in

«Γάμπαρη Αμβρακικού» Γ. Τάτση

Εκδόσεις Γαβριηλίδης – 2019 – Σελ. 133

editor_image

Του Κώστα Τραχανά


Γαρίδα ή Γάμπαρη του Αμβρακικού Κόλπου του Νομού Άρτας. Η φήμη της έχει ξεπεράσει τα στενά όρια του Αμβρακικού Κόλπου και φτάνει σε όλη την Ελλάδα. Είναι ένας θαλασσινός μεζές που δικαιολογεί απόλυτα τη φήμη που έχει αποκτήσει. Το αρθρόποδο αυτό έχει εύγευστο κρέας το οποίο είναι περιζήτητο και πλούσιο σε ασβέστιο και πρωτεϊνη, ενώ αποτελεί και πηγή χοληστερόλης.

Το βιβλίο αυτό είναι μια μικρή ιστορία απλή και ανθρώπινη. Ωστόσο, ήδη από την αρχή του βιβλίου, η συμπατριώτισσά μας Γεωργία Τάτση αναπτύσσει μια σχέση οικειότητας με τον αναγνώστη της στα όρια της συνενοχής.

Η συγγραφέας επιλέγει την εμμεσότητα και με ένα θαυμάσιο, διάφανο ύφος, με λεπτομερείς περιγραφές τόπων, ανθρώπων και αντικειμένων, με τη σχεδόν εμμονική επιστροφή σε ίδιες εικόνες της παιδικής ηλικίας, σε επαναλαμβανόμενες κινήσεις, που πάντοτε εμφανίζονται στις πιο κρίσιμες στιγμές, που περνά η πρωταγωνίστριά της η Αλεξάνδρα, έτσι με αυτόν τον έντεχνο τρόπο, η Γεωργία Τάτση αναγκάζει τον αναγνώστη να νιώσει κι αυτός όσα δεν εκφράζονται άμεσα από την Αλεξάνδρα.

Η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία της Αλεξάνδρας με μια ματιά απέριττη, ανεπίδευτη, περίπου παιδική, με μια φωνή διαποτισμένη από αθωότητα και ειλικρίνεια. Παράλληλα κυριαρχεί το στοιχείο της εσωτερικής αναζήτησης, η οποία εκφράζεται, ρητά ή άρρητα, με υπαρξιακές εκμυστηρεύσεις, όνειρα, αναμνήσεις, επίμονες μνήμες. Επίσης χαράσσει έναν άλλο δρόμο, ένα εσωτερικό μονοπάτι αυτεπίγνωσης.

Η βουή της Ιστορίας της Ελλάδας, η οποία επηρεάζει αναπόφευκτα την πλοκή, λειτουργεί ως ισοκράτημα για τις εξελίξεις που συντελούνται στον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας, μιας απλής γυναίκας που αναζητά την ταυτότητά της μέσα σε έναν σκληρό κόσμο όπου αισθάνεται χαμένη, (που δεν υπογράφει την δήλωση, το χαρτί κοινωνικών φρονημάτων), ποτέ όμως δεν πρόδωσε, ποτέ όμως ηττημένη, μάνα και κόρη.

Κατεβαίνοντας η Αλεξάνδρα τις κυλιόμενες σκάλες του μετρό της Αθήνας, στους διάφορους σταθμούς της διαδρομής της, χώνεται στην κοιλιά της μεγαλούπολης, στέκεται στα σπλάχνα της και κλαίει βουβά μπροστά στα αρχαία ευρήματα, θρηνεί στην επιτύμβια λουτροφόρο, μπροστά στο τείχο των δακρύων διαβάζει τη δική της τορά, παράλληλα κατεβαίνει από την επιφάνεια της γης στα βάθη του εαυτού της, καθρεφτίζεται στο κάτοπτρο της Ιστορίας, ανακτά τμήματα του προσώπου της, αχνά τοπία της ψυχής της, σβησμένα μέρη του εαυτού της, χαμένα εδάφη της ταυτότητάς της. Διασχίζει μωρή και σοφή, παιδί και γριά μαζί, τη ζωή της ανάποδα, διασχίζει τον λαβύρινθο με τις στοές, τα πηγάδια, τη χοάνη, τα σπήλαια, τα πετρώματα, τη θάλασσα. Ένα ταξίδι από το τέλος προς την αρχή, από το προσωπικό στο συλλογικό, από τον θάνατο στη ζωή, από την μικροιστορία στην Ιστορία, από την βεβαιότητα στην αμφιβολία.

