«…Κύριε
είμαι κάτι λιγότερο από σκουπιδοσακούλα.
Μέσα μου έχουν στοιβαχτεί
όλες οι σιδερένιες νύχτες,
που κανένα ποταμάκι από δάκρυα
δεν τις μαλάκωσε ποτέ.
Η τρύπα του υπονόμου είμαι,
ένα χαρτί που τσαλακώθηκε
και πετάχτηκε βιαστικά,
πριν προλάβει να διαβαστεί,
που έγειρε
κάτω απ΄ το ίδιο του το βάρος.
Το φως της ημέρας με καίει και με στεγνώνει.
Έχω σφηνωθεί στο χρόνο,
κρατιέμαι με τα δόντια,
όπως οι ίνες του κρέατος
στα δόντια.
Δεν έχω βλέμμα,
δεν έχω αίμα,
κι ο αέρας πάνω μου, που μ΄ ακουμπάει, πενθεί…»
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμα ποίημα. Το κείμενο της Όλιας Λαζαρίδου, περισσότερο με μια ταπεινή προσευχή μοιάζει, που κόβει όμως άμα δεν προσέξεις. Όπως τα σπασμένα κοχύλια. Βασισμένη στις αναμνήσεις της (κορίτσι, έρωτας, αποχωρισμός)δεν φλυαρεί. Στείβει το βίωμά της ώστε τελικά καταφέρνει να μην εξουθενωθεί στη νοσταλγία του παρελθόντος. Γιατί αυτό που επιθυμεί είναι να τα βάλει με τη μηδενιστική τροπή του παρόντος. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα γλυκό παραλήρημα εκ βαθέων, που η ροή του ακολουθεί πιστά τις διαδρομές του μυαλού μόνο όταν έχεις τα μάτια κλειστά. Κάτι σαν προσωπικό κόσμημα, από αυτά που μαζεύεις στο γιαλό. Τα βάζεις στο αυτί και διαρρέουν τα μυστικά των αέρηδων. Γιατί, πάνω απ΄ όλα, αυτό που θέλει να μας υπενθυμίσει είναι πως το σπίτι της τέχνης δεν είναι ένα παλάτι, όπως πολλοί ξεγελάστηκαν. Ο τόπος του ποιήματος είναι ένα μικρό εξομολογητήριο.
«…Τα βράδια, μερικές φορές,
δεν μπορώ να κοιμηθώ,
δεν ξέρω τι να τους κάνω όλους αυτούς,
όλα αυτά, που έχω μαζέψει μες στη μέρα,
τριγυρνάνε στον ύπνο μου.
Κουβαλάνε μαζί τους απομεινάρια ασυνάρτητα,
ξεκομμένα,
δυσκολεύομαι να τα συνδέσω,
παραμιλάω,
ένα κορδόνι παπουτσιού,
ένα κομμάτι σπασμένο μάρμαρο,
τους δίνω ονόματα,
ψάχνω πέρασμα κι αυτοί αντιστέκονται,
ακόμα και στον ύπνο μου αντιστέκονται.
Εδώ τα φυλάω.
Όλα…»