«Γιατί ο χρόνος δεν προέρχεται από το μέλλον, προέρχεται απλώς από άλλον τόπο!»
Τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότεροι γιατροί και στη χώρα μας κάνουν την εμφάνισή τους στο λογοτεχνικό στερέωμα με τη μορφή είτε ποιητικών συλλογών, είτε πεζού λόγου. Ο ψυχίατρος Νίκος Μπιλανάκης, είναι ένας από τους γιατρούς που μας δίνει τώρα την δική του κατάθεση ψυχής με τη συλλογή διηγημάτων «Τόποι ντυμένοι με χρόνο».
Από ταξίδια σε ανθρώπους και τόπους είναι φτιαγμένο τούτο το βιβλίο. Ανθρώπους οικείους ή ξενικούς, πλάσματα της φαντασίας ή πρόσωπα που έχουν δραπετεύσει από διηγήσεις άλλων. Που ο συγγραφέας προσπαθεί να φωτίσει, να κατανοήσει και να μας συστήσει. Ο καθένας άνθρωπος με την ιστορία του και την πραγματικότητά του, ιστορίες και πραγματικότητες διαφορετικές, σαν φυλακές μέσα στις οποίες ο καθένας τους έχει βρεθεί κλεισμένος, να κοιτάζει προς τα έξω όλους τους άλλους. Άνθρωποι με την έξαψη της περιπλάνησης και του συνεχούς ταξιδιού του στο άγνωστο και στο διαφορετικό. Μόνοι τους, αλλά και μέσα στον κόσμο. Άνθρωποι με ζωή περίκλειστη από τις ποικιλόμορφες καθημερινές χαρές και λύπες των ζωών των άλλων ανθρώπων, μια ζωή στερημένη από τον ίδιο τον εαυτό τους. Άνθρωποι που οι κανόνες, οι περιορισμοί, οι στερήσεις τους έκαναν υπηρεσιακούς, τους επέβαλλαν να σκέφτονται υπηρεσιακά, να ζουν υπηρεσιακά και να εξορίζουν από κοντά τους κάθε ζωντανή και σπαρταριστή ανθρώπινη επιθυμία που πιθανόν να τους ενέτασσε στους υπόλοιπους ζωντανούς ανθρώπους! Που με τον καιρό έπαυαν ακόμα και να τη νοιώθουν ή να την αναγνωρίζουν! Άνθρωποι ματαιόδοξοι, ψεύτες, πρόθυμοι κόλακες, οσφυοκάμπτες με τους ανωτέρους τους, και ταυτόχρονα άκαρδοι και αδυσώπητοι με τους κατωτέρους τους, που κρατούσαν γερά στην τσέπη τους το μαύρο χρήμα και στο στήθος τις μαύρες ψυχές τους και τους μαύρους φόβους τους. Άνθρωποι που το νόημα της ζωής τους βρίσκεται στο ίδιο μονοπάτι που δείχνει ταυτόχρονα και το νόημα του θανάτου και που πέφτουν με τα μούτρα τους στο κρασί, στις γυναίκες και στη δουλειά, που ζουν έντονα τη ζωή τους και δεν φοβούνται τον Χάρο. Άνθρωποι-εικόνες που συναλλάσσονται μεταξύ τους, όχι ως άνθρωποι, αλλά ως αναπαραστάσεις του εαυτού τους. Άνθρωποι που ζουν σε διαφορετικές εποχές. Άνθρωποι που ζουν σε διαφορετικούς τόπους. Άνθρωποι που χάνονται στο τέλος εντός των πόλεων…
Δεκαετίες του ΄50, του ΄60, του ΄70, του ΄90, της πρώτης και δεύτερης δεκαετίας του 2000. Εποχές που έρχονται και καταπλακώνουν τους ανθρώπους αυτούς και τους αλλάζουν ή τους διαλύουν.
