in

«Η ανάσταση της καρδιάς» και το μήνυμα της αδελφοσύνης

editor_image

Του Άρη Ραβανού


Η καμπάνα κτύπησε…Χριστός Ανέστη! Τα πρόσωπα όλων φώτισαν. Οι ευχές ακούστηκαν σε όλη την πλατεία. Ο Λάμπρος γιόρταζε, αλλά η μοναξιά του δεν του άφησε πολλά περιθώρια για χαρές. Ήταν μόνος πολλά χρόνια. Τα παιδιά στην Αυστραλία, για μια καλύτερη ζωή πολλά χρόνια τώρα. Τη σύντροφό του την έχασε πριν τρία χρόνια. Με τους συγγενείς δεν είχε ιδιαίτερη σχέση. Τέτοιες στιγμές χαράς το μυαλό ταξιδεύει. Η αποχώρηση από την εκκλησία των περισσότερων μετά το «Χριστός Ανέστη» τον άφησε σχεδόν μόνο του. Οι αναστάσιμοι ύμνοι τον χαλάρωσαν και τον βύθισαν σε σκέψεις.

Οι αναμνήσεις τον συντρόφευαν. Το παρελθόν εκεί δίπλα του και ήλθε να θυμίσει πρόσωπα και καταστάσεις. Μια άλλη ζωή, σε πιο ήρεμα και ανθρώπινα χρόνια. Τότε που οι ανθρώπινες σχέσεις κυριαρχούσαν.

Ήταν παραμονή του Λαζάρου και το σχολειό μόλις είχε διακόψει για το Πάσχα. Η χαρά των παιδιών απερίγραπτη. Ο Λάμπρος, μαθητής της έκτης δημοτικού, ετοίμαζε το καλάθι του. Την άλλη μέρα θα έλεγε τον «Λάζαρο». Ο φίλος του Γιάννης τον βοήθησε στις προετοιμασίες. Μαζί θα πήγαιναν για τα κάλαντα του Λαζάρου. Οι πρόβες που έγιναν ήταν αρκετές για να μην γίνει κάποιο λάθος.

Ο καιρός κρύος, όμως η καρδιά ζεστή. Τα λουλούδια δυσεύρετα, λόγω του πρώιμου Πάσχα. Η διάθεση όμως τα κάλυπτε όλα. Πώς θα στόλιζαν το καλάθι; Σε μια μέρα χαράς, πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα και τα Πάθη, την τιμητική τους είχαν κυρίως λουλούδια κυδωνιάς, γκορτσιάς και βάγιας. Αν υπήρχε και κάτι άλλο, ακόμα καλύτερα. Από μέσα, στον πάτο του καλαθιού, βάζανε κυρίως άχυρο για να προστατευτούν τα αυγά και να μην σπάσουν.

Από πολύ νωρίς το Σάββατο του Λαζάρου άρχιζαν τα κάλαντα: «Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν και τα βάγια…ήρθε μια γιορτή μεγάλη κι άγια. Όλοι τρέξανε να τον υποδεχθούνε, φίλοι του Χριστού, Ιουδαίοι κι άλλοι…». Οι φωνές αντηχούσαν σε όλο το χωριό. Τα χρήματα ελάχιστα, τα αυγά πολλά, αλλά κυρίως περίσσευμα αγάπης και συναισθημάτων, όπως και ευχών. Άλλες εποχές, λιγότερο υλιστικές.

Η Κυριακή των Βαΐων έβαζε όλους σε μια άλλη διάσταση. Τα βάγια που έπαιρναν από την εκκλησιά θύμιζε την υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα και το Ωσαννά, που όμως απέχει τόσο λίγο από τη Σταύρωση. Όπως η αγάπη από το μίσος. Το βράδυ οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, το μαύρο πανί κρεμασμένο έξω από τις Εκκλησίες. Ο πένθιμος ήχος της καμπάνας. Ο αχός της θυμίζει το Μεγαλοβδόμαδο.

Τα σοκάκια πλημμύριζαν Μεγαλοβδο-μαδιάτικο άρωμα. Οι ύμνοι πολλοί και εξαίσιοι. Μέχρι και στους καφενέδες οι άνδρες ηρεμούσαν και πιο γαλήνιοι, γινόταν ένα με το κλίμα των ημερών. Χωρίς διάθεση για τσακωμούς και πολλά γέλια.

