Ο Τάκης την 1η του Ιούνη 2020, εδώ σε αυτό το σπίτι, όταν η Δήμητρα είχε φύγει μαζί με την άνοιξη εκείνης της χρονιάς, μου είχε ζητήσει -αν θα μπορούσα φυσικά- να πω κάποια λόγια γι’ αυτήν. Καλό της κατευόδιο είχαμε ευχηθεί όλοι μας την επόμενη ημέρα και, καλή αντάμωση τής βροντοφώναξα, και αφού είχαμε ολόκληρη την ελευθερία έκφρασης, την άνεση που πάντα πλεόναζε σε αυτό το υπέροχο σπίτι με τις ατέρμονες συζητήσεις, με τη θάλασσα και τα δέντρα, με τα αδέσποτα γατιά και την πισίνα του Λένιν, και χωρίς φυσικά την αυστηρότητα που θα όριζε το τελετουργικό και θρησκευτικό πρωτόκολλο -λες και κάποιος θα μας απέκλειε από τον παράδεισο εξαιτίας μιας υπογραφής ή ενός λιβανίσματος- και χωρίς καμία τέτοιου είδους δέσμευση απέναντι στα θεία, εμείς την ξεπροβοδίσαμε όπως εκείνη ήθελε και πίστευε πως πρέπει να γίνει. Όμως την τελευταία στιγμή μπλόφαρε και επέστρεψε πίσω στις καρδιές μας. Δε λέει να φύγει από τότε. Και κάθε που τα βρίσκουμε ζόρικα, έρχεται, γλιστράει σαν πνεύμα από την καρδιά στο νου και ξεκινάμε την κουβέντα πάλι που αφήσαμε στη μέση και όλα λύνονται με τρόπο μαγικό.
Δύο χρόνια και τέσσερις μήνες μετά, ο Τάκης μας φεύγει και αυτός από κοντά μας, αιφνίδια, χωρίς κανένα προειδοποιητικό σημάδι. Νιώθαμε μετά τη Δήμητρα πως εκείνος κουβαλούσε την ιστορία της, το ιδεολογικό της φορτίο, και έτσι το κενό έμοιαζε κάπως διαχειρίσιμο. Με το σοκ της είδησης του θανάτου του Τάκη αισθανόμαστε πως ο ίδιος τα μάζεψε όλα και πάει να τη συναντήσει. Σε αυτό εδώ το σπίτι, όλες οι ιστορίες της Δήμητρας είχαν επί της ουσίας ειπωθεί για τον αγαπημένο της τον Τάκη, αυτός ήταν το πρόσωπο στο οποίο τις αφιέρωνε. Ό,τι ακούγαμε εμείς φιλτράρονταν με ένα τρόπο αργό, διακριτικό και καταλυτικό από εκείνον. Γέμιζε τον χώρο η παρουσία του. Μας ανέπνεε και τον αναπνέαμε. Εσύ νόμιζες πως μιλούσε σε σένα, όμως εκείνη, η Δήμητρα, απευθυνόταν σε εσένα διαμέσου του αγαπημένου της Τάκη. «Έτσι δεν είναι Τάκη; Τάκη δεν έχω δίκιο;». Αυτό το αδιαίρετο δίδυμο, Τάκης-Δήμητρα, προσδίδει στους ξεχωριστούς τους θανάτους έναν ενιαίο χαρακτήρα, έναν μεγάλο θάνατο, και κάνει τον πόνο συνισταμένη, λεπίδι στην καρδιά μας.
Ήταν μία ημέρα που ο Τάκης εφημέρευε. Νομίζω άνοιξη που τελείωνε και έμπαινε δειλά-δειλά το καλοκαίρι. Καθόμασταν μια παρέα μαζεμένοι στο μπαλκόνι. Ο Τάκης επέστεψε κάποια στιγμή με σουβλάκια, μπύρες και κόκα κόλα. Η Δήμητρα μού έλεγε εδώ έξω στο μπαλκόνι, και όσο ο Τάκης έλειπε, για την κηδεία της Έλλης Παππά που είχε γίνει πριν κάποια χρόνια, και πως πλάι στο κιβούρι της ακούμπησαν την οστεοθήκη με τα απομεινάρια του αγαπημένου της Νίκου Μπελογιάννη. Ήταν τόσο παραστατική που σαν να το έβλεπα μπροστά μου. Η ζωή μας, οι ζωές μας, κάνουν κύκλους, έχουν γυρίσματα και πυροδοτούνται από συμπτώσεις και επαναλήψεις. Έτσι είναι τα πράγματα. Είναι και το τυχαίο θα μου πεις. Το ότι η ύπαρξή μας είναι τόσο σύντομη που το ένα συμβάν πέφτει πάνω στο άλλο σαν καραμπόλα αυτοκινήτων. Το χειρότερο, είναι, πως οι άνθρωποι φεύγουν από κοντά μας και δεν προλαβαίνουμε να τους πούμε πόσο πολύ τους αγαπήσαμε και πόσο πολύ τους αγαπάμε.
Τον Τάκη τον γνώρισα το 2004, πριν δεκαοκτώ περίπου χρόνια στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Τον έψαχνα. Είχαμε τηλεφωνικά κανονίσει να συναντηθούμε για να μου δείξει το ακτινολογικό τμήμα, καθώς αμφιταλαντευόμουν ακόμα στο ποια ιατρική ειδικότητα θα ακολουθούσα. Πίστευε πως θα με καταφέρει. «Τον κύριο Νικολόπουλο ψάχνω, μήπως ξέρετε πού θα τον βρω;», ρωτάω στη γραμματεία του τμήματος. «Χτυπήστε την πόρτα που βρίσκεται στο βάθος του διαδρόμου, ο κύριος Νικολόπουλος βρίσκεται σε εξέταση». Έτσι και έκανα. Ο Τάκης βρισκόταν στο τέρμα της αίθουσας πάνω από έναν ασθενή σε μία επεμβατική αγγειολογική πράξη, μία ψηλαφώντας τον ασθενή και μία κοιτάζοντας την οθόνη. Τον πλησιάζω και του συστήνομαι. Με νεύμα ήπιο μου λέει να καθίσω. Για αρκετή ώρα τα μάτια του Τάκη ήταν καθηλωμένα πάνω στον ασθενή και στο monitor. Νηφάλιος. Μου εξηγούσε αργά, με ακρίβεια και αρτιότητα στη διατύπωση. Μεσολαβούσαν μεγάλα κενά λόγου όπου ο Τάκης ήταν αφοσιωμένος στο ιατρικό του έργο. Ο Τάκης με τεράστια εμπειρία στην επεμβατική ακτινολογία, με μετεκπαιδεύσεις στο Παρίσι, πρόσφερε πάρα πολλά, ανεκτίμητη η συνεισφορά του ως γιατρού στην Υγεία στην Ήπειρο. Στον αυχένα του εκείνη τη μέρα παρατήρησα ένα περιλαίμιο με σκίτσο του Τσε Γκεβάρα που επαναλαμβάνονταν. Από εκεί κρέμονταν ο μετρητής της ακτινολογίας, το σήμα κατατεθέν των ακτινολόγων ιατρών. Χρόνια αργότερα έμαθα πως το περιλαίμιο με τον Τσε ήταν δώρο του Αποστόλη από το ταξίδι του στην Κούβα. Ο Τάκης μού έδειξε τα πάντα εκείνη τη μέρα. Όλες τις δυνατότητες και τις επιστημονικές προεκτάσεις της ειδικότητας. Χωρίς φαμφάρες και περιττά. Στον στόχο ακριβώς και με ένα βλέμμα βαθύ, πνευματώδες και νηφάλιο.
Έτσι λιγομίλητα με ξεπροβόδισε.
Από τότε κατάλαβα πως ο Τάκης ήταν να μη σε μάθει. Όταν σε μάθαινε σου ανοιγόταν. Ένας μπαξές ο Τάκης. Πλούτος γνώσεων, και συναισθημάτων. Απλότητα, αμεσότητα, δοτικότητα, χιούμορ ιδιαίτερο, χαρακτηριστικό, αυτοσαρκασμός. Εστέτ και λάτρης της αισθητικής. Ταυτόχρονα λαϊκός και προσιτός στον κόσμο που τον αγάπησε. Ταξιδιάρης. Αγωνιστής της Αριστεράς, υποστηριχτής των ιδεών του, γνήσιο τέκνο του διαφωτισμού, συνδύαζε τον ορθό λόγο και την επιστημοσύνη με το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο. Παρότι ακολουθούσε μαθηματική και αλγοριθμική σκέψη, ταυτόχρονα είχε ένα πλατύ πεδίο θέασης των πραγμάτων. Ατέρμονες οι συζητήσεις μας για την τέχνη, την αναγκαιότητά της, την εναλλακτική ιατρική, τη σύζευξη μακρόκοσμου με μικρόκοσμο. Το σύμπαν. Πολλά. Η ιστορία του στην πολιτική και τον συνδικαλισμό μεγάλη και πλούσια. Ο θεσμικός του ρόλος ως διοικητής της 6ης Υγειονομικής Περιφέρειας ήταν κάτι πολύ πιο πέρα από τη γραφειοκρατία εκείνων που χρονίως μας διοικούν και μας εξουσιάζουν. Ο Τάκης από τη θέση του διοικητή της 6ης Υγειονομικής Περιφέρειας, έπαιρνε το αίμα μας πίσω, «έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε;». Όχι βέβαια, ο Τάκης αγωνίστηκε γι’ αυτά που πίστευε διαψεύδοντας τους πραίτορες, κόντρα σε μία εποχή που θέλει να ισοπεδώσει τα πάντα. Έδωσε μάχες με το σπαθί του, την επιστημονικότητά του, τη διορατικότητά του, το σθένος του, με πολύ αντίθετο τον καιρό και τον άνεμο.
Ο Τάκης ήταν μάγκας, ντόμπρος, δεινός μάγειρας, και φιλόζωος. Φρόντιζε τις γάτες και τους γάτους μέχρι τέλους. Τον Τσιτσίνο που χάθηκε, την Κάλη και Βλακέντιο που ακόμα τον αναζητούν. Ο Τάκης λάτρευε τα παιδιά του, αλλά και τα παιδιά όλου του κόσμου.
Οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, και μας αγάπησαν, ζούνε για πάντα και τους κουβαλάμε μέσα μας, όσο αιφνίδια και παράδοξα κι αν φεύγουν από κοντά μας.
Και μένουμε λιγότεροι όσο τα χρόνια περνούν. Ας είναι καλά ο Αποστόλης και η Μαρία που τα μάτια της κρύβουν ένα παράξενο φως, όπου σαν να κουρνιάζει για να γαληνέψει ο Τάκης μέσα στις ακτίνες των αποχρώσεών τους, κάθε σούρουπο που θα έρχεται. Ας είναι καλά και η Ρίτα που τον αγάπησε, τον έκανε ευτυχισμένο τον τελευταίο χρόνο του, τον έκανε να ξεχάσει, να ονειρευτεί, να κάνει σχέδια για το μέλλον. Και που έδωσε την ύστατη, τη μεγάλη μάχη στο πλευρό του, να τον κρατήσει στη ζωή.
Ας είμαστε όλοι μας καλά να συνεχίσουμε την ιστορία των ανθρώπων που αγαπήσαμε, και μας αγάπησαν.
Τάκη, η Πρέβεζα που λάτρεψες, και ο κόσμος της, η «άλλη Πρέβεζα» που εσύ γνώρισες εις βάθος με τον ολόδικό σου -καθαρά- βιωματικό τρόπο, σύσσωμη, σε αποχαιρετά.
Πρέβεζα, 22/10/2022,
οικία Τάκη Νικολόπουλου
και Δήμητρας Καστάνη