in ,

Καλοκαιρινή Άδεια Γεια και Αντίο | του Γιώργου Θεοδόση

Φοροτεχνικός – Λογιστής
Πρόεδρος Ένωσης Φοροτεχνικών Άρτας-Φιλιππιάδας
Μέλος του ΔΣ της Πανελληνίας Ομοσπονδίας Φοροτεχνικών ΠΟΦΕΕ


Καθώς βρισκόμαστε και επισήμως στο καλοκαίρι, πολλοί εργαζόμενοι έχουν ξεκινήσει να κανονίζουν την καλοκαιρινή τους άδεια, προκειμένου να προγραμματίσουν τις διακοπές τους. Σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης Εργαζομένων και Ανέργων της ΓΣΕΕ, η ετήσια κανονική άδεια χορηγείται με αποδοχές σε όλους τους μισθωτούς που συνδέονται με τον εργοδότη με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, αλλά και στους μισθωτούς που απασχολούνται καθημερινά λιγότερες ώρες από το συνηθισμένο ή το νόμιμο ωράριο της ημερήσιας εργασίας τους (μερικώς απασχολούμενοι).

Ο χρόνος χορήγησης της άδειας καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των εργαζομένων που δικαιούνται ημέρες αδείας θα πρέπει να ικανοποιούνται μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου έως την 30ή Σεπτεμβρίου του αυτού ημερολογιακού έτους, ενώ παράλληλα θα πρέπει να τηρούνται και τα ελάχιστα προβλεπόμενα ενιαία χρονικά διαστήματα αδείας. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από την ημέρα που διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα. Επίσης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους.

Βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων, ορίζεται το ημερολογιακό έτος. Μάλιστα, έχει κατοχυρωθεί το δικαίωμα λήψης αναλογικής άδειας από τον πρώτο μήνα εργασίας. Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος που προσελήφθη ο εργαζόμενος ο εργοδότης υποχρεούται να του χορηγήσει μέχρι 31 Δεκεμβρίου αναλογία των ημερών αδείας που δικαιούται, σύμφωνα με τον χρόνο απασχόλησης. Κάθε εργαζόμενος με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, δικαιούται από την έναρξη της εργασίας του μέχρι τη συμπλήρωση δωδεκαμήνου να λάβει το ποσοστό της αδείας του. Η αναλογία αυτή υπολογίζεται βάσει 20 εργασίμων ημερών ετήσιας άδειας για όσους εργάζονται επί πέντε μέρες την εβδομάδα και 24 εργασίμων ημερών για όσους εργάζονται έξι μέρες την εβδομάδα. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, αφού ο εργαζόμενος συμπληρώσεις δωδεκάμηνη εργασία, δικαιούται άδεια 21 ημερών επί πενθήμερης απασχόλησης και 25 ημερών επί εξαήμερης απασχόλησης. Για το τρίτο και τα επόμενα εργασιακά έτη ο εργαζόμενος δικαιούται από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους την κανονική ετήσια άδειά του με αποδοχές, δηλαδή 22 ημέρες για πενθήμερη εργασία και 26 ημέρες για εξαήμερη.

Μετά τη συμπλήρωση 10 ετών εργασίας στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσίας 12 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη ο εργαζόμενος δικαιούται άδεια 25 εργασίμων ημερών, αν απασχολείται 5 ημέρες την εβδομάδα και 30 εργασίμων ημερών, αν απασχολείται 6 μέρες την εβδομάδα. Μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας σε οποιοδήποτε εργοδότη οι εργαζόμενοι δικαιούνται μία επιπλέον ημέρα άδειας δηλαδή 26 ημέρες για πενθήμερη εργασία και 31 μέρες για εξαήμερη εργασία.

Ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τις συνήθεις αποδοχές που θα λάμβανε αν απασχολούνταν πραγματικά στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνεται κάθε τακτικό και μόνιμο αντάλλαγμα που λαμβάνει για την εργασία του (μισθός ή ημερομίσθιο, αλλά και πρόσθετες παροχές, όπως τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα κ.λπ.).

Πέραν των συνήθων αποδοχών ο μισθωτός δικαιούται και επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, χωρίς όμως και να μπορεί να ξεπερνάει σε κάθε περίπτωση τις αποδοχές 15 ημερών γι’ αυτούς.

Οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας καταβάλλονται κατά την έναρξη αυτής και δεν συμψηφίζονται με ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές. Εάν ο εργαζόμενος δεν έχει λάβει την άδεια που δικαιούται και προκύψει λήξη της σύμβασης εργασίας (με απόλυση, παραίτηση, θάνατο εργαζομένου ή λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου), οφείλονται αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας, ανάλογα με τον χρόνο που παρέχονταν υπηρεσίες από τον εργαζόμενο στον εργοδότη.

Για το 1ο και το 2ο ημερολογιακό έτος από την πρόσληψη του εργαζομένου οφείλονται 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού για κάθε μήνα απασχόλησης, καθώς και 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού για κάθε μήνα απασχόλησης ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).

Κατά τη διάρκεια της άδειας απαγορεύεται η απασχόληση των μισθωτών και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για οποιονδήποτε λόγο. Η απόλυση που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της άδειας θεωρείται άκυρη.

Καλό καλοκαίρι σε όλους και όλες και το σίγουρο είναι ότι δε φταίει για όλα η μεγάλη φοροδιαφυγή των μικρών όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Και σίγουρα αυτό δεν αποτελεί και την αίτια να εισπράττει το Κράτος 24% ΦΠΑ. Γιατί αν αυτό κυριαρχήσει μετά τις εκλογές γεια και αντίο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Καλή Δύναμη!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *