Η θεμελιώδης και στρατηγικού χαρακτήρα παραδοχή για τον προσανατολισμό της αναπτυξιακής και της οικονομικής πολιτικής (Ταμείο Ανάκαμψης) καθώς και για την ευέλικτη αποτελεσματικότητα της εργασίας (Εργασιακό Σχέδιο Νόμου) στην Ελλάδα, είναι η εικονική κατανόηση της πραγματικότητας, η οποία καθοδηγεί την κυβερνητική σκέψη, μεταξύ των άλλων, της μονομερούς ενδυνάμωσης (πράσινη οικονομία, ψηφιακή τεχνολογία) της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και της απομείωσης της εργασίας. Κι’ αυτό αποδεικνύεται τόσο από την κεντρική επενδυτική (58% των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης) πράσινη και ψηφιακή κατεύθυνση, όσο και από το περιεχόμενο του εργασιακού σχεδίου νόμου (επέκταση όλων των μορφών ευελιξίας, κατάργηση οκταώρου, ατομική σύμβαση, απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση, ψηφιακο-τεχνολολογικός (δήθεν ουδέτερος) μετασχηματισμός του ΣΕΠΕ (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας) σε Ανεξάρτητη Αρχή, περιορισμοί της συνδικαλιστικής δραστηριότητας και της κήρυξης απεργίας, κ.λ.π.) το οποίο, κατά βάση, αποτυπώνει την εικονική κατανόηση (ισοδύναμη σχέση εργαζομένων-εργοδοτών) της πραγματικότητας στην αγορά εργασίας της χώρας μας. Πιο συγκεκριμένα, η εικονική κατανόηση της οικονομικής και εργασιακής πραγματικότητας στην Ελλάδα αποτυπώνεται με τον πιο εύληπτο τρόπο τόσο στο επίπεδο της πλήρους αποσύνδεσης της αναπτυξιακής-επενδυτικής πολιτικής από τις πραγματικές ανάγκες (παραγωγικό-τεχνολογικό έλλειμμα) της ελληνικής οικονομίας, όσο και στο επίπεδο του προ-βιομηχανικού περιεχομένου (18ος αιώνας) του εργασιακού σχεδίου νόμου (κοινωνικό έλλειμμα). Βέβαια, η κυβερνητική επιλογή της εικονικής κατανόησης της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας με ιδεολογικο-πολιτικούς και όχι της κατανόησης με πραγματικούς όρους, ουσιαστικά επιδιώκει, μεταξύ των άλλων, την μετατόπιση του κέντρου βάρους της δημόσιας συζήτησης από την κριτική της ασκούμενης νεοφιλελεύθερης στρατηγικής (shock therapy) και πολιτικής, στην αναγκαιότητα της ριζικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας και του εκσυγχρονισμού μετά από 39 χρόνια της εργατικής νομοθεσίας. Όμως, κατ΄αυτόν τον εικονικό τρόπο κατανόησης και υποστήριξης των επιχειρημάτων που διατυπώνονται από κυβερνητικά στελέχη, ουσιαστικά παρακάμπτονται στην σκέψη τους και στα επιχειρήματα τους οι συνέπειες, μεταξύ των άλλων, για παράδειγμα της πλήρους ευελιξίας της αγοράς και του χρόνου εργασίας (ατομική συμφωνία) στην μείωση των μισθών των εργαζομένων (ετήσια απώλεια τριών μισθών περίπου) την οποία θα ιδιοποιούνται οι εργοδότες, ενώ την αύξηση της ανεργίας και την μείωση της εγχώριας ζήτησης θα επιφορτίζονται οι άνεργοι, η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Στις συνθήκες αυτές, η προβλεπόμενη επιδίωξη της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων και της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, θα συντελεστεί με μείωση του μισθολογικού και του μη μισθολογικού κόστους εργασίας. Στην προοπτική αυτή, τα δύο σχέδια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και απομείωσης της εργασίας, ουσιαστικά αποτελούν μία βίαιη αλλαγή του παραγωγικο-αναπτυξιακού και εργασιακο-κοινωνικού μοντέλου, με τον επανακαθορισμό των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας, της διάρθρωσης της παραγωγής και της οργάνωσης της εργασίας. Η παρατήρηση αυτή, σε εθνικούς και ευρωπαϊκούς όρους, σημαίνει την αναπαραγωγή με δυσμενέστερους όρους για την κοινωνία και την εργασία, του μοντέλου του «εξαγωγικού βορρά» και του «εισαγωγικού νότου» της δεκαετίας του 1960 και εντεύθεν, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, για την χειραγώγηση της οικονομίας και της εργασίας στην χώρα μας. Έτσι, κατά την τρέχουσα δεκαετία στην Ελλάδα αποπειράται να εγκαθιδρυθεί μία νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα η οποία συνίσταται στην αύξηση της κερδοφορίας όχι μόνο από την επιχειρηματική δραστηριότητα και από την ιδιοποίηση της υπεραξίας των εργαζομένων αλλά επιπλέον και από την σημαντικού επιπέδου απομείωση της εργασίας και περιορισμού των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Αντίθετα, σε πραγματικούς όρους η ουσιαστική αντιμετώπιση του παραγωγικού και κοινωνικού ελλείμματος, δηλαδή του «δίδυμου ελλείμματος», το οποίο έχει βυθίσει την ελληνική οικονομία και κοινωνία, απαιτεί η στρατηγική και πολιτική οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στην χώρα μας να μη βασίζεται σε όρους εικονικής κατανόησης της πραγματικότητας, ούτε, όπως στο παρελθόν, σε πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης και ανασφάλειας των εργαζομένων που οδηγούν, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, σε κατάρρευση της παραγωγικότητας-ανταγωνιστικότητας-τιμής. Έτσι, στην κατεύθυνση αυτή απαιτεί την συστολή της μονοκαλλιέργειας των υπηρεσιών και του τουρισμού (20,8% του ΑΕΠ και 21,7% της απασχόλησης) με την τεχνολογική-καινοτομική αναβάθμιση των μεταποιητικών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων (μερίδιο βιομηχανίας στο ΑΕΠ 10% (2018) από 33% (1970), των αναπτυξιακών υποδομών και της πρωτογενούς παραγωγής. Επιπλέον, απαιτείται να βασίζεται στην κλαδική και την περιφερειακή αναδιάρθρωση της παραγωγής, την παραγωγική-τεχνολογική διασύνδεση, την ποιότητα της εργασίας και την ρύθμιση της αγοράς εργασίας, την βελτίωση του συστήματος κοινωνικής πολιτικής (παιδείας, κοινωνικής ασφάλισης, υγείας, πρόνοιας), το υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Διαφορετικά, σε μία οικονομία, όπως η ελληνική που παρήγε (27% (2010) των προϊόντων που κατανάλωνε), το μέλλον που προδιαγράφεται γι΄αυτήν είναι ο δανεισμός, το χρέος, οι εξαγορές, η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων, των δημόσιων υποδομών και περιουσιακών στοιχείων, η ανεργία, η μείωση των εισοδημάτων, η αύξηση των ανισοτήτων, η φτωχοποίηση του πληθυσμού, η μετανάστευση στο εξωτερικό, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, κλπ. Με άλλα λόγια συνιστά έναν κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό με χαρακτηριστικά αναδυόμενης οικονομίας.
in Εφημερίδα
Η εικονική κατανόηση της πραγματικότητας ως μοχλός χειραγώγησης της οικονομίας και της εργασίας
Του Σάββα Γ. Ρομπόλη
• Ομ. Καθηγητή Παντείου Παντείου
Του Βασιλείου Γ. Μπέτση
• Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου