in

“Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό”

editor_image

Του Γιάννη Γκιόκα

Βουλευτής ΚΚΕ & μέλος Κ.Ε.


«Είναι ένα κάλεσμα που απευθύνεται στους εργαζόμενους, σε όλο το λαό, στη νεολαία… Είναι ένα κάλεσμα για να πολλαπλασιαστούν οι εστίες της αντίστασης, για να μείνουν στα χαρτιά οι αντεργατικοί νόμοι που ψηφίστηκαν το προηγούμενο διάστημα. Είναι ένα κάλεσμα για να μπει στο επίκεντρο της συζήτησης, του προβληματισμού και της διεκδίκησης το ζήτημα των σύγχρονων κοινωνικών λαϊκών αναγκών, αλλά και των αιτιών που αυτές οι ανάγκες όχι μόνο δεν ικανοποιούνται, αλλά συνεχώς υποβαθμίζονται και υπονομεύονται.

Αυτό το κάλεσμα, όπως και συγκέντρωση των ΚΟ ΜΜΕ, έχει τίτλο “Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό”. Αυτό δεν είναι απλά και μόνο ένα σύνθημα του για να στολίσουμε τις εκδηλώσεις μας. Είναι ένα σύνθημα που στην κυριολεξία γεννήθηκε, δοκιμάστηκε, αγκαλιάστηκε μέσα στις μεγάλες και σκληρές μάχες όλου του προηγούμενου διαστήματος, του διαστήματος της πανδημίας, του περασμένου καλοκαιριού, στις καθημερινές μάχες στις οποίες με αυτοθυσία και μαχητικότητα πρωτοστάτησαν τα μέλη του Κόμματος, οι φίλοι του Κόμματος, αγωνιστές και συνοδοιπόροι σε διάφορους χώρους.

Τα κρίσιμα προβλήματα που βιώνουν οι εργαζόμενοι κι ο λαός, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, φαίνεται ποιος είναι ο αντίπαλος, ποιος είναι ο ένοχος, φαίνεται ποιο είναι το πολιτικό πρόβλημα της χώρας.

Είναι μια κοινωνική οργάνωση, ένα κοινωνικό οικονομικό σύστημα που θυσιάζει τις σύγχρονες ανάγκες στο βωμό του κέρδους και του ανταγωνισμού.

Είναι ένα κράτος εχθρικό απέναντι σε αυτές τις ανάγκες γιατί είναι ένα κράτος φτιαγμένο για να θωρακίσει αυτή την κερδοφορία και γι’ αυτόν το λόγο την ίδια ώρα που είναι ανίκανο και δυσκίνητο στο να προστατεύσει την ανθρώπινη ζωή, τη λαϊκή περιουσία, είναι ταχύτατο και αποτελεσματικό, όταν πρόκειται να θυσιάσει εργατικά – λαϊκά δικαιώματα για να υπηρετήσει τα κέρδη και τα συμφέροντα της ολιγαρχίας του πλούτου. Την ίδια ώρα που δεν βρίσκει χρήματα για την υγεία ή για κρίσιμες υποδομές, όπως είναι τα αντιπλημμυρικά έργα, την ίδια ώρα δίνει 4 δισ. και παραπάνω για το ΝΑΤΟ και για στρατιωτικούς εξοπλισμούς που αφορούν τη συμμετοχή της χώρας σε επικίνδυνα επιθετικά σχέδια.

Και φυσικά μέρος αυτού του προβλήματος είναι οι κυβερνήσεις που υπηρετούν αυτό το σύστημα και διαχειρίζονται την κρατική εξουσία, τόσο η σημερινή όσο και οι προηγούμενες, αλλά και οι όποιες επόμενες».

Από αυτή την άποψη τόνισε ότι «το κυβερνητικό πρόγραμμα της σημερινής κυβέρνησης, αλλά και των επόμενων -όποιων κι αν είναι αυτές- είναι δεδομένο, είναι ήδη γραμμένο. Είναι αυτό που στηρίζεται και θα υλοποιεί τις συμβάσεις του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ, συνολικά την πολιτική της ΕΕ. Θα είναι αυτό που θα στηρίζεται και θα υλοποιεί τις επαίσχυντες αυτές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Και φυσικά θα είναι το πρόγραμμα που γράφουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι και το κεφάλαιο για να υπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα.

Χρειάζεται συνεπώς και Μέσα, δημοσιογράφους, στρατευμένους σ’ αυτή την υπόθεση, είτε συνειδητά, είτε εξ ανάγκης, ως αποτέλεσμα ποικιλόμορφων πιέσεων και εκβιασμών, φανερών ή συγκαλυμμένων. Χρειάζεται ανθρώπους στα Μέσα Ενημέρωσης όσο γίνεται πιο ευάλωτους και εξαρτημένους, ουσιαστικά ομήρους των ιδιοκτητών και των συμφερόντων που υπηρετούν.

Απ’ αυτή την άποψη οι δημοσιογράφοι και συνολικότερα οι εργαζόμενοι στο χώρο των ΜΜΕ είναι θύματα και ως εργαζόμενοι που πλήττονται, όπως όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι, είναι όμως θύματα και ως αποδέκτες εκείνων των μέτρων που επιδιώκουν να βάλουν ασφυκτικά πλαίσια στη γνώμη, στην έκφραση, πολύ περισσότερο στην αντίσταση και τη χειραφέτηση από την κυρίαρχη πολιτική.