Από το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» στο τροπάριο της Κασσιανής και από εκεί στα Δώδεκα Ευαγγέλια και στα κεριά των πιστών. Οι δουλειές έτρεχαν. Οι ετοιμασίες πολλές, αν και φτώχεια. Το Πάσχα ξεχώριζε στην καρδιά όλων. Πιστών και άπιστων. Θρήσκων και μη. Οι νηστεύοντες και οι μη νηστεύοντες είχαν την ίδια θέση. Κανείς δεν ξεχώριζε.

Μεγάλη Πέμπτη και τα αυγά είχαν την τιμητική τους. Βαφές δεν υπήρχαν, αλλά μόνο τα κρεμμύδια που έβραζαν και βγάζανε το κόκκινο χρώμα, με το οποίο βάφονταν τα αυγά. Αυτά που σπάγανε το βράδυ της Ανάστασης. Και μετά το «Σήμερον Κρεμάται…», όλοι, μικροί και μεγάλοι, άφηναν οι μεν τα τσίπουρα, οι δε τον ύπνο τους και θα πέρναγαν από την Εκκλησιά για το στόλισμα του Επιταφίου. Άλλοτε απλά και άλλοτε περίτεχνα. Πάντα όμως με το ίδιο νόημα στο βάθος: Την Ανάσταση: του Χριστού, την προσωπική, την κοινωνική, την…, την…

Η Μεγάλη Παρασκευή βρίσκει και πάλι τα παιδιά στα σοκάκια. Τα καλάθια είχαν πένθιμο χρώμα. Το μαύρο μαντήλι δεμένο στο καλαθάκι για τα κάλαντα των Παθών, πριν από την Αποκαθήλωση. «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα. Σήμερα έβαλαν σκοπό για να σταυρώσουν το Χριστό…».

Το βράδυ τα Εγκώμια. «Η ζωή εν τάφω». «Ω γλυκύ μου έαρ». Το λιβάνι αλάφρυνε την ατμόσφαιρα. Το μύρο γλύκανε τη θλίψη. Τα αναμμένα κεριά ήταν το μήνυμα για το επερχόμενο φως. Όλα σε τέλεια αρμονία. Ο καιρός γλυκός και το αεράκι απλά έπαιρνε μακριά τις μαύρες σκέψεις.

Πρωί Μεγάλου Σαββάτου. Η μεταλαβιά και μετά οι ευχές. Τα σφαχτά σε πρώτη θέση. Τα τσίπουρα έρρεαν. Η πρώτη Ανάσταση είχε δηλώσει παρούσα. Οι καμπάνες κτυπούσαν. «Χρόνια Πολλά» «Καλή Ανάσταση». «Και του χρόνου». Τα κλαρίνα άρχιζαν να παίζουν. Η παράδοση παρούσα με τα καλά της. Ο Λάμπρος το χαίρονταν σαν παιδί. Ήταν οι λίγες στιγμές χαράς, σε πέτρινα χρόνια.

Οι σκέψεις έτρεχαν και σε άλλα χρόνια. Η ώρα δυόμιση το πρωί. Η αναστάσιμη λειτουργία τελειώνει. Ο Λάμπρος σηκώνει το κεφάλι και βλέπει την εικόνα της Αναστάσεως. Ένα δάκρυ τρέχει. Οι αναμνήσεις τον κυνηγάνε. Η ώρα για να φύγει ήρθε. Η μοναξιά τον συντροφεύει. Βγαίνει και πάει προς το σπίτι, κατηφορίζοντας το καλντερίμι. Ξέρει ότι δεν έχει κανέναν.

«Ε, γείτονα, έλα να φάμε», ακούγεται μια φωνή από το διπλανό σπίτι. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Η Ανάσταση μαλάκωσε την καρδιά του γείτονά του, παλαιού εχθρού από την εποχή του εμφυλίου: Ο ένας στον ΕΔΕΣ, ο άλλος στον ΕΛΑΣ. Η Ανάσταση τους ένωσε, αν και το χάσμα ιδεών παρέμεινε. «Το Πάσχα είναι για όλους», του είπε ο γείτονας ανοίγοντας την πόρτα της καρδιάς του.

