in

«Καύσιμα» για την επιστροφή στην κανονικότητα

editor_image

Tης Άρτεμις Σπηλιώτη
Δημοσιογράφος
Οικονομική συντάκτρια
Εφημερίδα των Συντακτών


Πλησιάζοντας στο τέλος των μέτρων στήριξης, η αγωνία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μεγαλώνει καθώς η πρόσβαση τους στην τραπεζική χρηματοδότηση παραμένει περιορισμένη. Ο κίνδυνος οι ΜμΕ – και κυρίως οι πολύ μικρές – να αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας είναι ορατός. Αντίθετα, δεν είναι ορατοί, για τους ΜμΕ, οι πόροι του Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) όχι μόνο γιατί υπάρχει έλλειμμα ενημέρωσης – πρόβλημα που δεν είναι μόνο ελληνικό – αλλά και οι μικρές επιχειρήσεις δεν πληρούν τα κριτήρια/προϋποθέσεις.

Στον δημόσιο διάλογο που διεξάγεται εδώ και πολλούς μήνες για το ζήτημα της τραπεζικής χρηματοδότησης η κάθε πλευρά – υπουργείο Οικονομικών, τράπεζες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις – διατυπώνει τα δικά της επιχειρήματα με την αλήθεια να βρίσκεται «κάπου στη μέση» και «όλοι έχουν τα δίκια τους».

Σε αυτό όμως που όλοι συμφωνούν είναι ότι πρέπει να βρεθεί μια ασφαλής διέξοδος, επωφελής για όλους από μια κατάσταση που διαμορφώθηκε την περίοδο της δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Περίοδος που η ελληνική επιχειρηματικότητα έδωσε σκληρό αγώνα επιβίωσης και πριν προλάβει να «επουλώσει» τις πληγές βρέθηκε αντιμέτωπη με την πανδημία.

Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι τα αιτήματα χρηματοδοτήσεων πολλών μικρών επιχειρήσεων απορρίπτονται λόγω «κόκκινων» οφειλών σε τράπεζες και δημόσιο (ασφαλιστικά ταμεία, εφορία), συνεχόμενων ζημιογόνων χρήσεων, υπερδανεισμού, απαγορευτικού για χρηματοδότηση κύκλου εργασιών. Και μόνο ένα μικρό ποσοστό των αιτήσεων απορρίπτεται επειδή η προτεινόμενη επένδυση δεν κρίνεται σκόπιμη ή βιώσιμη. Ομως και γι’ αυτές που πληρούν τα κριτήρια τα πράγματα ο δρόμος προς την τραπεζική χρηματοδότηση δεν είναι εύκολος. Σύμφωνα με πανευρωπαϊκή έρευνα της Ε.Ε και της ΕΚΤ για την πρόσβαση των ΜμΕ στον τραπεζικό δανεισμό (2020) από τις επιχειρήσεις που δεν μπήκαν καν στο κόπο να υποβάλλουν αίτημα στις τράπεζες το 30% των ελληνικών φοβήθηκε το «αλμυρό» επιτόκιο (μέσο επιτόκιο 5,8%) ενώ το αντίστοιχο ευρωπαϊκό ποσοστό ήταν 8% (μέσο επιτόκιο 2,85).

Από την άλλη πλευρά επειδή η δουλειά των τραπεζών είναι να δίνουν δάνεια υπόσχονται να ανοίξουν την περίμετρο των «bankable» επιχειρήσεων, χωρίς να παραβιάζουν τους εποπτικούς κανόνες, εμπλουτίζοντας τα κριτηρίων δανειοδότησης (ικανότητα του επιχειρηματία, βιωσιμότητα του επενδυτικού της σχεδίου, χρηματοδότηση επένδυσης από ίδια κεφάλαια , μελλοντικές ταμειακές ροές που θα παραχθούν μετά την ολοκλήρωση της επένδυσης κ.λπ) Και ταυτόχρονα δείχνουν στις μικρομεσαίες αλλά βιώσιμες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα, το δρόμο της χρηματοδότησης από ευρωπαϊκά προγράμματα και οργανισμούς.

Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη υπάρχει μεγάλο έλλειμμα ενημέρωσης όχι μόνο για το ΤΑΑ αλλά και για τα άλλα προγράμματα/εργαλεία χρηματοδότησης, όπως για παράδειγμα για το ΕΣΠΑ. Οι μικρές επιχειρήσεις που δεν μπορούν να σηκώσουν το κόστος πρόσληψης συμβούλων χάνονται μπροστά σε ένα κυκεώνα υποπρογραμμάτων και προκηρύξεων. Και αυτό, το πρόβλημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί κεντρικά και σε επίπεδο Ε.Ε.

Και προφανώς τα πρόβλημα χρηματοδότησης, αξιοποίησης όλων των διαθέσιμων πόρων, ενημέρωσης και καθοδήγησης των ΜμΕ δεν επιλύονται με επικοινωνιακές, μικροκομματικές και συντεχνιακές κορώνες. Ας τις αποφύγουν λοιπόν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *