in ,

Ταξίδι στον Χρόνο: Θα γίνει Πάσχα, λίγο από παλιά [του Δημήτρη Χρ. Μπανιά]

Μελισσουργιώτες με ξύλινα σουβλιά το Πάσχα του 1962
editor_image

Συνταξιούχος-Οικονομολόγος


Έχει αλλάξει όλη η πόλη μας και μέσα σε αυτά που αλλάξανε είναι και αρκετά για τις μέρες του Πάσχα. Η πόλη μας μετά το 1950 χωριζόταν σε καθαρό ιστό, κάτω από την Βασ. Κωνσταντίνου μέχρι τον Αϊ Γιώργη, την Μητρόπολη και την βαλαώρα. Όλοι περίμεναν το Πάσχα να γιορτάσουνε λίγο από τους μικρούς μέχρι τους μεγάλους. Σε όλα τα σπίτια ή στη γειτονιά γιόρταζαν όλοι, τηρώντας όλα τα έθιμα και συγχρόνως τις απαγορεύσεις. Καθώς πλησίαζε η μεγάλη βδομάδα οι νοικοκυρές είχαν το μυαλό τους πως με τα λίγα ή πολλά που είχανε θα περάσουν καλύτερα ή θα τα ετοιμάσουν καλά.

Τα παιδιά από τις μικρές τάξεις του Δημοτικού μέχρι το Γυμνάσιο σκέφτονταν πως θα περάσουν καλύτερα. Οι μικροί είχαν να μάθουν καλά και τον «Λάζαρο» και τα «Πάθη» κάτι θα έβγαζαν να έχουν 5-10 δραχμές, οι μεγαλύτεροι αν θα κάνουν καμιά ζαβολιά ή αν κατάφεραν να δούνε 2-3 τρία στους κινηματογράφους της πόλης ή αν μπορέσουν να πάνε σε κάποιο καφενείο και να μην τους δει κανένα μάτι συγγενούς. Οι κοπέλες υποχρεωτικά κάθε βράδυ στην εκκλησιά και αν κατάφερναν να κάνουν και 2-3 βόλτες στην Σκουφά, μεγάλο κατόρθωμα.

Η Μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη λίγο χαλαρά για όλους, λίγο καφενείο τα βράδια, λίγη κουβέντα γύρο από το αρνί, κατσίκι, οι έμποροι τι γίνεται με τους λίγους τζίρους, αν κατέβησαν οι ορεινοί, αν έρχονται οι καμπίσιοι και μέχρι εκεί. Οι γιαγιές με τα μικρά παιδάκια στην εκκλησιά κάθε βράδυ, οι γυναίκες λιγότερο, δεν είχαν βγει ακόμα οι «συνόψεις» να διαβάζουν. Σ΄ όλα τα σπίτια «κρατούσανε», το φαγητό ήταν λίγο και μη αρτύσιμο. Οι νοικοκυρές με την βοήθεια των κοριτσιών λίγο καθαριότητα και σκέψεις για το αρνί. Τη Μ. Πέμπτη από το πρωί στο ποδάρι όλοι, οι γυναίκες να βάψουν τα λίγα αυγά, να τα πετύχουν στο χρώμα, αν τους έδωσε καλή μπογιά ο Λογοθέτης. Οι άνδρες τις τελευταίες σκέψεις για το αρνί, θα κάνουν από τώρα στην Μ. Μπότσαρη και Σκουφά να ρίξουν μια ματιά, αν ήρθαν οι πρώτοι «βλάχοι» με τα αρνιά, τι τιμή έχουν. Παλιά οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης το αρνί το αγόραζαν ζωντανό, έπρεπε να βελάξει στην αυλή του σπιτιού πριν σφαγεί, υπήρχαν και οι μεταφορείς τα παιδιά με ένα δίφραγκο. Λίγοι ήταν εκείνοι που ψώνιζαν από τον χασάπη, από τον κρεοπωλείο, από το τσιγκέλι, εξάλλου λίγοι ήταν οι κρεοπώλες στην κρεαταγορά, όπως Αφοί Κλαφούνη, Ε. Φωτονιάτα, Κώστας Ψηλός, Γιάννης και Χρήστος Ζουμπούλης, Μενέλαος Τασιάς, και οι οικογένειες Κύρκου και Θόδωρου Κεφάλα και τα παιδιά τους στην Σκουφά, πολύ αργότερα σκορπίσανε σ΄ όλη την πόλη. Αρκετοί στην πόλη είχαν το δικό τους κατσικάκι από την «μανάρα» στο σπίτι. Πάντως όλοι κανόνιζαν να έχουν ολόκληρο αρνί κι ας είχαν μεγάλη φτώχια, σήμερα οι περισσότεροι αγοράζουν από μισό αρνί και κάτω. Τα παιδιά το απόγευμα ετοίμαζαν το καλάθι για τα πούνε τα «πάθη» της Μ. Παρασκευής, έκαναν και καμιά δοκιμή, «σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά ***», το καλάθι εδώ δεν είχε λουλούδια, αλλά μαύρο μαντήλι από την γιαγιά και λίγη δάφνη. Σήμερα τον Λάζαρο των λένε τα παιδιά, τα πάθη κανένα. Το βράδυ όλοι στα Δώδεκα Ευαγγέλια, πολλά παιδιά, πολλές γυναίκες, λίγοι άνδρες, μεγάλη στριμωγμάρα κι ο παπαΚώτσιος στον Παντοκράτορα κάθε λίγο να φωνάζει «ησυχία». Μετά την τέλος της λειτουργίας άρχιζε η μάχη του στολισμού του Επιταφίου, οι μικρότεροι να φέρουν λουλούδια, από το σπίτι, την γειτονιά, από κλέψιμο, από παντού, οι μεγαλύτεροι στα σχέδια, τσακωμοί, φωνές, σχέδια με χαρτιά, οι γυναίκες έτοιμες να ξεκινήσουν. Οι καλλίφωνοι να ψάλουν σ΄όλες τις εκκλησίες, πάντα κέρδιζε η Αγία Θεοδώρα, είχαν και φωτιές εκεί. Μετά τις 12 ώρα άρχιζε η επίσκεψη παντού από τους νεότερους να κρίνουν, να βαθμολογήσουν, οι τελευταίοι το πρωί στο σπίτι. Οι άνδρες οι περισσότεροι στα καφενεία για τα τελευταία ούζα.

