in

Μείωση εισακτέων: Η πολιτική επιλογή του Υπουργείου Παιδείας και τα “κακά” σχολεία

Του Διονύση Προβή
Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ


Πώς η μείωση των εισακτέων στα Πανεπιστήμια θα συμβάλλει στον περαιτέρω διαχωρισμό των μαθητών και γιατί προκύπτουν σχολεία πολλαπλών ταχυτήτων σε όλη την επικράτεια της χώρας.

Η πολιτική επιλογή του Υπουργείου Παιδείας για την κατηγοριοποίηση των σχολείων σε πρότυπα, πειραματικά και λοιπά σχολεία, και κατ’ επέκταση η κατηγοριοποίηση των μαθητών, αναμένεται να εντείνει τα αίτια των κοινωνικών φαινομένων που βίωσε η ελληνική κοινωνία κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη μείωση των εισακτέων στην Tριτοβάθμια Δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση της χώρας, θα οδηγήσει με βεβαιότητα σε μεγέθυνση αυτών των φαινομένων μιας και ο διαχωρισμός θα συνεχιστεί και στην αρχή της ενήλικης ζωής των μαθητών.

Η επιλογή της Κυβέρνησης εν μέσω Πανδημίας να τριπλασιάσει τον αριθμό των τελειόφοιτων που μένουν εκτός Τριτοβάθμιας, από τη μια, δείχνει μια αναλγησία πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα ενώ από την άλλη το μόνο που καταφέρνει είναι να χτυπήσει έμμεσα τον οικογενειακό προϋπολογισμό μιας και πολλά από τα παιδιά αυτά θα αναγκαστούν να πληρώσουν δίδακτρα σε αμφιβόλου ποιότητας κολέγια. Πού οφείλεται όμως η καρατόμηση δεκάδων χιλιάδων υποψήφιων φοιτητών;

Με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) που θεσμοθέτησε στη μέση της σχολικής χρονιάς 2020 – 21 το Υπουργείο Παιδείας και που εφάρμοσε στο τέλος της, τα αποτελέσματα ήταν τουλάχιστον τραγικά, κάτι που όλοι το γνώριζαν, μιας και για πρώτη φορά ένας Υπουργός Παιδείας εξαγγέλλει σαρωτικές αλλαγές που αφορούν τις Πανελλαδικές χωρίς χρόνο προσαρμογής.

Όλοι οι προκάτοχοι της κας Κεραμέως σεβάστηκαν τις δυσκολίες και την ψυχολογική πίεση που αντιμετωπίζουν οι υποψήφιοι φοιτητές και οι αλλαγές που νομοθετούσαν είχαν έναν χρόνο προσαρμογής, ώστε να μην επηρεάσουν με αρνητικό τρόπο τους μαθητές. Κανένας Υπουργός Παιδείας δεν έχει το δικαίωμα να παίζει με την ψυχολογία των παιδιών και των γονέων με κανέναν απολύτως τρόπο για να ικανοποιήσει μόνο το κομματικό του ακροατήριο.

Η βιαστική εφαρμογή της ΕΒΕ, βρήκε ανέτοιμους τους μαθητές, που ξεκίνησαν με άλλα δεδομένα την κρίσιμη σχολική χρονιά της Γ Λυκείου και με άλλα την τελείωσαν. Δεκάδες χιλιάδες τελειόφοιτοι των Λυκείων της χώρας είχαν κάνει τον προγραμματισμό τους με βάση τα ισχύοντα τον Σεπτέμβρη του 2020 και τελικά βρέθηκαν εκτός Πανεπιστημίου, όχι επειδή έκαναν αυτοί κάποιο λάθος, αλλά επειδή κάποιο «αόρατο χέρι» (όχι βέβαια της αγοράς αλλά του Υπουργείου) τους έκοψε τον δρόμο. Με τη σειρά τους, οι απόφοιτοι πλέον, κατηγορούν την Κυβέρνηση για την αποτυχία τους και κανένας δεν μπορεί να τους πει ότι έχουν άδικο. Η στάση της, με βάση το τι έχει νομοθετήσει ως τώρα, τους δείχνει τον δρόμο προς την ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση, ζητώντας τους να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη, όχι για να αυξήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας τους, αλλά για να αποκτήσουν ένα πτυχίο χαμηλότερης ποιότητας και κύρους.