Η ιστορία μιας καθημερινής και απολύτως συνηθισμένης κοπέλας, της Αλεξάνδρας, μια ζωντάρφανη, που μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό της Άρτας. Μιας μικρής κοπέλας, που επειδή η μάνα της έλειπε στα χωράφια, στις αγροτικές δουλειές, και βρέφος δεν την έβαλε στο στήθος της, για να μην κλαίει της έδινε η γιαγιά της το βυζί της, κι έμαθε μεγαλώνοντας να θηλάζει το ψωμί…

Συνταξιδιώτες, στο εξής, εκείνη, η αδιάβροχη συγγραφέας, εμείς οι διψασμένοι αναγνώστες, σχοινοβάτες, θαρρείς, όλοι μας ανάμεσα στο φανερό και τ΄ αφανέρωτο με τη μνήμη -μνήμα να μοιράζει τα χαρτιά της στα κρυφά…

Μια θάλασσα -μνήμη, μεγαλόψυχη θα μας δώσει πίσω το καράβι. Οι τάφοι, τα κενοτάφια, τα αρχαία ερείπια, το παιδικό σπίτι, το μικρό χωράφι, οι γονείς της, στοιχειώνουν τη σκέψη της. Et in Arkadia ego. Το χωριό. Το Κλειστό Άρτας. Ο Άραχθος. Ο Αμβρακικός. Τα μικρά χωράφια στο χωριό. Μαζεύει με ευλάβεια τις λέξεις των λουλουδιών μη και χάσουν το άρωμά τους…

«…Το σπίτι των παιδικών χρόνων και η παραλία της θάλασσας συγχωνεύονται, παρόντες και νεκροί εδώ-οι νεκροί είναι αόρατοι, δεν είναι απόντες-, εγώ πλάσμα φερέοικο, γάμπαρη, σαλιγκάρι που κουβαλάει στην πλάτη τον κοχλία του, θυμάσαι, θυμάσαι, μνήμη μέσα στη μνήμη…».

Ο κύλινδρος αλέθει ενοχές και οράματα, πολύτιμα κάποτε χαρτιά. Αγαπημένα ενδύματα, άνθη μαραμένα. Ένα ηπειρώτικο χωριό στον λαβύρινθο του χρόνου, απ΄ όπου μόνο με παλίντροπες κινήσεις ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη μπορείς να βγεις. Εδώ ο λαβύρινθος της παιδικής ηλικίας.

Ποιος γυρίζει από τους νεκρούς; Εκεί μόνο πας… Πώς αναγνωρίζεις κάποιον που δεν γνώρισες ποτέ; Πώς θάβεις άταφο νεκρό αν ο νεκρός δεν έχει σώμα;

Και δώσ’ του ιστορίες χωρίς τελειωμό, με κενοτάφια, όνειρα και τάφους, για να γλιτώσει το κεφάλι της…

«…δος μοι τούτον τον ξένον τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω, δος μοι τούτον τον ξένον ίνα κρύψω εν τάφω»…