Μ. Παρασκευή, οι καμπάνες από το πρωί να κτυπάνε λυπητερά, τα παιδιά έκαναν σειρά να κτυπήσουν λίγο, όποιος δεν ήξερε τον έδιωχναν. Ακολουθούσε η αποκαθήλωση, οι γιαγιές όλες στην εκκλησιά να περάσουν τα μικρούλια κάτω από τον επιτάφιο σταυρωτά και να προσκυνήσουν. Οι κυράδες εντελώς νηστήσιμο λίγο φαγητό και πολλές φορές χωρίς λάδι, να φωνάζουν τα παιδιά και οι άνδρες. Τα μαγαζιά έκλειναν γρήγορα, να είναι έτοιμοι όλοι για την περιφορά των επιταφίων. Οι περισσότεροι στην περιφορά, μάχη ποιος θα κρατήσει τον Σταυρό και ποιοι θα πάρουν σειρά να κρατήσουν τον επιτάφιο της ενορίας, οι πολλοί στα πεζοδρόμια, όλοι με τις κίτρινες λαμπάδες, οι παπάδες έριχναν πολύ «αγίασμα». Όλοι βαθμολογούσαν για τον καλύτερο, πάντα κέρδιζε η Παριορίτσα, πάντα είχε πολιτικό μήνυμα.

Ο Επιτάφιος της Παριορίτσας , ένας από τους δύο Ο Γ. Νικολάου

 

Ο Επιτάφιος της Παριορίτσας , Ο Ηλίας Αναστασίου (Λία Μαύρος), Γ. Νικολάου (Παλιούρας), Κώστας Ρίζος και Κώστας Μπούκας

Το Μεγάλο Σάββατο η οικογένεια για «μεταλαβιά», όχι όλοι, είχε μεγάλη κι εδώ στριμωγμάρα. Χτυπούσαν οι καμπάνες, «Ανάσταση», τα παιδιά πάλι πρωταγωνιστές, σήμερα πατάνε το κουμπί οι παπάδες (άμα κοπεί το ρεύμα;), όλοι κάτι έσπαγαν, κυριαρχούσαν τα μπότια του Μανούση στον Παντοκράτορα. Η αγορά στο πόδι, όλοι κάτι αγόραζαν, η Σκουφά γεμάτη. Μετά το φαγητό του μεσημέρι, άρχιζε η σφαγή των αρνιών, ο νοικοκύρης, ο γείτονας ή ο χασάπης να πάρει το τομάρι, η νοικοκυρά με το νερό να βοηθήσει, το κρεμούσαν πίσω από την πόρτα, όλα έτοιμα. Οι περισσότεροι στην Ανάσταση το βράδυ, οι καμπάνες κτυπούσαν από τι 11, τα μεγάλα παιδιά ήταν ετοιμοπόλεμα με τα χειροποίητα «τρίγωνα» (μπαρούτι, χαρτί και φυτίλι), πολλοί είχαν «φάει», δάκτυλα και χέρια, πραγματικός πόλεμος, μόλις κτυπούσε η καμπάνα και έλεγε ο παπάς το «Χριστός Ανέστη****», όλοι έκαναν τσούγκρισμα με τα κόκκινα αυγά. Σε 5 κλεπτά σκόρπαγε το εκκλησίασμα.

Ο νοικοκύρης ξύπναγε πρώτος το πρωί του Πάσχα, να ψηθεί το αρνί, να φωνάξει τον συγγενή ή τον γείτονα ή να το ετοιμάσει για τον φούρνο της γειτονιάς ή στο ταψί για τον γάστρο, στην Άρτα δεν είχαμε σπιτίσιους φούρνους. Οι λυπημένοι δεν έψηναν ποτέ, στο γάστρο ή στο φούρνο. Όλοι είχαν ξύλα για την φωτιά και κούτσουρα να κρατήσει η φωτιά, τα σουβλιά όλα ξύλινα, οι φούρκες επίσης, δεν υπήρχαν ψησταριές ή ελάχιστες, οι φουρναρέοι πολύ δουλειά. Τα παιδιά κι εδώ αγγαρεύονταν για το γύρισμα του σουβλιού, κι όλοι να δίνουν «ορμήνιες», οι νοικοκυρές έδιναν από ένα αυγό, κουλούρι ελάχιστες. Πολλές φορές και λίγο κοκορέτσι σε ξύλινο σουβλί κι εδώ. Η πρώτη ευχή ήταν πάντα «Χρήστο κι του χρόνου μεγαλύτερο» και μετά «Χρόνια Πολλά». Ποτά λίγα, λίγο ούζο, λίγο κρασί και μέχρι εκεί. Το αρνί όταν έβγαινε πάντα στο ξύλινο σκαφίδι που είχε η νοικοκυρά και το μεσημέρι όλοι μαζί στο φαγητό, από τις λίγες φορές του χρόνου. Το απόγευμα αρκετοί στην Μητρόπολη για αυγό. μοίραζε ο Δεσπότης.

Έτσι γίνονταν το Πάσχα κι όλοι είχαν αρνί.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *