in

Η χρηματοδότηση των κομμάτων και η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ

editor_image

Του Χρήστου Τσούτση


Με ενδιαφέρον παρατηρεί κανείς την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία που κατατέθηκε πρόσφατα στον δημόσιο διάλογο για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων.
Η πρόταση, παίρνοντας ως παράδειγμα τις διογκωμένες οφειλές της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ που έχουν χτυπήσει «κόκκινο» και που με τον ρυθμό που αποπληρώνουν οι ηγεσίες τους δεν πρόκειται να τακτοποιήσουν τα συνολικά ποσά δανειοδότησης, αναδεικνύει οπτικές για το πώς πρέπει να δημιουργηθεί ένας «καινούριος» οδικός χάρτης για τις χρηματοδοτήσεις αλλά και πώς να αποπληρωθούν παλιότερες οφειλές .
Τι λέει όμως σε γενικές γραμμές η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης:
«Τα υπερχρεωμένα κόμματα οφείλουν να καταβάλλουν το 75% της κρατικής χρηματοδότησης και οι βουλευτές αυτών των κομμάτων να έχουν την υποχρέωση να καταβάλλουν το 40% της αποζημίωσης που παίρνουν από το κράτος.»
Η πολιτική με όρους κομμάτων εξουσίας στην Ελλάδα είναι πολύ δαπανηρή δραστηριότητα. Τα κόμματα εξουσίας έχουν πολλά έξοδα: επαγγελματικά στελέχη, διοικητικό προσωπικό, ενοικίαση κτιρίων, συντήρηση ιδρυμάτων, προεκλογικές καμπάνιες, διαφημιστική προβολή από τα μέσα ενημέρωσης, παραγγελίες για δημοσκοπήσεις, προπαγάνδα. Ενδεχομένως λοιπόν από την παραπάνω διευθέτηση να βρεθεί μια λύση.
Θεωρητικά οι βουλευτές των αστικών κομμάτων μπαίνουν στην πολιτική για να υπηρετήσουν την παράταξή τους, κάποιοι όμως στην πραγματικότητα και για να αυξήσουν τις περιουσίες τους. Συνήθως λοιπόν παρατηρείται το φαινόμενο αρκετοί Βουλευτές να βγαίνουν πλουσιότεροι και ελάχιστοι να βγαίνουν φτωχότεροι με την ενασχόληση τους με τα κοινά.
Και η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ την περίοδο της παντοδυναμίας τους ήταν πολυέξοδοι οργανισμοί. Η κρατική χρηματοδότηση, αν και παχυλή, δεν έφτανε και αναγκάζονταν να παίρνουν συνεχώς δάνεια από τις τράπεζες με προκλητικά ευνοϊκούς όρους-πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού με μεγάλα διαστήματα αποπληρωμών. Δάνεια που προφανώς ακόμα και στις πιο «ανθηρές» εποχές ανάπτυξης δεν δίνονταν εξίσου εύκολα σε ιδιώτες. Το πιο σκανδαλώδες βέβαια ήταν οι ευνοϊκές έως χαριστικές ρυθμίσεις στις οφειλές στα δάνεια αυτά τα οποία «μετεξελίχτηκαν» με τα χρόνια σε «θαλασσοδάνεια». Ρυθμίσεις που ουσιαστικά μεγέθυναν το φαύλο κύκλο χρέους, αλλά που για άλλη μια φορά δεν είχαν την δυνατότητα να έχουν οι απλοί πολίτες.
Μοναδική εγγύηση λοιπόν που έδιναν ήταν η κρατική χρηματοδότηση, το ύψος της οποίας είχε σχέση με την εκλογική δύναμή τους. ‘Ο κρουνός’ αυτός άρχιζε σταδιακά να στερεύει μετά το 2014.
Αυτό που παρατηρούνταν πάντως ήταν ότι οι οφειλές ήταν τόσο διογκωμένες που ούτε η κρατική χρηματοδότηση ήταν αρκετή, ούτε τα τραπεζικά δάνεια για να μπορούσαν να καλύψουν τα τεράστια έξοδά τους.
Από πού λοιπόν μπορούσαν να αντλήσουν επιπλέον χρηματοδότηση;
Το πρόβλημα λυνόταν με την κρυφή χρηματοδότηση των κομμάτων από ιδιώτες και από μεγάλες εταιρείες –πολυεθνικές ή ελληνικά σχήματα. Σίγουρα η παραπάνω πρακτική δεν αποτελεί ελληνικό παράδειγμα. Το Λαϊκό Κόμμα της Ισπανίας αντιμετώπισε παρόμοια προβλήματα.
Ουσιαστικά οι «κρυφές χρηματοδοτήσεις» ήταν ενισχύσεις κάτω από το τραπέζι με αντάλλαγμα δουλειές από τις κυβερνήσεις προς τους «χρυσούς» χορηγούς. Στην απολογία του ο Θ. Τσουκάτος είπε ότι για τις εκλογές του 2000 μπήκαν στα ταμεία του ΠΑΣΟΚ 16 δισεκατομμύρια δραχμές (περίπου 47 εκ. ευρώ), από την Siemens. Αυτό από μόνο του αρκεί για να αναδείξει την παραπάνω πρακτική.
Πώς θα έπαιρνε επίσης καλές τιμές για τα φάρμακά της η Novartis αν δεν μοίραζε δώρα σε κυβερνητικούς παράγοντες, γιατρούς και κρατικούς αξιωματούχους; Άλλωστε πλήρωσε πρόστιμο 300.000.000 δολάρια στις ΗΠΑ για τις παράνομες πρακτικές της στην Ελλάδα.

Ακόμη κι αν γίνει λοιπόν δεκτή η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ – ένα σενάριο αρκετά δύσκολο-, τα «δώρα» των πλουσίων στα κόμματα εξουσίας δεν πρόκειται να σταματήσουν. Η διαπλοκή έχει εγκατασταθεί για τα καλά και φαίνεται πως είναι πλέον συστατικό στοιχείο της ίδιας της «πολιτικής πραγματικότητας».