Σε αυτήν την αέναη κούρσα που πλέον θα ισχύει στο εκπαιδευτικό σύστημα, αν δεν επιβάλει την επαναφορά στα προηγούμενα η ίδια η κοινωνία, «νικητές» σε βάθος χρόνου θα είναι όσοι έχουν καλύτερες βάσεις, δηλαδή καλύτερου επιπέδου παρεχόμενη μόρφωση και οικογενειακό περιβάλλον με περισσότερες υποστηρικτικές δυνατότητες.

Επιπτώσεις από την εναλλαγή του εκπαιδευτικού προσωπικού στα σχολεία
Ας δούμε όμως ποια είναι τα χαρακτηριστικά των σχολείων των οποίων οι μαθητές θα έχουν μειωμένη πιθανότητα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με την ΕΒΕ. Πρώτα από όλα η κατηγοριοποίηση των σχολείων. Αυτή από μόνη της θα έχει τις πιο ισχυρές συνέπειες. Η πλειοψηφία των μαθητών θα φοιτούν σε «κακά» σχολεία, με αποτέλεσμα αυτό να δημιουργεί πολλά προσχώματα στην πορεία τους προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Για πρώτη φορά, το Υπουργείο Παιδείας αποδεσμεύεται από την προσπάθεια να παράσχει ίση Παιδεία σε όλο το μαθητικό δυναμικό και μπορεί να βάλει στην άκρη το μέρος που δεν συγκαταλέγεται στους «άριστους». Έτσι, οι μαθητές που δεν ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία, ξεκινούν από μειονεκτική θέση σε σχέση με τους συνομηλίκους τους, που τους έχουν ενδύσει με αυτό τον χαρακτηρισμό.

Ένα ακόμα σημείο που αφορά μεγάλο μέρος των μαθητών, είναι η εναλλαγή των προσώπων στο σχολείο. Ένα σχολείο για να μπορέσει να αναπτυχθεί παιδαγωγικά, χρειάζεται σταθερό εκπαιδευτικό δυναμικό. Η ύπαρξη οργανικών θέσεων εκπαιδευτικών στα σχολεία εξυπηρετεί και αυτόν τον σκοπό, πέρα από αρκετούς άλλους, και αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στην λειτουργία του σχολείου.

Δυστυχώς όμως, παρότι μοιάζει να είναι ο κανόνας, αυτό δεν ισχύει για όλα τα σχολεία. Αρκετές από τις θέσεις στα σχολεία πληρώνονται κάθε χρόνο από διαφορετικούς εκπαιδευτικούς. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτος και πιο σημαντικός από αυτούς είναι η μόνιμη αναπλήρωση που υπάρχει στην εκπαίδευση. Φέτος, από τον Σεπτέμβρη μέχρι και το τέλος του σχολικού έτους, προσελήφθησαν πάνω από 50.000 αναπληρωτές, δηλαδή εκπαιδευτικοί που κάθε χρόνο είναι αναγκασμένοι όχι απλά να αλλάζουν σχολείο αλλά και περιοχή κατοικίας. Τη μια χρονιά να είναι για παράδειγμα στις Κυκλάδες, την επόμενη στην Κρήτη, τη μεθεπόμενη στα Επτάνησα κ.ο.κ.

Για όσους δε νομίζουν ότι αυτό κρατά για λίγα χρόνια, να σας αναφέρω ότι κάποιοι είναι αναπληρωτές για 18 έτη, ενώ κάποιοι άλλοι παίρνουν σύνταξη με αυτόν τον τρόπο, έχοντας εργαστεί για πολλά χρόνια υπό αυτό το καθεστώς στην εκπαίδευση. Το κράτος με αυτόν τον τρόπο από τη μια τιμωρεί τους εκπαιδευτικούς με ποικίλους τρόπους (μειωμένες αποδοχές, αλλαγή τόπου διαμονής σχεδόν κάθε έτος, υποχρέωση πληρωμής ενός επιπλέον ενοικίου, καθυστέρηση στον οικογενειακό προγραμματισμό, λιγότερα εργασιακά δικαιώματα κ.ά.) και τους οδηγεί στην οικονομική εξαθλίωση.