Ένα μικρό χωριό της νότιας Κρήτης, με κύρια δραστηριότητα των κατοίκων του, η καλλιέργεια της ελιάς, η απομάκρυνση των ανθρώπων από τη γη, τα Rent Rooms, η αστυφιλία, η λαϊκή και εργατική περιοχή Περιστέρι Αττικής με τη φτώχεια της και την ανέχεια της, η Τιμισοάρα της Ρουμανίας με το δυναστικό καθεστώς, το ψέμα, το φόβο και τη σιωπή που είχε περιβάλει τις ζωές των ανθρώπων της, η συνοικία του Λυκαβηττού της Αθήνας, με την ευμάρεια και τον ηδονισμό της μεσαίας τάξης, τα Γιάννενα μια πόλη εκ γενετής κρύα, παγωμένη, θολή από την ομίχλη, με μια ακίνητη σιωπή, αφιλόξενη στον ξένο, τον Άλλο, το πολύ-πολιτισμικό Λονδίνο και τέλος με την κατάληξη στην παραδείσια Πρέβεζα. Εφτά τόποι, τρεις εποχές, μια ιστορία. Μητροπολιτικές πόλεις του μετανεωτερικού χρόνου που αποτελούν πόλεις-τόπους προηγμένου χρόνου. Περιπλάνηση τόσων τόπων και χρόνων. Μικρότερες ή μεγαλύτερες πόλεις, που συνεχώς αλλάζουν κι αυτές καθώς διαβρώνονται από τον χρόνο. Και τίποτε δεν μένει ίδιο. Και το μόνο που μετρά στο τέλος είναι ότι η ζωή μοιάζει μακρύτερη για εκείνους που συναντούν περισσότερους ανθρώπους ή ζουν σε περισσότερους τόπους. Γιατί στο τέλος-τέλος εμείς οι άνθρωποι από τόπους και ανθρώπους είμαστε φτιαγμένοι. Από εικόνες, κουβέντες, μυρωδιές, βλέμματα κι αγγίγματα αυτών που προηγήθηκαν, ζωντανών ή πλέον πεθαμένων. Απ΄ όλους αυτούς είμαστε καμωμένοι.Όπως και εμείς με τη σειρά μας γινόμαστε υλικό για όνειρα και σκέψεις αλλωνών, αυτών που ακολουθούν…
Τόποι ντυμένοι με χρόνο… Ποιητικός τίτλος.
«Η Νέα Πόλις θα ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως από αρχιτέκτονας και πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν, οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες και « ταυ», μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των, ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά ή αστικά), πνίγοντες και πνιγόμενοι, να κανονίζουν.
Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι· μα θα κτισθή απ’ όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι, έχοντας εξαντλήσει τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το αστράπτον φως της αντισοφιστείας –τουτέστι το φως της άνευ δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας– παύσουν στα αίματα και στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως όφεις –μα τον Θεό, ή τους Θεούς– τελείως ελεύθερα να ανθίσουν».
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Οκτάνα
«Και συ θείο Τέλος, που όλα επιστρέφουν σε σένα απάλλαξέ μας απ΄ τον χρόνο, το πλήθος και τον χώρο και πρόσφερέ μας τη γαλήνη που η ζωή διασάλευσε…»
Leconte De Lisle
Ο αφηγηματικός λόγος του συγγραφέα ενσωματώνει ιδιολεκτικά χαρακτηριστικά των προσώπων υιοθετώντας την εκ των έσω ανάγνωση, εκείνη την εκφραστική ταύτιση, ώστε η συγγραφική φωνή να υποχωρεί και να αναλαμβάνει τον ρόλο της διαμεσολάβησης. Ο συγγραφέας αφήνει τις φωνές να μιλήσουν, τις φωνές που ο ίδιος ακούει αφουγκραζόμενος τον εσωτερικό λόγο των ανθρώπων που ζουν και κινούνται γύρω του∙ ή αναπλάθοντας δικά του βιωματικά στοιχεία, στον βαθμό που αυτά αποτελούν το κοινό πεδίο εντός του οποίου μοιράζεται το ανθρώπινο βίωμά του με τους άλλους.
