Η κλιμάκωση της επιθετικότητας της Τουρκίας, ποσοτική και ποιοτική, προκαλεί ανώμαλη προσγείωση στην ελληνική εξωτερική πολιτική που για περισσότερα από 20 χρόνια πορεύθηκε με το «δόγμα» της ελληνοτουρκικής φιλίας, της βήμα προς βήμα προσέγγισης, των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, όπως ήταν μερικοί από τους τίτλους που κατά καιρούς είχαν βαφτίσει την φοβική «πολιτική του κατευνασμού».
Σε όσους προσπαθούσαν να αρθρώσουν σοβαρό λόγο προτείνοντας μία διαφορετική στρατηγική αποτροπής της τουρκικής απειλής -που να διαβάζει σωστά την Τουρκία επί τη βάση των ιστορικών δεδομένων και του διαχρονικού συσχετισμού ισχύος των δύο χωρών -, ετίθετο το ηλίθιο ερώτημα: «δηλαδή θέλετε πόλεμο;». Και όπως όλα τα ηλίθια ερωτήματα δεν έχει απάντηση. Επιπλέον, η διατήρηση του status quo στα ελληνοτουρκικά βαπτίστηκε απαξιωτικά «πολιτική της στασιμότητας», ωσάν η διασφάλιση της κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων να έχει αρνητικό περιεχόμενο και αντίθετα να είναι εξ ορισμού θετική έννοια η κινητικότητα που καταλήγει σε υποχωρήσεις και εκπτώσεις.
Το ίδιο ηλίθιο είναι το δήθεν «πειστικό επιχείρημα» της συνεκμετάλλευσης πίσω από το ερώτημα «δηλαδή είναι καλύτερα να μένει όλος ο φυσικός πλούτος ανεκμετάλλευτος από το να πάρει ένα τμήμα του η Τουρκία»; Ή διαφορετικά «ας μην είμαστε μοναχοφάηδες» ή «το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη». Ωσάν το πρόβλημα να είναι οι ελληνικές «μαξιμαλιστικές απαιτήσεις» και ακολούθως αν αναγνωρίσουμε και στην Τουρκία κάποια δικαιώματα συνεκμετάλλευσης ενός φυσικού πλούτου – αποσιωπάται ότι είναι ο δικός μας φυσικός πλούτος- τότε θα λυθούν και οι διαφορές. Οι ίδιοι βέβαια δεν απαντούν γιατί τότε η Τουρκία βάζει θέμα ελληνικών χωρικών υδάτων (με casus belli) και εναέριου χώρου ή γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο, και παράλληλα αμφισβητεί την ιδιοκτησία βραχονησίδων και νησιών της Ελλάδας ή γιατί βάζει θέμα Θράκης και αμφισβητεί μέχρι τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στην Κρήτη;
Τώρα όμως που η άνευ προηγουμένου έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας ενταφίασε την πολιτική της ελληνοτουρκικής προσέγγισης προέκυψε όχι μόνο ότι ήταν λανθασμένη και ανεδαφική, αλλά κυρίως αναδείχθηκε το τεράστιο κενό στρατηγικής της Ελλάδας στην εξωτερική της πολιτική και στα ελληνοτουρκικά.
Όπως είχε περιγράψει ήδη από το 1990 ο Παναγιώτης Κονδύλης η Τουρκία ακολουθεί στρατηγική μεγάλης περιφερειακής δύναμης που στόχος της είναι η δορυφοροποίηση της Ελλάδας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου το είχε πει με τον δικό του τρόπο ότι «η Τουρκία είναι εγγενώς επεκτατική δύναμη». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι οπαδοί του κατευνασμού δεν αντιλαμβάνονται πώς όσα από τα δικά μας και αν εκχωρήσουμε στην Τουρκία, όσες απαιτήσεις της και αν ικανοποιήσουμε εκείνη θα εγείρει νέες, ώστε να διατηρεί την πίεση και την απειλή έναντι της χώρας μας και να επιβάλλει την επικυριαρχία της στην περιοχή.
Η ποιοτική και ποσοτική διαφοροποίηση της τουρκικής απειλής συντελείται σε μία συγκυρία που είναι στην κυβέρνηση η ΝΔ, ωστόσο η το έλλειμμα στρατηγικής διατρέχει όλο το πολιτικό σύστημα, κυρίως τα δύο κόμματα ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και τώρα, εξακολουθεί να μιλά για διάλογο με στόχο την παραπομπή στην Χάγη, αδυνατώντας όμως να εξηγήσει πώς ο διάλογος θα περιοριστεί στην μία και μόνη διαφορά που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Στο ίδιο μήκος κύματος εντάσσεται το ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει μιλήσει δημοσίως από επίσημα ελληνικά και διεθνή φόρα «για διαφορές (και όχι την μία και μόνη που είναι η υφαλοκρηπίδα), με την Τουρκία που πρέπει να αντιμετωπιστούν με διάλογο στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου» ή για «οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών» που στον πληθυντικό δεν περιορίζεται στην ΑΟΖ αλλά περιλαμβάνει και τα χωρικά ύδατα.
Εν τέλει, μετά από 20 χρόνια ελληνοτουρκικής φιλίας, η εσωτερική πολιτική τάξη στην Ελλάδα είναι έτοιμη -εάν το θελήσει ο Ερντογάν-, για έναν διάλογο που μπορεί να ξεκινήσει προσχηματικά με την υφαλοκρηπίδα και να εξελιχθεί σε εφ’ όλης της ύλης και αυτό να το βαφτίσει, με την βοήθεια των συστημικών μέσων, «ειρηνική επίλυση των διαφορών».