στοχαστής, μελετητής, λογοτέχνης, επιστήμονας, άοκνος ερευνητής και αφηγητής διυλίζοντας τη μνήμη, έχει πάντα μιαν ενδιαφέρουσα ιστορία να αφηγηθεί, από αυτές που βίωσε, από αυτές που κάποτε συνέβησαν ή νομίζουμε ότι συνέβησαν.
Μας γκιζεράει σε μια εποχή που δεν θα ζήσουμε πια, ένα κόσμο αυθεντικό, χωρίς φτιασίδια, που μας κοιτάζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Στηριγμένος στις διηγήσεις των παλαιοτέρων, μάζεψε στις χούφτες του τις αναμνήσεις τους, που σιγά-σιγά ξεφτίζουν ή τις παίρνουν μαζί τους φεύγοντας. Μαζεύει όλες τις στιγμές της ζωής του σε ένα μόνο ρεύμα σημερινών αισθήσεων. Επιλέγει τις καλύτερες στιγμές της μνήμης του και τις συγκεντρώνει σε μπουκέτα ευτυχίας. Φτιάχνει γιοφύρια με το χθες: Mοιράζεται τον ψίθυρο και τη μοναξιά του ερειπωμένου πατρογονικού, τις παλιές τοποθεσίες, τις πηγές, τα ποτάμια, το ιστορικό γίγνεσθαι, τις παρέες που μαζεύονταν και έφτιαχναν σωματεία, στα οποία επενδύονταν ελπίδες και όνειρα, το άρωμα μιας εποχής η οποία, μολονότι χάθηκε για πάντα, σφραγίζει τη συλλογική μας μνήμη και λειτουργεί σαν άγκυρα που μας δένει με τα περασμένα. Διατηρεί ζωντανή την εικόνα της Μεγάρχης Άρτας.
Μια συλλογή από τοπωνύμια, τοποθεσίες, ιστορίες, μνήμες και εικόνες, από στιγμές και σκηνές της ζωής περασμένης και ξεχασμένης, ιστορίες που αφήνουν μια γλυκιά γεύση στο στόμα, σαν τις καραμέλες βουτύρου της παιδικής μας ηλικίας. Ιστορίες κεντημένες με τη μαστοριά ενός προικισμένου αφηγητή, που σε «ταξιδεύουν»…
Όταν ο Νίκος Ντασκαγιάννης έφυγε, τον Φεβρουάριο του 2018, άφησε ένα χειρόγραφο βιβλιαράκι. Σε αυτό κρυβόταν όλη η αγάπη του για το χωριό του, μνήμες και λόγια, πρόσωπα αγαπημένα, ευωδιές και ακούσματα, χαρές και λύπες. Όλα αυτά υφαίνονταν με μαεστρία γύρω από τα τοπωνύμια της Μεγάρχης, πολύτιμη του τόπου κληρονομιά, τα οποία εκείνος αγάπησε, μελέτησε και ταξινόμησε με μεγάλη φροντίδα και επιμέλεια.
Τα τοπωνύμια της Μεγάρχης απηχούν μνήμες και εικόνες της ζωής του χωριού και αποτελούν ανεκτίμητο θησαυρό, αφού συνθέτουν ένα ζωντανό γλωσσικό υλικό με αξία λαογραφική, ανθρωπολογική, φιλολογική και ιστορική.
Τα τοπωνύμια της Μεγάρχης είναι: Αγιωνύμια, Ανθρωπωνύμια, Εδαφωνύμια, Ζωωνύμια, Ιστοριωνύμια, Υδρωνύμια, Φυτωνύμια, Τοπωνύμια οφειλόμενα σε διάφορα κτίσματα, Τοπωνύμια σχετικά με την εκμετάλλευση και χρήση του φυσικού περιβάλλοντος, Δυσεξήγητα και Ανεξήγητα.
Αναφέρουμε κάποια χαρακτηριστικά Τοπωνύμια:
Φάγγος (ο-Φάγγους). Ψηλή κορυφή στα βορειοδυτικά του χωριού, με πολλούς ελαιώνες και μικρά κατάλοιπα από το παλιό δάσος. Δεν γνωρίζουμε την προέλευση της ονομασίας Φάγγος. Ίσως προέρχεται από το ρήμα φέγγω, να σημαίνει δηλαδή φέγγος, φως, γιατί ανεβαίνοντας εκεί ψηλά «άνοιγε το μάτι σου» μπροστά στην υπέροχη θέα (αγνάντεμα) προς τον Βάλτο, τα Ακαρνανικά, τη Λευκάδα, το Σούλι, το Ξηροβούνι, τα Τζουμέρκα και τον Αμβρακικό. Στον Φάγγο και στην Μπουρντάχα κατέφυγαν οι κάτοικοι της Βλαχέρνας και της Γραμμενίτσας για να προφυλαχτούν κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897.Τόσο αυτοί όσο και οι Μεγαρχίτες αγνάντευαν από το Φάγγο τη μάχη απέναντι στο Γρίμποβο.
Γαυράκια. Ημιορεινή τοποθεσία στα βόρεια του χωριού, που οφείλει το όνομά της στο θαμνώδες φυτό γαύρος (καρπίνος), που υπήρχε εκεί σε αφθονία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα φύλλα και οι βλαστοί των γαύρων αποτελούν θαυμάσια τροφή για τις κατσίκες. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος στα Γαυράκια έχει μετατραπεί σε ελαιώνες.
Αλαταριές. Τοποθεσία κοντά στα Γαυράκια με μεγάλες πλάκες (πλακανίδες), επάνω στις οποίες οι βοσκοί γιδιών (γιδαραίοι) συνήθιζαν να απλώνουν αλάτι για να το φάνε τα γίδια και να τους ανοίξει η όρεξη για βοσκή και ζευγάρωμα. Το ίδιο έκαναν και οι βοσκοί προβάτων (προβαταραίοι) στις πλακανίδες του Καρατζιά και στα Πλαία.
Σερκονέρι (δηλ.αρσενικό νερό/Σιρκουνέρ’). Δασώδης, ανηφορική και δύσβατη τοποθεσία, σε απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων στα ανατολικά του χωριού. Πήρε το όνομά της από μια μικρή ερημική βρύση η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, είχε νερό που, αν το έπινες, έκανες αρσενικούς απογόνους. Για τον σκοπό αυτόν την επισκέπτονταν αρκετά ζευγάρια -απαραίτητα με τα πόδια-για να πιουν απ΄το νερό της και να εκπληρώσουν τους πόθους τους.
Καναλάκια {Κανιλάκια /έχου μπουσταν’ στα Κανιλάκια: καν΄κάτ΄χειμουν΄κα (καρπούζια) σα σαρμανίτσες}. Τοποθεσία σαράντα περίπου στρεμμάτων κοντά στα Κουλούρια, που οφείλει το όνομά της στα μικρά κανάλια (καναλάκια) στα οποία διοχέτευαν το νερό ενός ρέματος για να ποτίζουν τα χωράφια. Για τη δημιουργία των μικρών αυτών καναλιών χρησιμοποιούνταν ανοιχτές πήλινες σωληνώσεις. Εδώ υπήρχαν πολλά μποστάνια που έβγαζαν νοστιμότατα καρπούζια (χειμωνικά), πεπόνια (μπακίρια), ντομάτες, φασολάκια κλπ.
Βρος (Βουρός/Οβουρός). Περιοχή δίπλα στο ποτάμι κοντά στον Μαντλά. Λέγεται έτσι γιατί, όταν έχει πολύ νερό το ποτάμι, δημιουργείται εκεί μια μικρή λιμνούλα, δηλαδή ένας βρος.
Πολήμερο (από το παλιολήμερο=παλιό λημέρι/Πουλήμερου). Ημιορεινή περιοχή στα βόρεια του χωριού η οποία, επειδή είναι καλά κρυμμένη και εξυπηρετείται εύκολα σε νερό και τρόφιμα, αποτελούσε λημέρι κλεφτών και αρματολών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Επίσης, μετά την απελευθέρωση της Άρτας, το 1881, δηλαδή στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, πολλοί ζωοκλέφτες και ληστές λημέριαζαν στο Πολήμερο. Και αργότερα, στην Κατοχή, οι αντάρτες είχαν συχνά στα παρατήριά τους και τα λημέρια τους στο σημείο αυτό.
Σιουμπέτια (από τις λέξεις ίσια μπιτ΄, δηλαδή εντελώς ίσια, επίπεδα). Η περιοχή ονομάστηκε έτσι επειδή αποτελείται από επίπεδα κτήματα.
Παλιοκόπρια (Παλιουκόπρια). Ημιορεινή περιοχή κοντά στον Αϊ -Γιάννη, που οφείλει το όνομά της σε ένα σκουρόχρωμο ζωάκι με κέλυφος, το οποίο ονομαζόταν παλιοκόπρι καθώς, λόγω μεγέθους και χρώματος, θύμιζε κοπριά. Οι τσοπάνηδες απέφευγαν τα βοσκοτόπια στα Παλιοκόπρια, γιατί, όταν τύχαινε τα πρόβατα μαζί με τα ξερόχορτα να καταπιούν και ένα παλιοκόπρι, πνίγονταν και πέθαιναν…
Η επιμέλεια του βιβλίου και οι φωτογραφίες είναι της Έφης Ντασκαγιάννη.
Ο Νικόλαος Ε. Ντασκαγιάννης γεννήθηκε το 1931 στη Μεγάρχη της Άρτας. Ήταν ο τέταρτος από τα εφτά συνολικά παιδιά του Ευστράτιου Ντασκαγιάννη και της Ευθυμίας Δήμου.
Σπούδασε στην παιδαγωγική Ακαδημία στα Γιάννενα και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτησε στη Δάφνη Ευρυτανίας, στο Μονολίθι Ιωαννίνων, στα Πιστιανά, στη Περδικορράχη Κλειδίου στη Σκουληκαριά και στην Περάνθη της Άρτας καθώς και σε σχολεία του Παπάγου και Χολαργού της Αττικής. Υπηρέτησε κι ως επιθεωρητής δημοτικών σχολείων στην Ελευθερούπολη Καβάλας.
Παντρεύτηκε τη συνάδελφο του Ευτυχία Ρούμπου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Έφη και τη Λίτσα.
Δημοσίευσε κατά καιρούς άρθρα και μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά ιστορικού και παιδαγωγικού περιεχομένου.
Τεράστια η συμβολή του για τον επαναπατρισμό του Καραϊσκάκη στη γενέτειρά του με το βιβλίο του «Καραϊσκάκης, γενέτειρα: αλήθεια και ψέμα» (2002), όπως και η αποκατάσταση του Γώγου Μπακόλα με το βιβλίο του «Ο Γώγος Μπακόλας και η φλόγα του ’21 στην Ήπειρο και τη δυτική Ελλάδα»(2010). Το 2016 βγαίνει το τελευταίο του βιβλίο, «Ο Γώγος Μπακόλας στη μάχη των Τζουμέρκων, το ’21: Απ΄την αποκλείστρα των στεναγμών στο Μπαλτινέσι Μελισσουργών, στη νίκη στον Σταυρό Θεοδωριάνων». Πέθανε το 2018.