* Αντί άλλου στίγματος αποφασίσαμε σήμερα να δημοσιεύσουμε αυτό το διήγημα με το μήνυμα της Αγάπης και της αδελφοσύνης.

 

Επί του πιεστηρίου

ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

Η κλιματική αλλαγή από μόνη της ακούγεται ως μεγάλο, απόμακρο από την τοπική κοινωνία και τον πολίτη, ο οποίος κάποια στιγμή θα υποστεί ανεπανόρθωτες και μη αναστρέψιμες ζημιές.

Είναι όμως τα πράγματα έτσι; Και σε αυτό το θέμα, όπως σε πολλά άλλα κυριαρχεί μια υποκρισία, πλήθος αλληλοσυγκρουόμενων πληροφοριών και σύγκρουση συμφερόντων, που δεν αφορούν μόνο μεγάλες απρόσωπες εταιρείες και κυβερνήσεις αλλά περικλείουν δυνητικά και αυτά των πολιτών.

Το βασικό πρόβλημα, και το πρώτο που παρουσιάστηκε ήταν η υπερθέρμανση του πλανήτη. Αυτό ακουγόταν τρομακτικό και έτσι στη συνέχεια, στον ίδιο «κουβά» μπήκε η ατμοσφαιρική ρύπανση, οι αφύσικες μεταβολές του καιρού, η διαχείριση των σκουπιδιών, η χρήση διάφορων υλικών και όλα αυτά μαζί με άλλα μπήκαν κάτω από την ομπρέλα της κλιματικής αλλαγής. Άρχισαν να δημιουργούνται «κανόνες», αναπτύχθηκε μια νέα οικονομία γύρω από το αντικείμενο συνοδευόμενη από την απαραίτητη γραφειοκρατία και προστέθηκε η αντιμετώπιση του προβλήματος ως ένα επιπλέον βάρος σε διοίκηση και πολίτες.

Το πρόβλημα όντως υπάρχει. Οι συνέπειες είναι καταστροφικές. Είναι βέβαιο ότι χρειάζεται αντιμετώπιση. Οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να είναι ο μοχλός διαχείρισης. Πρώτα απ΄ όλα γιατί είναι πολύ πιο ευέλικτες από άλλους θεσμούς. Είναι πιο περιορισμένες γεωγραφικά και τα όποια μέτρα είναι πλέον ομοιογενή στην εφαρμογή τους. Ποιοι είναι λοιπόν οι τομείς που οι αυτοδιοικητικές μονάδες, κυρίως οι δήμοι, έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν αποτελεσματικά, πρακτικά και χρήσιμα.

Με δεδομένη την υπαγωγή των πολεοδομιών στους δήμους και σε συνεργασία με τα τοπικά τεχνικά επιμελητήρια μπορεί να καθιερώσει την κατασκευή ενεργειακών αποδοτικών κτιρίων αλλά και τις βελτιώσεις ήδη υπαρχόντων με έμφαση στα παραδοσιακά. Τα βασικά οφέλη είναι δύο. Η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας και η ελαχιστοποίηση της εκπομπής του διοξειδίου του άνθρακα.

Η δημιουργία λωρίδων ποδηλάτου και πεζών στους υπάρχοντες δρόμους. Η δημιουργία δικτύου τοπικής συγκοινωνίας με χαμηλή παραγωγή ρύπων που θα συνδέεται με χώρους στάθμευσης και θα περιορίζει τη χρήση του αυτοκινήτου.

Καινούρια μικρά πάρκα και κήποι, που προστατεύουν τη βιοποικιλότητα της κάθε περιοχής. Η υιοθέτηση της συντήρησής τους από μικρές τοπικές επιχειρήσεις της περιοχής στηρίζει μια βιώσιμη ανάπτυξη και εμπλέκει ενεργά τους πολίτες της τοπικής κοινωνίας.

Η ανακατεύθυνση της λειτουργίας των υπηρεσιών των δήμων, επάνω σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και υλικά θα δημιουργήσει κίνητρα για ενίσχυση της εικόνας της πόλης σε διάφορους τομείς, όπως για παράδειγμα ο τουριστικός.

Οι πόλεις του αύριο πρέπει να είναι βιώσιμες για τους δημότες και τους επισκέπτες μα πολύ περισσότερο να εμπνέουν τους αυριανούς πολίτες.