Στην πιο κρίσιμη, ίσως, καμπή της νεότερης ιστορίας της, η πατρίδα μας χρειάζεται ένα πολιτικό κόμμα, μία πολιτική δύναμη, η οποία με ανιδιοτέλεια αλλά και στιβαρότητα, με ρεαλισμό αλλά και όραμα, θα μπορεί να λειτουργήσει ως ανορθωτικός παράγοντας για τη χώρα.
Πολλοί ενδιαφερόμαστε να ανήκουμε και να αγωνιζόμαστε σε ένα τέτοιο κόμμα. Ένα κόμμα, ένα κίνημα, που έχει ως στόχο και ως κίνητρο της δράσης του την ατομική χειραφέτηση και ελευθερία, την κοινωνική πρόοδο, την προάσπιση της πατρίδας και την εθνική ανεξαρτησία. Κόμματα τα οποία υπάρχουν για να προωθούν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των μελών τους και των –αφανών και εμφανών– υποστηρικτών τους μέσω της κατάκτησης και της νομής της εξουσίας, ή κόμματα τα οποία μέσα από μία αυτοαναφορικότητα υπάρχουν για να προβάλλουν την «ορθότητα» μίας κάποιας ιδεολογικής καθαρότητας απέναντι στην κοινωνία αλλά και στην ιστορία, δεν τα θεωρούμε χρήσιμα και δεν μας ενδιαφέρουν.
Η Ελλάδα σήμερα δε χρειάζεται στην εξουσία έναν απλό διαχειριστή, όσο ευπρόσωπος και λογικός κι αν είναι αυτός. Χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο, κάτι πολύ πιο δυνατό. Τα προβλήματα που ορθώνονται μπροστά της και οι κίνδυνοι που την απειλούν δημιουργούν την ανάγκη για μία πολιτική δύναμη που θα δράσει καταλυτικά προς έναν συνολικό αναπροσανατολισμό της πορείας της χώρας και προς μία επαναστατική ανατροπή στον προβληματικό και αδιέξοδο τρόπο με τον οποίο λειτουργεί σήμερα η κοινωνία μας.
Ευρισκόμενη μέσα σε ένα παγκόσμιο σύστημα συνεχών ανατροπών, αναταράξεων και συγκρούσεων η Ελλάδα, προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό της, να επιβιώσει και να προοδεύσει, θα πρέπει να είναι μία κοινωνία δυναμική, εξελισσόμενη και δημιουργική. Όμως, όλως αντιθέτως, είναι στην πραγματικότητα μία κοινωνία σε βαθιά κρίση, χωρίς εσωτερική δύναμη, χωρίς αυτοπεποίθηση και χωρίς αυτοσεβασμό. Πριν από όλα –ακόμη και αν δεν συζητείται όσο συχνά θα έπρεπε– είναι μία κοινωνία σε βαθιά δημογραφική κάμψη, σε διαδικασία γήρανσης και μείωσης του πληθυσμού της. Αυτό, σε συνδυασμό με την συνεχή μετανάστευση προς το εξωτερικό της, όχι μόνο τείνει να επιφέρει σταδιακά μία σοβαρή αλλοίωση στον χαρακτήρα της κοινωνίας μας, αλλά κινδυνεύει να οδηγήσει μεσομακροχρόνια σε κάτι ακόμη χειρότερο: στην πλήρη εξάλειψη της ιδιαίτερης εθνικής μας ιδιοπροσωπίας και της πολιτισμικής μας ταυτότητας.
Είναι αυτό άραγε κάτι που το θέλουμε, κάτι που μπορούμε να το δεχτούμε; Όχι, νομίζω κανείς Έλληνας δεν το θέλει. Ακόμη και όσοι τρέμουν μήπως χαρακτηρισθούν «εθνικιστές» ή «υπερπατριώτες» πιστεύω ότι δε θα μπορούσαν ποτέ να δεχτούν και να συμφιλιωθούν με την προοπτική η Ελλάδα να σταματήσει να υπάρχει με την ιδιοπροσωπία της και τον πολιτισμό της, σε αυτά εδώ τα χώματα.
Για να καταφέρει, όμως, η χώρα μας να κάμψει τη δημογραφική απίσχνασή της και να περιορίσει την αιμορραγία της εξωτερικής της μετανάστευσης, θα πρέπει να είναι μία χώρα κοινωνικά ρωμαλέα και οικονομικά ισχυρή. Θα πρέπει να προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης και ποιότητα ζωής στους πολίτες της. Να τους προσφέρει, δηλαδή, βιοτική και ψυχική αξιοπρέπεια, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν υπάρχει μία ισχυρή, παραγωγική εθνική οικονομία. Μία οικονομία που θα στηρίζεται στο υψηλής ποιότητας «ανθρώπινο κεφάλαιο», στη γνώση και στη δημιουργικότητα των παραγωγικών πολιτών της. Και η οποία, για να το επιτύχει αυτό, θα πρέπει να έχει θέσει στο περιθώριο τον παρασιτισμό, τη διαφθορά και την καταστροφική νοοτροπία του μεταπρατικού καιροσκοπισμού και του βραχύβιου κέρδους.