Κρατά η Αλεξάνδρα, ένα ξεχασμένο παιδί, σφιχτά τ΄ αγιασμένα κόκαλα των προγόνων της, ενός πατέρα, του Βαγγέλη, που δεν έχει γνωρίσει ποτέ και μιας τυραγνισμένης επονίτισσας μάνας, της Βασιλικής, σέρνει θλιβερές λιτανείες, με επιτάφιους θρήνους, τα κουρέλια της και μαζί της ψυχής της τα ράκη. Πένθιμα ναυάγια ακουμπούν στην φιλόξενη ακτή του Αμβρακικού κόλπου και του ποταμού Αράχθου. Οι αναμνήσεις χαραγμένες στις πέτρες, οι αναμνήσεις χαραγμένες στο γυαλί. Θυμάται τσάμικα τραγούδια, χωρίς φωνή, σόλο κλαρίνο και λεβέντικους χορούς. Μια μάνα πελαργός, που στέκεται στο ένα πόδι, που ρίχνει όλο το βάρος στο ένα πόδι και στροβιλίζεται και πετάγεται πάνω στο χορό, μια μάνα που ανυψώνεται. Κολυμπάει ή φτερουγίζει στο χορό. Το ηπειρώτικο τραγούδι, σαν μοιρολόι, μελωδεί τη θλίψη, πριονίζει σιγά σιγά το αδαπάνητο. Δεν είναι τραγούδια που εξευμενίζουν τον θάνατο. Είναι τραγούδια του θανάτου: «Ήλιε μ΄ που βγαίνεις το πρωί και τα βουνά ζεσταίνεις …», «Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τα αηδόνια…/Τι να κάνω τώρα, τι να κάνω, αν σκεφτώ πως θα πεθάνω…».

Η κάθε εμμονή, η κάθε αλλαγή, η κάθε απώλεια, που δεν την αφήνουν να προχωρήσει στη ζωή. Το πως μοιράζετε τα συναισθήματά της κι αν μπορούσε να το κάνει…

Οι έξι παράλληλες αφηγήσεις θα συγκλίνουν σαν παραπόταμοι (Μετσοβίτικος, Μελισσουργιώτικος, Καλλαρυτικός,…) στην κοίτη του μεγάλου ποταμού, του Αράχθου, όπου βρίσκεται κρυμμένη η αλήθεια, σε ένα φάκελο ψυχιατρείου Κέρκυρας και μια μικρή καρφιτσωμένη φωτογραφία. Συρτάρια με κρυμμένα μυστικά, που τα σκαλίζει η ηρωίδα. Νεύματα, όνειρα και σκιές που θησαυρίζονται. Ο πατέρας απών, στο ψυχιατρείο Κέρκυρας κι η μοναξιά εγκυμονεί τους στίχους και τις λέξεις που κάποτε θα΄ ρθουν.

Ένας φάκελος, πολλά όμως τα κενά, πολλές οι απορίες, πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα. Αυτό οδηγεί την ηρωίδα συνεχώς κάτω από τη γη, κάτι που συνδέει τον φάκελο με το μετρό και τους σταθμούς του, αφού τίποτα δεν κατάφερε στον ουρανό, σκάβει στα βαθιά υπόγεια, σκάβει μέσα της, βυθίζεται σε περιόδους της ζωής της: κυρίως στην παιδική της ηλικία…

Μια μικροιστορία που συνδυάζει νοσταλγία, εξομολόγηση, συγκίνηση, ακρίβεια και αυτογνωσία. Μέσα από τις αποθανατίσεις της εποχής και την ανακάλεση της μνήμης, επιτείνει στον αναγνώστη αυτό το αίσθημα δύσκολης ανασκαφικής ρέμβης.

Λέξεις μεστές νοήματος, λέξεις ποιητικές, λέξεις απλές, καθημερινές. Μαζεύουμε σαν αναγνώστες με ευλάβεια τις λέξεις των λουλουδιών μη και χάσουν το άρωμά τους…

Λιτή καλλιέπεια, με πολύ διακριτικό λογοτεχνικό άρωμα.

Μια συγκινητική και σπαρακτική ιστορία. Διαβάστε τη.

Η Γεωργία Τάτση γεννήθηκε το 1952 στο Κλειστό Άρτας. Από το 1965 ζει στην Αθήνα. Εργάστηκε σε διαφημιστικές εταιρείες το κρατικό ραδιόφωνο και την κρατική τηλεόραση. Σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ και σειρές ντοκιμαντέρ (Η Βουλή στο χακί, Σαν παλιά φωτογραφία, Σήμερα έχεις εφημερία κ.α.).

Το διήγημά της «Κολοκύθα « δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Τα Δέκατα”.

Το άλλο έργο της «Χορός στα ποτήρια» ήταν υποψήφιο για το κρατικό βραβείο Νουβέλας-Διηγήματος 2013.