Μετά τη μεγάλη κρίση του 2009-2015, ήρθε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δήθεν για να βάλει τάξη στο μιντιακό τοπίο. Στην πραγματικότητα αυτό που επεδίωκε ήταν να επιστεγάσει μια νέα κατάσταση που διαμορφωνόταν στον χώρο του Τύπου και των Μέσων Ενημέρωσης συνολικά, με την απόσυρση κάποιων παλιών και χρεοκοπημένων ιδιοκτητών και την είσοδο νέων επιχειρηματιών στο παιχνίδι, με την ενημέρωση να παραμένει στα χέρια των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων και με τους εργαζόμενους χωρίς δικαιώματα.

Και μετά ήρθε η κυβέρνηση της ΝΔ, που εν μέσω πανδημίας έφερε νόμο -το νόμο Λιβάνιου- που απ’ τη μια στήριζε τους μεγαλοϊδιοκτήτες των Μέσων και από την άλλη κλιμάκωνε την επίθεση σε βάρος των εργαζομένων.

Τότε στο νόμο Λιβάνιου υπήρχε κι ένα ακόμη άρθρο. Ήταν το άρθρο που έλεγε ότι είναι υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών μέσων επικοινωνίας να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε οι παρεχόμενες από αυτούς υπηρεσίες να μην εμπεριέχουν, πρώτον, υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας, λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής, ιθαγένειας ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού και, δεύτερον, δημόσια πρόκληση σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος.

Τι θυμίζουν όλα τα παραπάνω αν όχι τη θεωρία των άκρων; Αυτό το άρθρο ουσιαστικά άνοιγε το δρόμο, έτσι ώστε να κόβονται ειδήσεις και απόψεις, με τη δικαιολογία ότι μπορεί να επιφέρουν διοικητικές κυρώσεις στους ιδιοκτήτες – παρόχους μέσων επικοινωνίας.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, πριν λίγες μέρες τέθηκε σε διαβούλευση σχέδιο νόμου για την αναθεώρηση άρθρων του ΠΚ που σ’ ένα από αυτά (και συγκεκριμένα στο άρθρο 191) και με το πρόσχημα την προστασία από τα fake news που απειλούν τη δημόσια υγεία, προβλέπεται ότι:

Όποιος δημόσια ή μέσω διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του Τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή…

Αντιλαμβανόμαστε όλοι πού οδηγούν τα συγκεκριμένα άρθρα, τα οποία -σημειωτέον- έχουν τις υπογραφές όλων των άλλων κομμάτων: Στη φίμωση κάθε διαφορετικής φωνής, κάθε αντίθετης άποψης που πάει κόντρα στην κυρίαρχη πολιτική».

Το ΚΚΕ μπαίνει μπροστά και διαθέτει όλες του τις δυνάμεις για να οργανώσει ο λαός την αντεπίθεσή του, να βάλουν οι εργαζόμενοι τη δική τους σφραγίδα στις εξελίξεις. Και σ’ αυτή τη μεγάλη πρωτοβουλία για να ανοίξει ο δρόμος μια πραγματικά ελπιδοφόρα διέξοδο, καλούμε να συμπορευτούμε.

Μέσα απ’ τους καθημερινούς αγώνες, μπορούμε να διαμορφώσουμε ένα πανελλαδικά συντονισμένο κίνημα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Ριζωμένο παντού, με πρωτοπόρες εστίες αντίστασης σε κάθε χώρο δουλειάς, κάθε κλάδο, κάθε περιοχή. Με ενιαία αιτήματα και στόχους που σημαδεύουν τον πραγματικό αντίπαλο.

Ένα κίνημα, όχι μόνο για κάνει έναν αγώνα αμυντικό, έναν αγώνα οπισθοφυλακής για να μη χάσουμε κι άλλα, αλλά ένα κίνημα που θα περνάει στην αντεπίθεση, θα δημιουργεί ρωγμές, θα αλλάζει συσχετισμούς, θα φωτίζει την πραγματική πολιτική αλλαγή που έχει ανάγκη ο λαός.

Αυτή η πολιτική αλλαγή είναι η κοινωνία στην οποία οι εργαζόμενοι βγαίνουν από το περιθώριο της πολιτικής ζωής και συμμετέχουν ενεργά στη λήψη, στην εφαρμογή και στον έλεγχο των αποφάσεων, γιατί έχουν πλέον την εξουσία στα δικά τους χέρια. Είναι η οικονομία που στηρίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία, λειτουργεί με γνώμονα την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και όχι το κέρδος, επιτυγχάνει μέσω του κεντρικού σχεδιασμού στόχους που εξασφαλίζουν τη λαϊκή ευημερία.

Ο σοσιαλισμός είναι η μοναδική διέξοδος από τον βάλτο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Σε λίγες μέρες μάλιστα συμπληρώνονται 30 χρόνια από την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και θα ξαναχυθεί πολύ μελάνι και θα ξαναδούμε τα αφιερώματα της συμφοράς για κάτι που η αστική τάξη λέει ότι είναι ιστορικά καταδικασμένο, όμως η στάση της δείχνει πόσο πολύ φοβάται. Ας κάνουμε κι εμείς το δικό μας “αφιέρωμα” για την προσφορά και τις κατακτήσεις του σοσιαλισμού, για τις αιτίες της ανατροπής -καθόλου δεν φοβόμαστε, αντίθετα επιζητούμε αυτή τη συζήτηση- και πάνω από όλα για το ότι ο σοσιαλισμός είναι απαίτηση των καιρών, επίκαιρος και αναγκαίος όσο ποτέ».