Η επιδίωξη της κυβέρνησης που στηρίζει τη νέα αναθεωρημένη Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) 2021-2027 αλλά και των άλλων κομμάτων του ευρωμονόδρομου, είναι να παρουσιάσουν ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη στον αγροτοδιατροφικό τομέα μέσω της διαμόρφωσης ενός “επιχειρηματικού τύπου” καπιταλιστικών αγροτοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων θάναι προς όφελος όλων.
Η πείρα όμως της διαχρονικής εφαρμογής της ΚΑΠ, απ’ολες τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις, δείχνει ότι το αποτέλεσμα που έφεραν οι εκάστοτε αναθεωρήσεις της είναι οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα να μειωθούν απο 833.590 το 2005 σε 684.950 το 2016. Πετάχτηκαν από την παραγωγή περίπου 140.000 νοικοκυριά βιοπαλαιστών ατομικών αγροτοκτηνοτρόφων κατά την περίοδο 2005-2016. Επίσης οι επιδοτήσεις/ενισχύσεις μειώθηκαν, άλλαξε ο τρόπος επιδότησης πριμοδοτώντας τον λεγόμενο «πράσινο πυλώνα» των επιδοτήσεων σε μεγάλους παραγωγούς κλπ. Είναι χαρακτηριστικό το στοιχείο ότι το 30% των εκμεταλλεύσεων λαμβάνει το 80% των ενισχύσεων.
Αυτό επομένως που επιτεύχθηκε στην αγροτική – κτηνοτροφική παραγωγή σταθερά μέσω των αναθεωρήσεων της ΚΑΠ είναι η συγκέντρωση κεφαλαίου, τόσο στο εμπόριο, όσο και στη μεταποίηση των γεωργικών – κτηνοτροφικών προϊόντων. Δυνάμωσε η τάση διαμόρφωσης μιας παραγωγικής βάσης καπιταλιστικών καθετοποιημένων παραγωγικών μονάδων.
Παρ’ολα αυτά παραμένει όπως λένε ως “διαρθρωτικό πρόβλημα” το ότι στην Ελλάδα ο μέσος κλήρος δεν ξεπερνά τα 68 στρέμματα όταν στην ΕΕ είναι 160 στρέμματα τη στιγμή που στις ΗΠΑ προσεγγίζει τα 1800 στρέμματα. Το ζήτημα αυτό προσπαθεί να αντιμετωπίσει η νέα αναθεώρηση της ΚΑΠ ώστε η ΕΕ να παραμείνει παγκόσμια πρωταθλήτρια στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων διατροφής σε σχέση με τους βασικούς ανταγωνιστές της (ΗΠΑ, Βραζιλία κ.λπ.). Αυτή την αλήθεια προσπαθούν να κρύψουν τα κόμματα του ευρωμονόδρομου μιλώντας για όχι καλή διαπραγμάτευση. Έχουμε γνωρίσει και τις “καλές” και πολύωρες 12ωρες διαπραγματεύσεις, τα δημοψηφίσματα της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που έφεραν το τρίτο μνημόνιο.
Τέρμα στις αυταπάτες. Καμιά αναθεώρηση της ΚΑΠ δεν έχει στόχο να ικανοποιήσει τις σύγχρονες ανάγκες όσων μοχθούν και παράγουν γιατί στόχο έχει την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και επιχειρηματικότητας και στον αγροτοδιατροφικό τομέα. Γι’αυτό και κάθε αναθεώρηση είναι και χειρότερη για τους βιοπαλαιστές αγροκτηνοτρόφους όχι όμως και για τους λίγους μεγάλους επιχειρηματίες αγροτοκτηνοτρόφους. Αυτό επιβεβαιώνεται και απο την βράβευση στην ημερίδα της «Agrenda» που έγινε πέρσι στα Γιάννενα, του Γιαννιώτη κτηνοτρόφου της χρονιάς του οποίου ο κύκλος εργασιών φτάνει τα 850.000 ευρώ, ενώ οι συνολικές επενδύσεις του σε πτηνοτροφία, αγελαδοτροφία, μηχανήματα και εξοπλισμό ξεπερνούν τα 2.500.000 ευρώ.
