in , ,

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ | «Ασυμβίβαστοι», Ντεζιάτι Μάριο

⬛ Εκδόσεις Κλειδάριθμος – 2023 – Σελ.357 – (Βραβείο Premio Strega 2022)

editor_image

Του Κώστα Τραχανά


Τίτλος πρωτοτύπου: Spatriati, η λέξη spatriato προέρχεται από το ρήμα spatriate, που σημαίνει φεύγω ή διώχνω κάποιον από την πατρίδα του. Σε ορισμένες διαλέκτους της Νότιας Ιταλίας, μεταξύ αυτών και της Μαρτίνα Φράνκα, λαμβάνει διαφορετικό νόημα, όπως, για παράδειγμα, ασυμβίβαστος, πλάνης, απερίσκεπτος, αυτός που δεν έχει στον ήλιο μοίρα.

Η Μαρτίνα Φράνκα είναι ένας δήμος 47.000 κατοίκων στην Πούλια, επαρχία του Τάραντα στα μισά του δρόμου μεταξύ Σαλέντο και Μπάρι. Συνορεύει με τις πόλεις Οστούνι, Τσιστερνίνο, Λοκοροτόντο, Νότσι και Αλμπερομπέλιο. Όλες αυτές οι πόλεις αποτελούν την κοιλάδα Ίστρια.

Σε αυτή την πόλη ζούνε οι δεκαπεντάχρονοι Κλαούντια Φανέλι και Φραντσέσκο Βελένο. Είναι δυο έφηβοι. Μεγαλώνουν μαζί, συγκλίνουν και αποκλίνουν, διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον, όπως η φωτιά και το νερό. Δυο ασυμβίβαστοι, δυο πλάνητες. Ζούνε μέσα σε ένα περιβάλλον κοινωνικά πολύ καταπιεσμένο. Τους παρακολουθούμε από τη μετεφηβεία μέχρι την ενηλικίωση.

Ο Φραντσέσκο νιώθει τυχερός που συνάντησε το αντίπαλο δέος του την Κλαούντια, τη spatriata, όπως αποκαλούν στην Μαρτίνα Φράνκα τους διαφορετικούς ανθρώπους, τους αντικομφορμιστές ή τους ανύπαντρους και τις ανύπαντρες, τους τυχοδιώκτες και τους πλάνητες,ή τους ασυμβίβαστους, τους απελευθερωμένους.

Την Κλαούντια τη φλέρταραν τα αγόρια των τελευταίων τάξεων του σχολείου επειδή ήταν ψηλή, επειδή είχε λευκό δέρμα κι επειδή οι κόκκινες ανταύγειες των μαλλιών της ήταν σαν να έβλεπες τις σκέψεις της να φλέγονται. Ο Φραντσέσκο λάτρευε τη μεγάλη της μύτη και το μεγάλο της στόμα. Ένιωθε για αυτήν μια πρωτόγνωρη ηδονή, έναν ανομολόγητο έρωτα, ένα σιωπηλό φλερτ. Ήθελε να τα φτιάξουνε, ήθελε να την αγαπήσει. Έχουν μια σχέση πιο λεπτή από τον έρωτα. Είναι κάτι πέραν της φιλίας και κάτι πολύ πιο εκλεπτυσμένο από τον έρωτα. Τι είδους αγάπη είναι αυτή; Είναι κάτι που να αποδέχεσαι την πολυπλοκότητα και την απόλυτη ελευθερία του άλλου. Πρόκειται για μια αγάπη στην οποία μπορείς να είσαι και άπιστος.

Όταν προχωρούσαν στους δρόμους της πόλης τους κοιτούσαν όλοι: αυτή ήταν ένα κορίτσι ντυμένο σαν άντρας, που φοράει γραβάτες κι ένα αγόρι με ένα μακρύ ράσο που σερνόταν στην άσφαλτο. Η εκκεντρική Κλαούντια είχε λέγειν, ήταν δυναμική, ήταν πιο θαρραλέα, πιο ελεύθερη στον έρωτα, διάβαζε Οσάμου Τεζούκα και Μπανάνα Γιοσιμότο, της άρεσε πολύ η ποίηση και η ηλεκτρονική μουσική. Ήταν πολύ όμορφη στα μάτια του Φραντσέσκο, όταν διάβαζε ποίηση.

