Πιάνοντας το νήμα από τις προηγούμενες «Σκέψεις ποιητικής ισημερίας» (Δημοκρατική Φωνή/10-04-2021) ας συνεχίσω τη γραμματολογική μικρογραφία της εκδοτικής ποιητικής παραγωγής της τελευταίας εξαετίας (2016-2021).
Προσθέτω, σε όσα ανέφερα στο πρώτο μέρος, ένα ρεύμα πιο βαθιά ριζωμένο στην ελληνική ποιητική παράδοση που διαλέγεται ενδοκειμενικά με σημαίνουσες μορφές και κείμενα του παρελθόντος (π.χ. Ηλίας Κεφάλας, Λεζάντες για τ’ αόρατα), που επιμένει να θέτει ερωτήματα που αφορούν στη σχέση της ζωής και του θανάτου άλλοτε με τη ζυγαριά να γέρνει προς τη φωτεινή πλευρά της αισιοδοξίας και άλλοτε σε έναν ρεμβαστικό πεσιμισμό (π.χ. Θανάσης Χατζόπουλος, Το φιλί της ζωής).
Αλλά και κατά το εκδοτικό έτος 2017 διαπιστώνουμε τις ίδιες κυρίαρχες τάσεις σε αρκετές παραλλαγές:
Η τάση μιας πιο «λόγιας» ποίησης, δημιουργών, οι οποίοι έχουν ασκηθεί ή μελετήσει και άλλες ποιητικές παραδόσεις -εκτός από την ελληνική- και επιχειρούν να δώσουν ένα ολοκληρωμένο σύνθεμα που να αφομοιώνει διαφορετικούς ποιητικούς τρόπους, με προσεγμένη γλώσσα και διακειμενικές αναφορές (π.χ. Λιάνα Σακελλίου, Όπου φυσά γλυκά η αύρα, Χάρης Ψαράς, Gloria in excelsis). Η τάση μιας ποίησης στραμμένης περισσότερο στην ελληνική παράδοση υιοθετώντας, ανά περίπτωση, τη λυρική ή/και τη συμβολιστική στιχουργική της (π.χ. Γιάννης Ζαρκάδης, Το μελισσόχορτο). Μια τάση που παρακολουθεί περισσότερο τον ιστορικό βηματισμό των γεγονότων που τροφοδότησαν τις προηγούμενες γενιές και που αντηχούν μέσα από τα βιωμένα τους τραύματα ώς και σήμερα (Δ. Κανελλόπουλος, Το φράγμα της μνήμης) αλλά και με μια σύγχρονη ματιά πάνω στα συλλογικά μας προβλήματα. (Μαρία Κουλούρη, Καθημερινά κρεβάτια). Η ποίηση ενός λόγου πιο νεανικά καινοτομικού ή/και αιρετικού που εκφράζει μια ποίηση περισσότερο προσγειωμένη στα δεδομένα της νεότερης γενιάς (π.χ. Γιάννης Στίγκας, Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι, Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Η επιστροφή των νεκρών). Μια ποίηση που, υιοθετώντας ένα χαρακτηριστικό εκφραστικό τρόπο/μέσο, δηλώνει μια πιο στέρεα προτίμηση, καλλιεργώντας την ως σταθερό εργαλείο ποιητικής χωρίς να χάνεται σε μια αποπροσωποποιημένη ανομοιογένεια (π.χ. Δήμητρα Χριστοδούλου, Παράκτιος οικισμός, Βαγγέλης Δημητριάδης, Κυπαρίσσια).
Μια τάση που μετέρχεται τον σκανδαλιστικό τρόπο μιας ρηξικέλευθης βεβήλωσης (π.χ. Κατερίνα Χανδρινού, Γιατί δεν οδηγούν οι ποιητές). Μία ποιητική τάση που αντλεί το εννοιολογικό και συναισθηματικό της φορτίο από ένα συνεχώς ζωντανό και ανανεούμενο μυθολογικό παρελθόν (π.χ. Άννα Γρίβα, Σκοτεινή κλωστή δεμένη). Μια ποίηση που ανανεώνει τη δραματουργική παράδοση, υιοθετώντας και αφομοιώνοντας το θεατρικό ποιητικό παρελθόν, αλλά με σύγχρονη ματιά, που δεν αρνείται την ιστορία και δεν φοβάται τον πολιτικό υπαινιγμό (π.χ. Σταύρος Ζαφειρίου, Αυτοάνοσο).
Ένας ποιητικός τρόπος ο οποίος αφομοιώνοντας τεχνοτροπίες και ρεύματα του μοντερνισμού από τις πρώτες του μάλιστα εκφράσεις, ενσωματώνει και την πολιτική διάσταση σύγχρονων ιστορικών γεγονότων, υιοθετώντας το αίτημα ενός ολιστικού συνθέματος (π.χ. Κώστας Γουλιάμος, Η ομιλία της νύχτας). Μια τάση που δεν διστάζει να αυτοαναιρείται χιουμοριστικά, να αντιμετωπίζει με θυμηδία τα ανθρώπινα, ακόμη κι εκεί όπου η νοσταλγία μπορεί να μας πονάει (π.χ. Γιάννης Ζέρβας, Οι μικροί μου ήρωες). Η ποιητική γραφή εκείνη που τείνει να εξαρθρώνει τον λόγο οδηγώντας τον στα άκρα ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο τον προβληματισμό για τα όρια της γλώσσας και της έκφρασης (π.χ. Βασίλης Αμανατίδης, Εσύ: τα στοιχεία).
Κλείνοντας για σήμερα, αναλογίζομαι, καθώς προσπαθώ να συμψηφίσω όλα αυτά τα, τόσο διαφορετικά στην έκφραση και συγχρόνως τόσο όμοια στον βαθύτερο πυρήνα τους, ποιητικά θεωρήματα, πόσο σπουδαίο είναι σε καιρούς δύσκολους, σχεδόν δυστοπικούς, να μπορούμε να διαβάζουμε, να μπορούμε να γράφουμε ποίηση.
Κι είναι αυτό το γεγονός, από μόνο του, τόσο παρήγορο. Γιατί αυτή είναι, κατ’ ουσίαν, η ίδια η δύναμη της ζωής.
∗ Φωτογραφία: Patrick Tomasso