Όταν πατώντας πάνω σε πραγματικά προβλήματα στα λόγια πλασάρεται ο ορθολογισμός και στην πράξη κυριαρχεί η σπέκουλα, τότε ακόμα και η ελαστικότερη έννοια δημοκρατίας πάει στον αγύριστο. Κοντά δυο χρόνια πανδημίας ήταν αρκετά. Μαθαίνουμε αναγκαστικά και συστηματικά να κοιτάμε μόνο το δέντρο, κι όχι απλώς να μη βλέπουμε αλλά να καίμε το δάσος. Τα παραδείγματα, άλλα φανταχτερά κι άλλα χαμηλότονα, είναι πολλά.
Η ανελέητη και εν πολλοίς χαζή προπαγάνδα υπέρ του αναγκαίου και πράγματι σωτήριου εμβολιασμού, λόγου χάρη, καλεί τους πολίτες να απαλλάξουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας από την αφόρητη πίεση που δέχεται. Ποιο Ε.Σ.Υ.; Αυτό με τις ουρές, τις θεόρατες ελλείψεις σε προσωπικό και μέσα. Αυτό που ανάγκαζε μέχρι χτες μάζες ασθενών να βασίζονται στην αρωγή των συγγενών, να παίρνουν μαζί τους σεντόνια και μαξιλαροθήκες, χαρτιά υγείας και νερό, και να μπαίνουν στην ουρά για μια θέση στην ακτινοθεραπεία με τον καρκίνο να καλπάζει ή τις φυσικοθεραπείες να κόβονται στο μισό. Ενα Ε.Σ.Υ. ορθό στη σύλληψη, πολύ μακριά από κάθε έννοια δωρεάν Υγείας, όταν το επείγον, το σωτήριο, το πιεστικό πρόβλημα, χρόνια τώρα εκτός πανδημίας, αντιμετωπιζόταν με προσφυγή στον ιδιώτη, το χέρι βαθιά στην τσέπη και εράνους για την αντιμετώπιση σπάνιων ασθενειών, για τις οποίες η επιστήμη έχει βρει κάμποσες λύσεις, αλλά πανάκριβες.
Πάνω σ’ αυτή την αντίφαση εύκολα διαστρεβλώνεται το σημαντικό και το ασήμαντο. Μαθημένος ο πολίτης να επιβιώνει μέσα στο σύστημα, ψάχνοντας λύσεις έξω απ’ αυτό, βρίσκει φυσικό να μην αισθάνεται την παραμικρή ενοχή, όταν το ξεγελάει με ψεύτικα πιστοποιητικά και αντιεπιστημονικές θεωρίες, πιο λογικοφανείς από τον παραλογισμό του εμπορίου της σωτηρίας μιας ζωής. Κι έτσι σιγά σιγά ντύνει και την παρανομία με τη μυθολογία της αντίστασης στη σαπίλα του συστήματος και την πολλαπλασιάζει αυτοκτονώντας ως κοινωνία μετ’ ευτελείας.
Η κυρίαρχη εξουσιαστική τάξη σπεκουλάρει αθεράπευτα. Γραπώνεται από τις ίδιες της τις αντιφάσεις κι επιτίθεται σε κάθε μορφής μαζική αντίσταση στα έργα και τις ημέρες της, χαϊδεύοντας αυτιά που έχουν χάσει την ικανότητα να ακούν και πέραν του θορύβου που αναγκάζονται να παράγουν για ν’ ακουστούν. Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο να ακούγεται λογικό να επιστρατευθούν άνθρωποι γιατροί του ιδιωτικού τομέα, για να καλύψουν τα τεράστια κενά των κρατικών νοσοκομείων έναντι 250 ευρώ ανά ημέρα εφημερίας. Και όχι θεμιτό και λογικό να επιταχθούν τα ιδιωτικά νοσοκομεία και οι κλινικές για να αντιμετωπιστεί η πανδημία, όχι μόνον του κορονοϊού, αλλά η πανδημία της εγκατάλειψης των άλλων ασθενειών ή και ατυχημάτων. Δηλαδή θα αφήσει ο γιατρός το πλουσιοπάροχα αμειβόμενο χειρουργείο ή ιατρείο του και ο νεαρός ντελιβεράς, που γκρεμίστηκε από το μηχανάκι κι έχει βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις να μην μπορεί να μεταφερθεί στο πρώτο διαθέσιμο ιατρικό «κατάστημα» με ΜΕΘ, και να περιμένει δώδεκα ώρες να πεθάνει κάποιος σε κρατικό κρεβάτι για να σωθεί. Αυτό το κόστος των δώδεκα ωρών μιας νεανικής ζωής κρεμασμένης από μια κλωστή, ποιος, που να πάρει ο διάολος, το αναλαμβάνει παίζοντας πολιτικά, ιδεολογικά και χυδαία τελικά μεταξύ των καθόλου απλών λέξεων: επιστράτευση κι επίταξη.
Η σπέκουλα, η άκρως διευκολυντική της ατομικής ευθύνης έχει μετατραπεί σε αποθέωση του ατομικού ωχαδερφισμού. Οπότε πολύ εύκολα θα πεισθούν οι μάζες ότι είναι πολύ καλό πράγμα να μη βγαίνουν στο δρόμο, αφού στη διαδήλωση μπορεί και προβοκατόρικα να πέσει μια μολότοφ κι αν δεν καούν, να μπορεί να βρεθούν μπουζουριασμένοι αντιμέτωποι με την κατηγορία της κακουργηματικής διακινδύνευσης της ζωής σε πλήθος. Όχι πως είναι χρήσιμο ή αθώο όπλο η μολότοφ. Αλλά μιας και μιλάμε για έκθεση του πλήθους σε κίνδυνο, πώς θα μπορέσει αυτό το πλήθος να σκεφθεί πόσο επικίνδυνο είναι να στέκεται άοπλο απέναντι σε πάνοπλους αστυνομικούς που μπορεί ανεμβολίαστοι ή και εμβολιασμένοι, να το πνίξουν σε χημικά άγνωστης χημικής σύνθεσης ή σφαίρες και μάλιστα άφθονες και με τις πλάτες της εξουσίας θανατηφόρα ατιμώρητες.
Η σπέκουλα της πανδημίας έγινε και σπέκουλα της κρατικής αυθαιρεσίας και το στοίχημα μετατοπίστηκε. Το ζητούμενο πλέον είναι η χειραγώγηση των μαζών, και με φόβο και με ψυχρό υπολογισμό και σχεδιασμό, όπως ακριβώς απαιτείται στο προμελετημένο τέλειο έγκλημα.