Όσο χρυσόσκονη και να ρίξουν με τις διακηρύξεις ότι τα “ποιοτικά” τρόφιμα και η “εξωστρέφεια” θα διαμορφώσουν καλύτερες τιμές για τους παραγωγούς δεν μπορούν να κρύψουν ότι οι μονοπωλιακοί όμιλοι του αγροτοδιατροφικού τομέα είναι αυτοί που καθορίζουν τους όρους παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας με κριτήριο τα μονοπωλιακά υπερκέρδη τους. Αυτοί είναι που με ευθύνη των κυβερνήσεων, με διάφορες μεθόδους, αρπάζουν την παραγωγή σε τιμές και κάτω του κόστους.
Για παράδειγμα οι μεγαλέμποροι τη χρονιά που μας πέρασε, στην αρχή της συγκομιδής του μανταρινιού ξεκίνησαν με τιμή 0,35Ε/κιλό έφτασαν στα 0,23Ε/κιλό ενώ στο ράφι ξεπερνά το 1Ε/κιλό. Αντίστοιχα η μεγαλύτερη γαλακτοβιομηχανία στην περιοχή η “ΔΩΔΩΝΗ” με τη οποία συναλλάσσεται η πλειοψηφία των κτηνοτρόφων, με τα κέρδη της να έχουν αυξηθεί ακόμα και μέσα στην πανδημία, έχει κατηγοριοποιήσει τους παραγωγούς με βάση την ποσότητα γάλακτος που παραδίδουν διαμορφώνοντας για την πλειοψηφία των κτηνοτρόφων τιμές κάτω του κόστους. Ανάλογη είναι και η κατάσταση και με τις άλλες γαλακτοβιομηχανίες της περιοχής μας.
Την ίδια στιγμή τα μονοπώλια που ελέγχουν τα αγροτικά μέσα και εφόδια, μηχανήματα, σπόρους, φάρμακα, λιπάσματα και ζωοοτροφές διαμορφώνουν και το κόστος παραγωγής στα ύψη. Πρόσφατα οι τιμές των ζωοτροφών που αποτελούν σχεδόν το 70% του κόστους παραγωγής για τους κτηνοτρόφους αυξήθηκαν κατακόρυφα.
Παράλληλα οι κυβερνήσεις με υπέρογκους φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, ΕΝΦΙΑ, χαράτσια κλπ κάνουν ακόμα πιο ασφυκτική την κατάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πλειοψηφία του εισοδήματος των ατομικών αγροτοκτηνοτρόφων κατευθύνεται στην κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών και φορολογίας ενώ δεν επιστρέφει η κυβέρνηση τον Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης(ΕΦΚ) στο πετρέλαιο των αγροτών, που κατάργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως προεκλογικά υποσχέθηκε.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να μην μπορεί να επιβιώσει ο βιοπαλαιστής αγροτοκτηνοτρόφος, να εγκαταλείπονται καλλιέργειες, κοπάδια με τους βιοπαλαιστές αγροκτηνοτρόφους που παραμένουν στην παραγωγή να βιώνουν “το μαρτύριο της σταγόνας”, παλεύοντας να παραμείνουν στα χωράφια και τα κοπάδια τους καταχρεωμένοι.
Τα διάφορα “συνεργατικά σχήματα” δεν αναιρούν το γενικότερο πλαίσιο του μονοπωλιακού ανταγωνισμού εντός του οποίου λειτουργούν με τα μεγάλα κεφάλαια να εκτοπίζουν τα μικρότερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην περιοχή μας είναι της “ΔΩΔΩΝΗΣ” που απο συνεταιριστική έγινε ιδιωτική και τώρα πουλήθηκε το πλειοψηφικό μετοχικό κεφάλαιο στο αμερικάνικο μονοπώλιο CVC Fund VII, η περίπτωση της “Ολυμπος” αλλά και η περίπτωση της «ΘΕΣ–ΓΑΛΑ» που πτώχευσε ενώ παρήγαγε το 10% της εγχώριας παραγωγής γάλακτος και το μέσο μέγεθος των εκμεταλλεύσεων που συμμετείχαν στο συνεταιρισμό ήταν 180 αγελάδες/εκμετάλλευση, τη στιγμή που ο μέσος όρος σε επίπεδο χώρας υπολογίζεται ότι δεν ξεπερνά τις 35 αγελάδες/εκμετάλλευση.
