in ,

Συνέδριο ΣΥΡΙΖΑ: Δοκιμασία Δημοκρατίας ή Κρίση Αξιών;

γράφει η Μαρία Παντούλα


 

Το πρόσφατο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και οι εξελίξεις που το συνοδεύουν δεν αφορούν μόνο σε ένα εσωκομματικό ζήτημα, αλλά εγείρουν ευρύτερα ερωτήματα για τη δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων και τη σχέση τους με την κοινωνία και το κράτος. Ας εξετάσουμε δύο βασικά επίπεδα του θέματος:

Η δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων

Τα κόμματα, ως πυλώνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, οφείλουν να λειτουργούν με
διαφάνεια, λογοδοσία και σεβασμό στις δημοκρατικές διαδικασίες.

Ο αποκλεισμός εκλεγμένων συνέδρων από το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί σοβαρό ζήτημα. Εάν οι διαδικασίες ενός κόμματος παραβιάζουν τη δημοκρατική αρχή, αυτό δεν πλήττει μόνο το ίδιο το κόμμα, αλλά και την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημοκρατία συνολικά.

Η εσωτερική δημοκρατία δεν είναι μια απλή διοικητική υπόθεση· είναι βασικός δείκτης του πόσο ένα κόμμα μπορεί να διεκδικήσει τη συμμετοχή και την εμπιστοσύνη των πολιτών.

Όταν ένα κόμμα αποκλείει φωνές ή δημιουργεί συνθήκες ανισότητας, χάνει το ηθικό έρεισμα να διεκδικεί την πολιτική εκπροσώπηση ως θεσμικός φορέας.

Η κρατική επιχορήγηση και η λογοδοσία

Η κρατική επιχορήγηση στα κόμματα προορίζεται για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους από ιδιωτικά συμφέροντα και την ενίσχυση της δημοκρατικής λειτουργίας τους.

Όμως, αυτή η χρηματοδότηση πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όπως η τήρηση δημοκρατικών αρχών. Εάν ένα κόμμα αποκλείει εκλεγμένα μέλη από τις διαδικασίες του, μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που επιβάλλει ο θεσμικός του ρόλος.

Σε αυτό το πλαίσιο, τίθεται το ερώτημα: Πρέπει το κράτος να συνεχίσει να επιχορηγεί κόμματα που δεν διασφαλίζουν τη δημοκρατική λειτουργία τους; Η απάντηση δεν είναι απλή, καθώς η κρατική χρηματοδότηση αποτελεί δικαίωμα των κομμάτων που αναγνωρίζονται θεσμικά. Ωστόσο, είναι εύλογο να εξεταστεί η σύνδεση της επιχορήγησης με την τήρηση συγκεκριμένων δημοκρατικών κριτηρίων.

Το ζήτημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά μόνο το ίδιο το κόμμα, αλλά και το πώς η κοινωνία αντιλαμβάνεται τη δημοκρατία. Όταν τα κόμματα, που είναι οι βασικοί δίαυλοι εκπροσώπησης, αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν δημοκρατικά, ολόκληρο το πολιτικό σύστημα χάνει τη νομιμοποίησή του. Οι πολίτες, βλέποντας τέτοια φαινόμενα, αποστασιοποιούνται, ενισχύοντας τάσεις απαξίωσης της πολιτικής και αποχής.

Όσον αφορά στην ανεξαρτητοποίηση ενός βουλευτή χωρίς την υποχρέωση να παραδώσει την έδρα του είναι απαραίτητη ιδιαίτερα σε περιπτώσεις, όπως στη συγκεκριμένη, όπου το κόμμα έχει εκτραπεί από τις δημοκρατικές του αρχές, παραβιάζοντας τη λαϊκή εντολή.

Είναι μια πράξη υπεράσπισης της δημοκρατίας, της πολιτικής συνέπειας και της ελευθερίας της συνείδησης, η οποία επιτρέπει στους βουλευτές να υπηρετούν τον λαό και τις αξίες τους, αντί να εξαναγκάζονται σε σιωπηλή συναίνεση προς αυταρχικές πρακτικές.

Όταν ένα κόμμα παραβιάζει βασικές δημοκρατικές διαδικασίες, όπως η αντικατάσταση εκλεγμένων συνέδρων με μειοψηφίσαντες ή η φίμωση εσωκομματικών φωνών, πλήττεται η εσωτερική του δημοκρατία. Αυτό συνιστά ουσιαστική αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος, καθώς η αρχική νομιμοποίηση του κόμματος βασίστηκε σε δεσμεύσεις που πλέον δεν τηρούνται.

Ένας βουλευτής που παραμένει στο κόμμα υπό αυτές τις συνθήκες συναινεί σιωπηρά στη νοθεία αυτών των αρχών. Αντιθέτως, η ανεξαρτητοποίησή του μπορεί να λειτουργήσει ως διαμαρτυρία ενάντια σε αυτές τις πρακτικές.

Συμπερασματικά, το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο ένα εσωτερικό ζήτημα. Αποτελεί μια ευκαιρία να αναλογιστούμε τη δημοκρατική λειτουργία των κομμάτων, τη λογοδοσία τους απέναντι στους πολίτες και τη σύνδεσή τους με το κράτος. Η διαφάνεια, η ισοτιμία και ο σεβασμός στη δημοκρατία πρέπει να είναι οι θεμελιώδεις αρχές που διέπουν κάθε κόμμα που συμμετέχει στον δημόσιο βίο και απολαμβάνει προνόμια, όπως η κρατική επιχορήγηση.

Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα οφείλει να είναι νομική, αλλά να είναι και πολιτική και ηθική.

Το σύνολο της κοινωνίας πρέπει να απαιτεί από τα κόμματα να λειτουργούν ως πρότυπα δημοκρατίας, όχι ως φορείς εσωστρέφειας και αποκλεισμών.