in

H ιστορία έχει αποδείξει που οδηγούν οι λογικές και η πολιτική του “κατευνασμού” [του Μιχάλη Κατρίνη]

Επικεφαλής Κ.Ο ΚΙΝΑΛ
Βουλευτής Ηλίας


Όσοι συνδέουν την πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας στα ελληνοτουρκικά με υποχωρήσεις και εκπτώσεις που θα έχουν ως θύμα την Ελλάδα, καλό είναι να θυμούνται ότι η ίδια η ιστορία έχει αποδείξει που οδηγούν οι λογικές και η πολιτική του “κατευνασμού” του θηρίου. Αναφέρομαι στον Σεπτέμβριο του 1938 και στη συμφωνία του Μονάχου που για να κατευνάσει το Χίτλερ, παραχώρησε στη ναζιστική Γερμανία την περιοχή της Σουδητίας, την οποία χαρακτήρισαν “ειδική περίπτωση”.

Με τη διαφορά ότι ο Χίτλερ δεν αρκέστηκε μόνο στη Σουδητία, εισέβαλε στην Τσεχοσλοβακία και την προσάρτησε και αργότερα σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και τότε, οι θιασώτες του κατευνασμού, συνιστούσαν υποχωρήσεις και ανακάλυπταν “ειδικές περιπτώσεις”, με γνώμονα να μην γίνει πόλεμος, κάτι που τελικά δεν απέφυγαν. Aυτό που πρέπει να αντιληφθούν όλοι, είναι ότι το πρόβλημα που λέγεται Τουρκία αντιμετωπίζεται μόνο εντός του διεθνούς δικαίου.

Η Τουρκία, ως επεκτατική και επιθετική χώρα, χρησιμοποιεί το διεθνές δίκαιο a la carte. Όταν, δε, οι κανόνες του διεθνούς δικαίου αποτελούν εμπόδιο για τις επιδιώξεις της, τότε ανακαλύπτει “ειδικές περιπτώσεις”. Είναι ξεκάθαρη, πλέον, η πρόθεση των γειτόνων μας να μετατρέψουν το Αιγαίο σε μια “ειδική περίπτωση”, σε ένα υβριδικό περιβάλλον, στο οποίο δεν θα ισχύουν οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, έτσι ώστε να μην υπάρχει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και να μην έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ τα νησιά.

Το διεθνές δίκαιο όμως δεν έχει a la carte εφαρμογή. Το Αιγαίο δεν είναι ειδική περίπτωση.

Κάθε χώρα, με βάση το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, έχει το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, όποτε κρίνει ότι μπορεί να ασκήσει αυτό το δικαίωμα. Κάθε νησί που κατοικείται, έχει επήρεια ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, όπως ορίζουν οι κανόνες του διεθνούς δικαίου.

Ελληνοτουρκικά και αναθεωρητισμός
Το τελευταίο διάστημα, η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας στα ελληνοτουρκικά, θέτει ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, την οποία συνδέει με την κυριαρχία των νησιών αυτών, με την κίνηση αυτή να εντάσσεται σε μια συνολική προσπάθεια αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά. Το άρθρο 51, όμως, του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ, το οποίο είναι πέρα και πάνω από συνθήκες, και ισχύει στο διηνεκές είναι ξεκάθαρο ως προς το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας για ένα κράτος που απειλείται, ενώ διεθνείς συνθήκες καλύπτουν πλήρως αυτό το δικαίωμα της χώρας μας.

Στη συζήτηση για τα εξοπλιστικά στη Βουλή, τόνισα με έμφαση ότι «Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έχει πολιτική νομιμοποίηση για να αποδεχθεί την τουρκική απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, που είναι το πρώτο βήμα για την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά. Όπως και να αποδεχθεί συστάσεις συμμάχων ή φίλων προς αυτή την κατεύθυνση».

Το ίδιο ισχύει –θα προσέθετα– και για όσους κινούνται στη λογική του κατευνασμού και των υποχωρήσεων. Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι την ειρήνη δεν την κερδίζεις ούτε την κατοχυρώνεις, υποχωρώντας ή κάνοντας εκπτώσεις σε εθνικά, κυριαρχικά δικαιώματα. Η ειρήνη κερδίζεται με αποφασιστικότητα, σταθερές και πάγιες θέσεις, προσήλωση στο διεθνές δίκαιο, ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος και με μια εξωτερική πολιτική με δυναμικά και εξωστρεφή χαρακτηριστικά.

Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η Δύση, με ό,τι αποπνέει ως πολιτική έννοια, με ό,τι αποπνέει ως προς την προσήλωση της στις αρχές του πολιτισμού και τις πανανθρώπινες αξίες, πέρα από τον κ. Πούτιν, θα πρέπει να ασχοληθεί με τον κ. Ερντογάν και τον τουρκικό αναθεωρητισμό που απειλεί την ειρήνη και τη σταθερότητα σε όλη την περιοχή.