Πίσω, όμως, και από τα δύο αυτά δεινά που μαστίζουν την χώρα μας –τη δημογραφική κρίση και την οικονομική καχεξία– βρίσκεται κάτι πιο σημαντικό: η κρίση αξιών. Είμαστε μία χώρα οι πολίτες της οποίας δεν πιστεύουν σε αυτήν, δεν πιστεύουν στην κοινωνία της, δεν πιστεύουν στον εαυτό τους και, ως εκ τούτου, δεν πιστεύουν στο μέλλον. Μία κοινωνία η οποία βρίσκεται στην τραγική κατάσταση να βλέπει πως οι νέοι την εγκαταλείπουν διότι αισθάνονται πως μόνο στο εξωτερικό μπορούν να υλοποιήσουν όσες ευγενείς φιλοδοξίες τρέφουν.
Από εκεί, λοιπόν, πρέπει να ξεκινήσει η αλλαγή της κοινωνίας μας: από τον πυρήνα των τρεχουσών αξιών της που καθορίζουν, δυστυχώς, μία συλλογική, εθνική ψυχολογία παραίτησης, απαισιοδοξίας και εγωϊσμού. Και αν κάποιος πει πως δεν γνωρίζει πώς επιτυγχάνεται μία τέτοια αλλαγή, θα απαντήσω ότι δεν ξέρω κανέναν άλλον τρόπο εκτός από εκείνον του θετικού παραδείγματος, εκτός δηλαδή από την περίπτωση που οι φορείς του νέου, εκείνοι που προσωποποιούν την αλλαγή προς το καλύτερο, θα δώσουν με τη συμπεριφορά τους και με την στάση ζωής το παράδειγμα και στους υπόλοιπους, βοηθώντας τους να οργανώσουν τη ζωή τους με βάση τις νέες αξίες. Η αλλαγή προς το καλύτερο πάντα έτσι γινόταν στην ιστορία. Αυτό όμως, δηλαδή το να δώσεις το παράδειγμα και το έναυσμα, και ακόμη περισσότερο να οργανώσεις έναν αναγεννητικό μετασχηματισμό της κοινωνίας είναι, σήμερα, το κύριο καθήκον, η κυρία αποστολή ενός ανορθωτικού πολιτικού κινήματος. Αυτό, λοιπόν, πρέπει να είμαστε, αυτό πρέπει να γίνουμε στο ΠΑΣΟΚ.
Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας το να θέτεις μεγαλεπήβολους στόχους μοιάζει λίγο οπερετικό. Η πολύ κακή εμπειρία της χώρας από πρόσφατες ανεύθυνες, καταστροφικές διακυβερνήσεις, κυρίως των περιόδων 2004-2009 και 2015-2019, έχει δημιουργήσει ένα είδος ιδιότυπου μιθριδατισμού στο εκλογικό σώμα, το οποίο τείνει να αισθάνεται ανακούφιση και εφησυχασμό με οποιαδήποτε πολιτική εξουσία δείχνει να είναι περισσότερο λογική και λιγότερο ανεύθυνη από εκείνους που έδρασαν στα προηγούμενα χρόνια. Όμως, αυτό είναι λάθος. Ο εφησυχασμός είναι μία παγίδα στην οποία δεν πρέπει να πέσουμε. Η χώρα βρίσκεται εδώ και δεκαετίες σε μία διαδικασία αργής και σταθερής παρακμής που όλο και βαθαίνει. Πρέπει να γίνει κοινή συνείδηση ότι η ιστορική αδράνεια θα είναι καταστροφική και ότι η χώρα χρειάζεται μία ανορθωτική δύναμη που θα ανατινάξει εκ θεμελίων ό,τι είναι νοσηρό και διαβρωμένο. Μία ανορθωτική δύναμη που θα εξυγιάνει τις αρνητικές πλευρές της κοινωνικής μας πραγματικότητας και που θα αναδείξει και θα ενισχύσει τις θετικές και τις ελπιδοφόρες, οι οποίες ναι μεν υπάρχουν παντού αλλά χειμάζονται και περιορίζονται από τη σήψη ή την απαισιοδοξία.
Η χώρα χρειάζεται επειγόντως μία ανορθωτική πανστρατιά. Η οργάνωση αυτής της πανστρατιάς θα πρέπει να είναι ο ρόλος και η αποστολή του ΠΑΣΟΚ για τις επόμενες δεκαετίες.
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ.
* Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής, 15-5-2022