Πρόκειται για μια δυνατή, στιβαρή συλλογή διηγημάτων απ’ τον Νίκο Μπιλανάκη που έχει κάτι απ’ την οργισμένη παραίτηση του Μάριου Χάκκα, κάτι από την ατμοσφαιρική σκοτεινιά του Γιάννη Σκαρίμπα. Η έξοχη αυτή συλλογή διηγημάτων περιέχει 15 σύντομα διηγήματα, τα οποία έχουν περισσότερο “ζουμί” από 15 μυθιστορήματα Nεοελλήνων συγγραφέων. Διηγήματα που διαπερνούν ταχύτατα τον χρόνο και τον χώρο σαν κινούμενες εικόνες ενός αριστοτεχνικού βιντεοκλίπ.
Απόλαυσα τα διηγήματα του Νίκου Μπιλανάκη όχι μόνο για την αφηγηματική άνεση με την οποία ο συγγραφέας στήνει πολύχρωμες ιστορίες· όχι μόνο επειδή, ακολουθώντας μια ισχυρή τάση της πεζογραφίας μας, ορθώνει μπροστά μας πολιτισμικά σκηνικά, μέσα στα οποία δοκιμάζει τις σύγχρονες ιδεολογίες και τις εμμονές του σύγχρονου ανθρώπου· όχι μόνο γι’ αυτούς τους λόγους αλλά και επειδή ξεσκεπάζει με παραστατικό τρόπο το παγκοσμιοποιημένο τρόπο ζωής, που, ενώ μοιάζει αγλάισμα οικονομικής και κοινωνικής ανόδου, είναι συνάμα κι ένας λάκκος λεόντων, που τρώει την ποιότητα, την ουσία και την ηρεμία του ανθρώπου.
Πρόκειται για ένα έργο το οποίο περιστρέφεται γύρω από έναν κοινό πυρήνα: το νόημα της ζωής, την απουσία κέντρου βάρους στη ζωή των ανθρώπων, την εναγώνια αναζήτηση του ανθρώπου για επικοινωνία και νοηματοδότηση, τις ζωές μας, οι φυλακές μας, την ματαιοδοξία, το σεξ, την καλοσύνη των ανθρώπων όταν επισκέπτονται κοιμητήρια, τη συνεχή μάχη με την απώλεια, τη ματαίωση και το τραύμα. Με δυο λόγια, την ανθρώπινη περιπέτεια.
Έχουμε να κάνουμε με μια συλλογή που επιδιώκει να ψάξει πίσω από τις λέξεις και τις ιστορίες. Που το ζητούμενο είναι σ’ αυτά που δεν λέγονται ή δεν γίνονται από τους πρωταγωνιστές παρά σε όσα εκστομίζουν ή πράττουν. Υπάρχει, σίγουρα, ενότητα ύφους και λόγου στα διηγήματα. Ο Νίκος Μπιλανάκης επιλέγει έναν στρωτό ρεαλισμό με λιτή γλώσσα και επιλεγμένες εξάρσεις. Το οικοδόμημα στηρίζεται κυρίως στην ανατροπή του τέλους κάθε ιστορίας. Όταν αυτή επιτυγχάνεται τότε, όντως, το κείμενο δείχνει να εξακτινώνεται προς διάφορες κατευθύνσεις και προσφέρει πολλαπλές ερμηνείες. Όσο για τον άνθρωπο, αυτός παραμένει πάντα στο κενό. Πέφτει, σηκώνεται, ξαναπέφτει, ξανασηκώνεται. Το λες και ζωή αλλιώς…
Καλογραµµένο και γοητευτικό. Πρωτότυπο ανάγνωσμα. Καινοφανές. Ώριμο.
Διαβάστε το.