Από την άλλη, αλλάζει σε πολλά σχολεία, ειδικά της περιφέρειας, μεγάλο ποσοστό των εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε αυτά, που σε ορισμένες περιπτώσεις αγγίζει και το 100%. Στα προηγούμενα πρέπει οπωσδήποτε να προσθέσουμε ότι η έλλειψη μόνιμου προσωπικού στα σχολεία οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις σε απώλεια πολλών ωρών διδασκαλίας, μέχρι να προσληφθούν και να αναλάβουν υπηρεσία οι αναπληρωτές. Οι χαμένες αυτές ώρες δεν μπορούν να χρεωθούν ούτε στα σχολεία, ούτε στους εκπαιδευτικούς, αλλά στον μηχανισμό του ίδιου του Υπουργείου και του Κράτους και κυρίως στην μη κάλυψη των κενών με μόνιμους διορισμούς, που μας καθιστά εξαίρεση στον ευρωπαϊκό κανόνα.

Δεύτερος λόγος εναλλαγής του προσωπικού είναι η απουσία οργανικών θέσεων και αυτό αφορά το σύνολο των σχολείων ανεξάρτητα από το μέγεθος τους και την περιοχή που βρίσκονται (περιφέρεια ή μεγάλα αστικά κέντρα). Τι σημαίνει αυτό όμως; Ενώ ένας μόνιμος εκπαιδευτικός είναι διορισμένος σε συγκεκριμένη περιοχή για πολλά χρόνια, κάθε χρόνο αλλάζει σχολείο ή σχολεία εργασίας, όχι με δική του επιλογή, αλλά λόγω της παραπάνω έλλειψης.

Αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές σε οποιοδήποτε σχολείο κάθε χρόνο θα βλέπουν νέους εκπαιδευτικούς στον σύλλογο διδασκόντων τους, οι οποίοι καλούνται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να προσαρμοστούν στις ανάγκες της κάθε σχολικής μονάδας. Αν σε αυτό προσθέσουμε και το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός από αυτούς υποχρεούται να πηγαίνει σε πολλά διαφορετικά σχολεία για να διδάξει υπό αντίξοες συνθήκες και χωρίς την ενίσχυση της υπηρεσίας τους, καταλαβαίνει κανείς ότι κάτι τέτοιο λειτουργεί εις βάρος των ίδιων των μαθητών.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι αντί το Κράτος να μεριμνά ώστε να έχουν όλοι οι μαθητές ίσες ευκαιρίες για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Δωρεάν Δημόσια Εκπαίδευση, δημιουργεί προσχώματα για μεγάλο ποσοστό αυτών. Και αν όλα τα προηγούμενα χρόνια η έλλειψη οικονομικών πόρων ερχόταν ως απάντηση από την επίσημη Πολιτεία για την μη κάλυψη των κενών στα σχολεία, η θεσμοθέτηση της ΕΒΕ και η κατηγοριοποίηση των σχολείων και κατ’ επέκταση των μαθητών φανερώνει την προσπάθεια του Υπουργείου Παιδείας να επωμιστούν τα προβλήματα της εκπαίδευσης οι μαθητές και οι γονείς τους, που θα αναγκαστούν για να προσφέρουν «περισσότερες ευκαιρίες» στα παιδιά τους, να βάλουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη από πολύ νωρίς. Γονείς, που με τον νέο εργασιακό νόμο, θα δουν το εισόδημα τους να μειώνεται, όπως και τον χρόνο που θα μπορούν να αφιερώσουν στα παιδιά τους.

Όλα αυτά όμως, μαζί με τις επιπτώσεις της πανδημίας και τα μέτρα που δεν έχει πάρει δυστυχώς ακόμα και τώρα το Υπουργείο για τη λειτουργία των σχολείων, θα μπορούσε να είναι άνετα το υλικό όχι για ένα αλλά για πολλά ακόμα άρθρα. Σε αυτά θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και η λιγότερη Δημοκρατία στην Εκπαίδευση που πλέον έχει θεσμοθετηθεί, καθώς και η αδιαφάνεια, που υπό αυτές τις συνθήκες δείχνει να γιγαντώνεται.