Επίσης μιλούν για τα προγράμματα των νέων αγροτών χωρίς να λένε πως μπορεί να επιβιώσει ένας νέος αγρότης με το ποσό των 4000-5000 χιλιάδων ευρώ ενώ την ίδια στιγμή με την δρομολόγηση της ιδιωτικοποίησης της επικουρικής σύνταξης, θα κληθεί να καταβάλει εισφορές για την δημιουργία του “ατομικού κουμπαρά” που θα τζογάρονται και θα περιμένει πού θα κάτσει η λοταρία για να δει τι και αν θα πάρει τίποτα ψίχουλα όπως 15Ε τον μήνα που παίρνουν σε άλλες χώρες.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση αντί να ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματα του οργανωμένου αγωνιστικού αγροτικού κινήματος που δίνουν πραγματικές ανάσες στους βιοπαλαιστές αγροκτηνοτρόφους τους προτρέπει να γίνουν παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας βάζοντας φωτοβολταϊκά. Να βάλουν δηλ. και άλλη τραπεζική θηλιά αφού το λεηλατημένο εισόδημά τους δεν φτάνει να καλύψει τις καθημερινές ανάγκες πόσο μάλλον το κεφάλαιο που χρειάζεται για την εγκατάσταση ενός φωτοβολταϊκού πάρκου.
Οι βιοπαλαιστές αγροτοκτηνοτρόφοι όμως γνωρίζουν ότι μόνο μέσα απο τους αγροκτηνοτροφικούς συλλόγους, με σκληρούς και συντονισμένους σε πανελλαδικό επίπεδο αγώνες που οργάνωσε η Πανελλαδική Επιτροπή των Μπλόκων (ΠΕΜ), κατάφεραν να κερδίσουν μικρές και μεγάλες κατακτήσεις όπως το αφορολόγητο. Είναι επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπίσουν την μοιρολατρία, το τίποτα δεν γίνεται. Να πιστέψουν στην δύναμή τους, να κάνουν δική τους υπόθεση τη συσπείρωση στους υπάρχοντες Αγροτικούς-Κτηνοτροφικούς Συλλόγους, την συγκρότηση καινούργιων και μαζί με το οργανωμένο αγωνιστικό αγροτικό κίνημα, με το πλαίσιο πάλης της ΠΕΜ να αντιπαλέψουν την επιδείνωση των όρων παραμονής τους στην παραγωγή.
Να αλλάξουν τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης ενισχύοντας αποφασιστικά το ΚΚΕ που παλεύει για την υλοποίηση άμεσων και πιεστικών διεκδικήσεων για να μπορέσουν οι βιοπαλαιστές αγροτοκτηνοτρόφοι ν’αντέξουν, να κερδίσουν χρόνο όπως αυτές περιέχονται στην πρόταση νόμου που κατέθεσε στη βουλή και απορρίφτηκε.
Μόνο με ισχυρό ΚΚΕ μπορεί να δυναμώσει το αντίπαλο δέος, η κοινωνική συμμαχία, για την οργάνωση της πάλης των αγροτοκτηνοτρόφων μαζί με τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, που θα απαντά στην αντιλαϊκή επίθεση αλλά και θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανατροπή αυτού του εχθρικού παραγωγικού μοντέλου, για την αποδέσμευση από την ΕΕ με το λαό στην εξουσία.
Η διαφορετική οργάνωση της αγροτικής παραγωγής στηριγμένη στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής μέσα από αγροτικούς παραγωγικούς συνεταιρισμούς, με κεντρικό σχεδιασμό μπορεί να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνατότητες της Ηπείρου και γενικότερα της χώρας με σκοπό την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών σε διατροφικά προϊόντα και πρώτη ύλη για τη βιομηχανία, με χαμηλό κόστος παραγωγής και με τους παραγωγούς του πλούτου να μην συνθλίβονται από τα μονοπώλια και το κράτος τους.