Οριστική είναι η απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να μην προχωρήσει σε ανασχηματισμό και να συνεχίσει η κυβέρνηση με την τωρινή σύνθεσή της τουλάχιστον έως το τέλος του 2021, με βάση πάντα τους τωρινούς σχεδιασμούς.
Ο Πρωθυπουργός θέλησε να κλείσει τον κύκλο των εικοτολογιών και της παραφιλολογίας που είχε ανοίξει τις τελευταίες εβδομάδες με φημολογίες αλλά και δημοσιεύματα στα οποία πιθανολογούνταν επικείμενες αλλαγές στην κυβερνητική σύνθεση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Κυρ. Μητσοτάκης προ ημερών εκμυστηρεύθηκε σε συνομιλητές του την κατηγορηματική πρόθεσή του να προχωρήσει με τους σημερινούς υπουργούς και υφυπουργούς μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του επόμενου χρόνου.
«Δεν θα κάνω ανασχηματισμό πριν από τις αρχές του 2022 που συμπληρώνεται ένας χρόνος από τις προηγούμενες αλλαγές» φέρεται να είπε, παγώνοντας επί της ουσίας τον ανασχηματισμό που κυβερνητικοί παράγοντες διέρρεαν ότι θα γίνει, είτε στις αρχές Ιουλίου, με τη συμπλήρωση δύο χρόνων από την εκλογική νίκη της ΝΔ, είτε στις αρχές του φθινοπώρου, με την έναρξη της νέας πολιτικής περιόδου.
«Το τωρινό σχήμα λειτουργεί αποτελεσματικά και απέδωσε καλύτερα από το προηγούμενο», είναι η εκτίμηση που επικρατεί στο περιβάλλον του Κυριάκου Μητσοτάκη. «Δεν είναι όλα ιδανικά», προσθέτουν, καθώς «πάντα υπάρχουν τομείς και πρόσωπα που δεν αποδίδουν τα μέγιστα», λένε. Όμως, καταλήγουν, «με τη συνδρομή της εποπτείας από το Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο παρεμβαίνει όταν παρατηρούνται αρρυθμίες ή ολιγωρίες, η εικόνα της σημερινής κυβέρνησης είναι σε γενικές γραμμές, αρκετά καλή».
Οι τρεις λόγοι της παράτασης του σχήματος
Πέραν του γεγονότος ότι ο πρωθυπουργός, όπως επισημαίνουν συνεργάτες του, «δεν είναι οπαδός των συχνών ανασχηματισμών», οι βασικοί λόγοι για τους οποίους απομακρύνεται χρονικά η πιθανότητα αλλαγών στο υπουργικό σχήμα είναι, με βάση όσα αποκομίζουν πρόσωπα που συνομιλούν με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τρεις:
Πρώτον: Η ικανοποίηση που επικρατεί στην κοινή γνώμη για την απόδοση της κυβέρνησης. Εκτός από τις γνωστές δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας και δείχνουν τη διευρυνόμενη απόσταση που χωρίζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη από τον Αλέξη Τσίπρα και τη ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ, στη διάθεση του κυβερνητικού επιτελείο υπάρχουν εξειδικευμένες «ποιοτικές» μετρήσεις που γίνονται με τα λεγόμενα focus groups. Από τις τελευταίες προκύπτει ότι οι πολίτες αφενός εμπιστεύονται πλειοψηφικά την κυβέρνηση και αφετέρου ότι στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται εναλλακτική πρόταση που να αμφισβητεί την πολιτική κυριαρχία που απολαμβάνουν ο πρωθυπουργός και η κυβερνητική παράταξη.
Δεύτερον: Η πρόοδος, η οποία έχει αρχίσει να συντελείται σε μεγάλα έργα που ήταν βαλτωμένα και χρειάστηκε να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια, εν μέσω πανδημίας, για να ξεμπλοκάρουν και να μπουν στη φάση της υλοποίησης. Η επένδυση στο Ελληνικό, όπως επισημαίνουν, αποτελεί την πιο εμβληματική περίπτωση, η οποία μετά πολλών βασάνων και κόπων ξεκινά το αμέσως προσεχές διάστημα. Δεν είναι, όμως, το μόνο έργο, καθώς έχουν μπει ή μπαίνουν αυτό το διάστημα στις ράγες και μια σειρά άλλα μικρά και μεγάλα έργα σε όλη την επικράτεια.
Τρίτον: Η ανάγκη να τρέξουν πολύ γρήγορα οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τις οποίες είναι πλέον εξασφαλισμένη η χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης στο οποίο έχει ενταχθεί το εγχώριο Σχέδιο «Ελλάδα 2.0». Ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός, η πράσινη οικονομία, αλλά και η Παιδεία και η Υγεία, με το νέο ΕΣΥ που σχεδιάζεται μετά την εμπειρία της πανδημίας, είναι οι τομείς που θα απορροφήσουν τη μερίδα του λέοντος από τα κοινοτικά κονδύλια που θα αρχίσουν να ρέουν προς τη χώρα από τον επόμενο μήνα.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο Πρωθυπουργός δεν θέλει να διαταράξει τις υφιστάμενες συνθήκες προχωρώντας σύντομα σε έναν ανασχηματισμό, αλλά επιθυμεί να προωθήσουν το δυνατόν συντομότερο τις μεταρρυθμίσεις που είναι σε εκκρεμότητα. Έτσι, μετά το Εργασιακό νομοσχέδιο ακολουθούν οι ρυθμίσεις για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού και το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης.