Παίρνοντας το ερέθισμα από ένα βιβλίο για τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917, όπου ζούσαν Έλληνες, Εβραίοι, Μουσουλμάνοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, καθώς και μια τεράστια στρατιά από Άγγλους, Γάλλους και όλους τους υπηκόους των αποικιών τους, βλέπουμε ότι υπήρχε ένα πάντρεμα ηθών, εθίμων, αλλά και λέξεων από τη μια γλώσσα στην άλλη. Και παρατηρούμε ότι ακόμη και σήμερα, ασυναίσθητα τις περισσότερες φορές, μπορεί να χρησιμοποιούμε λέξεις που προέρχονται από πολλά χρόνια πίσω και από άλλες γλώσσες. Και έχουν φτάσει μέχρι τις μέρες μας είτε από ακούσματα στην οικογένεια μας από τους παππούδες μας, είτε από φίλους είτε από γείτονες στη πόλη, στο χωριό που κατοικούμε. Ειδικότερα, πολλές λέξεις που χρησιμοποιούμε σήμερα στη καθημερινή μας ρουτίνα, τις έχουμε δανειστεί από τη τουρκική γλώσσα.
Από τα πρώτα πρώτα και εύκολα που μας έρχονται στο νου είναι ο μπαχτσές (bagce), που σημαίνει κτήμα-κήπος, ο μανάβης (manav), που είναι ο οπωροπώλης, ο μπακάλης (bakkal), που είναι ο παντοπώλης και φυσικά ο χασάπης (kasap) που είναι ο γνώστος μας κρεοπώλης. Το κεμπάπ (kebap) που σημαίνει ψητός και απαντάται σε πολλά φαγητά και το γιοκ (yok) που σημαίνει όχι. Ποιος δεν έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη σατανάς (seytan), ο διάβολος [εξ ου και η ονομασία του στενού δρόμου μέσα στην αγορά της Πρέβεζας, το Σαιτάν παζάρ, δηλαδή το παζάρι του διαβόλου]. Το ρήμα κος (kos), που σημαίνει τρέχω και κάποια στιγμή προφανώς μπήκε η ελληνική κατάληξη -εύω, μας δίνει την πολύ γνωστή μας λέξη κοσεύω, που απαντάται ακόμη σε πολλά χωριά μας. Ο κιουτσούκ (kucuk) που σημαίνει μικρός και που σιγά έγινε κούτσκος, κούτσκο. Το γνωστό μας ιμαρέτ (imaret) είναι το πτωχοκομείο, το εκμέκ (ekmek), το ψωμί, ο αφέντης-εφέντης (efendi), ο κύριος. Το κουλέ (kule), o πύργος, που σιγά σιγά έφτασε στη παραφρασμένη λέξη κούλια, που κι αυτή σημαίνει φρούριο-πύργος και που υπάρχει σε πολλές περιοχές γύρω μας. Στη περιοχή της Συκούλας, που είναι στα σύνορα Άρτας – Αιτωλοακαρανανίας (και που συμπίπτουν με τα ελληνοτουρκικά σύνορα του 1832), της Κορωνησίας, της Παραμυθιάς και άλλες. Ο γιαλάν (yalan), ο ψεύτης, που μετά έγινε γιαλαντζί, που και αυτό χρησιμοποιείται σε πολλές ονομασίες φαγητών. Το ντεμέκ (demek), που σημαίνει δηλαδή και χρησιμοποείται πιο πολύ όταν θέλουμε να πούμε δήθεν, τάχα. Το γιουκ (yuk) που είναι το φορτίο και αυτό μπορεί να παραφράστηκε στη λέξης γιούκος, που ήταν το έπιπλο τρόπον τινά που κάνανε στοίβα τα παντός είδους σεντόνια, κουβέρτες, χαλιά κλπ. τόσο μέσα στο σπίτι, αλλά και κατά τη διαδικασία της μεταφοράς της προίκας της νύφης.
Πηγαίνοντας στα επαγγέλματα θα δούμε ότι έκτος από τη μετάφραση της λέξης, μας δίνεται και η προέλευση κάποιων επωνύμων που έχουν φτάσει και αυτά μέχρι τις μέρες μας. Ο κουγιουμτζού (kuyumcu), ο χρυσοχόος, από όπου έχει προκύψει το επώνυμο Κουγιουμτζής ή Κοεμτζής, ο τερζής (terzi), ο ράφτης δηλαδή που μας δίνει και τη προέλευση του όμωνυμου επωνύμου. Το επώνυμο Βογιατζής, που προέρχεται από τον μπογιατζή (boyaci). O Σέκερης ή και Σεκερτζής, που έρχεται από τη ζάχαρη (seker) και σημαίνει ζαχαροπλάστης ή ο Σούτσος, που μπορεί να προέρχεται από τη λέξη σου (su) που σημαίνει νερό και το επώνυμο σημαίνει σε πιο ελεύθερη μετάφραση νερουλάς. Και φυσικά ο Κουτσούκης ή Κούτσικος, επώνυμα που μπορεί να προέρχονται από το κιουτσούκ (kucuk) που αναφέραμε παραπάνω.
Προφανώς και τόσα χρόνια συνύπαρξης μας αφήσανε υπολείμματα γλωσσικά, εθιμικά και άλλα. Αυτό φυσικά δεν μειώνει στο ελάχιστο την τεράστια αξία της αρχαιοελληνικής μας κληρονομιάς, που μας άφησε τη γλώσσα μας, η οποία με τη σειρά της αποτέλεσε τη μήτρα πάρα πολλών άλλων γλωσσών.