Στην πόλη μας την Άρτα υπήρχαν πάμπολες λάκες όπου έπαιζαν τα παιδιά κυρίως τα αγόρια μπάλα κατά το πλείστον, όπως και άλλα παιχνίδια της εποχής τους. Θα αναφέρουμε μερικές όπως του Λία Ζιώρη, του Μπαλάσκα, στις βαντζίνες, η μεγάλη λάκα, του Αϊ Λια, στα οβριομνήματα, στο μετέπειτα 5ο Δημοτικού, στο Κάστρο, στις αυλές των σχολείων, στην πλατεία της Παρηγορήτριας, στην πλατεία του Ζέρβα, στην γούρνα, τα καλοκαίρια στις άκρες από το ποτάμι, στο Κάστρο, στην του Γιώργου Πάνου στην Αγία Σοφιά, μικρότερες στις αυλές των εκκλησιών, όπως της Οδηγήτριας, του Τράκαλη, στου Παπαχρήστου στην Αγίας Φανερωμένη και άλλες.
Η γειτονιά του πίσω από την Παρηγορήτισσα και Παντοκράτορα πάντα ζωηρή από τα παιδιά, γιατί σχεδόν μέχρι την Τζουμέρκων ήταν κατοικήσιμη προτού το΄40 και πάντοτε υπήρχαν παιδιά να παίζουν, να πειράζουν, να ενοχλούν, να κυνηγούν άλλα από άλλες γειτονιές. Ήταν και παζαρίσια, γνώριζαν την αγορά της Σκουφά, πάνω κάτω πολλές φορές. Είχαν για μπάλα την λάκα του Τρομπούκη στο τετράγωνο Ανεμομύλων, Τζουμέρκων, 3/40 Συντάγματος και Δρυόπων. Εκεί πριν την κατοχή υπήρχε μία πολεμίστρα, δίπλα στα σπίτια του Τρομπούκη, του Γιώτη, του Χαρίση. (ίδια με αυτή που είναι ακόμα σήμερα λίγο πάνω από την είσοδο του Νοσοκομείου, αριστερά).
Όταν ήλθαν οι Ιταλοί και αργότερα οι Γερμανοί, σ΄αυτή την πολεμίστρα έστελναν σκοπό έναν ή δύο για να φυλάνε και ελέγχουν τα πάντα. Ήταν χειμώνας του΄44, καλή ημέρα, είχε ήλιο και δεν φυσούσε. Τα παιδιά από την γειτονιά μαζεύτηκαν στην λάκα του Τρομπούκη για μπάλα. Από τα μεγαλύτερα μέχρι τα μικρότερα. Είχε έρθει και ο Γερμανός σκοπός με όλη την αρματωσιά του, ανέβηκε πάνω στην πολεμίστρα και παρατηρούσε. Τα παιδιά το γνώριζαν το θέμα, δεν έδωναν και πολύ σημασία, συνέχιζαν να παίζουν μπάλα, τι μπάλα, πάνινη με κουρέλια τυλιγμένα, φωνές, γκολ, άουτ, φάουλ τα γνωστά.
Πλησίαζε μεσημέρι τα παιδιά έτοιμα να πάνε για τα σπίτια, ο Γερμανός είχε ξαπλώσει κάτω και τον είχε πάρει ο υπνάκος. Τον είδε ο μεγαλύτερος των παιδιών, ο Γιάννης και παρατήρησε ότι είχε βγάλει την μία μπότα και την δεύτερη μισοβγαλμένη. Αμέσως είπε στον Βασίλη τον γείτονα, «πήγαινε να πάρεις τις μπότες», πάει ο Βασίλης παίρνει την μία την πάει στην παρέα. Άγριος ο Γιάννης πάλι «δεν σου είπα να πάρεις και τις δύο μπότες». Ξανά ο Βασίλης να αρπάξει από το ποδάρι του Γερμανού την δεύτερη, τραβούσε, ξυπνάει ο Γερμανός, φωνές, ουρλιαχτά, πυροβολισμούς ευτυχώς στον αέρα, χαμός. Τα παιδιά μικρά, μεγάλα εξαφανίστηκαν, οι δύο μεγάλοι ο Γιάννης και ο Βασίλης έκοψαν προς την Δρυόπων και συνέχεια προς 3/40 Συντάγματος με την μία μπότα. Την πέταξαν πιο πέρα μέσα σε χορτάρια.
Σε πέντε λεπτά της ώρας ανέβαιναν 5-6 Γερμανοί το καλντερίμι της Παρηγορήτριας, φωνάζοντας και απειλούσαν χωρίς να ξέρουν τι γίνεται. Τα παιδιά εξαφανισμένα, οι νοικοκυρές έκλεισαν τις πόρτες. Έφτασαν στην λάκα οι φαντάροι και βρήκαν τον συνάδελφο με μία μπότα. Άρχισαν να πυροβολούν και πήραν σβάρνα τους τρεις δρόμους και τα σπίτια, τη Δρυόπων, την Ζαλοκώστα, την Λεοντάρη, μέχρι και την αρχή της Β. Κωνσταντίνου. Τίποτα από μπότα. Ένας μικρός τότε μέσα στην καλάθα της μάνας του που ήταν κάτω από το κρεβάτι επί ώρες.
Από την άλλη μέρα δύο Γερμανοί στην σκοπιά της πολεμίστρας, γυναίκα δεν έβγαινε στην πόρτα για μέρες, τα παιδιά εξαφανισμένα για μέρες. Ο Γιάννης και ο Βασίλης για μήνα κοιμόταν σε άλλο σπίτι, ο μικρός τότε Μήτσος στη Ζαλοκώστα από το φουστάνι της μάνας του, ο Νάσιος από το χέρι του πατέρα του στο μαγαζί.