Η Κλαούντια ήθελε να φύγει μακριά από την Μαρτίνα Φράνκα, να ταξιδεύει, να πάει Βόρεια. Ήθελε την ανεξαρτησία της. Ήθελε να μάθει τα όρια των ηδονών της. Δεν ήθελε να την εκβιάζει κανείς, ούτε συγγενείς, ούτε ερωτικός φίλος, ούτε κανένας τόπος ούτε η θάλασσα.

Ο πατέρας της Κλαούντια ήταν χειρουργός στο νοσοκομείο, που δούλευε και η μητέρα του Φραντσέσκο, και τώρα μένουν μαζί, στο ίδιο σπίτι. Ένας παράνομος έρωτας. Αυτό ήταν το μυστικό των οικογενειών τους. Η Κλαούντια φιλοδοξούσε να βάλει φωτιά στην υποκρισία μέσα στην οποία είχε μεγαλώσει, στο αίσθημα της ντροπής και της ενοχής. Θεωρούσε πως το σημαντικό στη ζωή είναι να προχωράς και να φεύγεις από εκείνα τα πράγματα που σε κάνουν να κλαις.

Αντίθετα στον Φραντσέσκο καταχνιά απλωνόταν στον ορίζοντα των μελλοντικών προσδοκιών του. Ήταν πιο συνεσταλμένος κι ευαίσθητος. Παρέμενε λίγο πιο κοντός από εκείνη και πιο μελαψός, πιο μαυροστάφυλος. Τη δική του ζωή είχε βελτιώσει εκείνη, η Κλαούντια. Ήταν ερεθιστικό να προφέρει μεγαλόφωνα το όνομα του ανθρώπου που αγαπούσε. Πίστευε ότι υπήρχε η αιώνια αγάπη, ενώ δεν ήξερε τίποτα για τον έρωτα. Αντίκριζε το μέλλον γεμάτος φόβο, ενώ εκείνη γεμάτη ελπίδα και αποφασιστικότητα. Αγαπιόντουσαν με έναν διαφορετικό τρόπο, αλλά αγαπιόντουσαν. Προέρχονταν και οι δύο από ένα τόπο όπου το ασπρίζω με ασβέστη λέγεται «βυζαίνω», επειδή όσοι άσπριζαν έθρεφαν τις πέτρες για να τις ενισχύσουν, τους έδιναν γάλα όπως οι μητέρες στα παιδιά τους. Η αγάπη τους ήταν ο ασβέστης με τον οποίο είχανε θρέψει την ελπίδα της ευτυχίας, την πιο απατηλή και ψεύτικη μορφή ανθρώπινης εξάρτησης.

Η Κλαούντια ήθελε να σπουδάσει οικονομικά στο Μποκόνι του Μιλάνου και είχε πολλούς επιπόλαιους και περιστασιακούς έρωτες. Την πολιορκούσαν πολλοί άντρες. Αυτό που αναζητούσε στους άντρες ήταν το απρόβλεπτο, το μυστήριο και μια τρυφερή αδεξιότητα στη ζωή.

Ο Φραντσέσκο γράφτηκε στις Πολιτικές Επιστήμες στο Μπάρι, γύριζε από γλέντι σε γλέντι κι από μεθύσι σε μεθύσι και δεν είχε καμία ερωτική περιπέτεια. Ανακαλύπτει σιγά σιγά τη διαφορετική σεξουαλικότητά του. Ο Φραντσέσκο είχε μείνει στάσιμος και είχε κρυφτεί μέσα στο καβούκι του.

Η Κλαούντια έζησε δέκα χρόνια στο Μιλάνο και μετά τα άφησε όλα πίσω: μια καλή δουλειά, τα ψέματα, τους χωρισμένους γονείς, το Μιλάνο, το Μποκόνι και έφυγε για το Βορρά. Εκείνη στον Βορρά κι αυτός στον Νότο, μακρινά πουλιά ,αποδημητικό το ένα, ενδημικό το άλλο.

Του ανακοίνωσε ότι θα έφευγε για ένα Βορρά ακόμα πιο βόρεια από εκεί που βρισκόταν όλα αυτά τα χρόνια, εκεί όπου συνέρρεαν οι νέοι Ιταλοί που αναζητούσαν την τύχη τους: το Βερολίνο. Ακόμη κι αν ήταν η Ατλαντίδα, το νησί των Φαιάκων ή ο Άρης, αυτός δε θα σταματούσε ποτέ να την ακολουθεί.

Του ζητούσε να ταξιδέψει και αυτός, να φύγει από τη Μαρτίνα, να ξυπνήσει. Αυτός όμως είχε κολλήσει εκεί, σε ένα τόπο με ανέμους, γύρη και ελαιόδεντρα. «Δεν θα γυρίσω πίσω για να σε σώσω», του έλεγε η Φραντσέσκα, «θα πρέπει να έρθεις εσύ σ΄ εμένα».

Τελικά μετά από χρόνια φεύγει και ο Φραντσέσκο για το Βερολίνο αφήνοντας μια προσοδοφόρα δουλειά μεσίτη. Η Κλαούντια, ακόμη και εξ αποστάσεως, έδινε νόημα στη ζωή του. Είκοσι χρόνια την ποθούσε, κάθε βράδυ φαντασιωνόταν πώς θα ήταν να μπαίνει μέσα της κάτω από τον επαρχιακό τους ουρανό, πώς θα ήταν η γεύση του σάλιου της κάτι ανάμεσα στην πικρή γεύση του καρυδιού και τη γλυκιά του αμύγδαλου.

Αυτή ήταν η πουτάνα της Μαρτίνα και αυτός η «αδελφή» του χωριού…

Ο Φραντσέσκο έπρεπε να αποβάλλει κάθε κομφορμισμό που είχε μείνει μέσα του, να μη φοβάται να ποθεί έναν άντρα. Ήταν πολύ κοντά στο να καταλάβει ότι εκείνο το κάτι βαθιά αντρικό στην Κλαούντια κι εκείνο το κάτι βαθιά θηλυκό στους άντρες που ξεπρόβαλλαν στον ορίζοντα του πόθου του ήταν η πραγματικότητά του. Ο Φραντσέσκο δεν είναι ανοιχτά ομοφυλόφιλος, αφήνεται να αγαπηθεί και να αγαπήσει…

Του Φραντσέσκο του έκανε εντύπωση η έννοια του «κατολισθαίνω όρθιος», ένα αίσθημα που βιώνεις ενώ το σώμα σου παραμένει όρθιο, χωρίς κλυδωνισμούς ή αλλαγές, όμως μέσα σου «έχεις φύγει κι έχεις αποχαιρετήσει τους πάντες». Ακριβώς όπως είχε κάνει και η Κλαούντια.

Η Κλαούντια στο Βερολίνο εκτός από εραστές, πήγε πρώτη φορά με γυναίκα, την Έρικα…

Ο Φραντσέσκο όταν πήγε να την βρει στο Βερολίνο, πήγε να ψωνιστεί σε γκέι μπαρ και πήγε για πρώτη φορά με τον Γεωργιανό Άντρια, ερωτικό φίλο της Φραντσέσκα…

Η Κλαούντια δεν θα ξαναγινόταν ποτέ η γυναίκα που είχε γνωρίσει.

Οι ζωές τους είχαν πάρει άλλον δρόμο σε σχέση με την εποχή που είχανε αγαπηθεί ειλικρινά…

Ένας άρρηκτος δεσμός ήταν που τους κρατάει ενωμένους…

Στον έρωτα κερδίζει αυτός που φεύγει. Μα τι κερδίζει κανείς, και κυρίως σε πόση δυστυχία ζει όποιος πιστεύει ότι οι έρωτες είναι μονομαχίες που καλό είναι να τις αποφεύγεις;

Είχανε φύγει από τις οικογένειές τους κουβαλώντας μαζί τους βαθιές πληγές, μόνο που οι οικογένειές τους δεν είχαν φύγει από αυτούς…

Τελικά ο Φραντσέσκο, σαραντάρης, θα επιστρέψει στη Μαρτίνα Φράνκα. Για πολλούς ήταν ένας από αυτούς που δεν τα κατάφερε, που αναγκάστηκε να επιστρέψει. «Γύρισε αλλά πάντα θα είναι ένας spatrieta», λένε υπονοώντας το γεγονός ότι δεν έχει γυναίκα, παιδί, δουλειά, παρά μόνο μια βαλίτσα πάντα έτοιμη. Ήταν ένα χαμένο κορμί. Ένας μισοτελειωμένος. Λένε ότι έκλεισε το μεσιτικό γραφείο και πήγε στο Βερολίνο για να παντρευτεί την κόρη του δόκτορα Φανέλι κι ότι εκείνη τον απαρνήθηκε την ώρα του μυστηρίου επειδή χρωστούσε χρήματα. «Έβγαλε χρήματα», «Κατάσκοπος θα΄ χει γίνει», «Καθυστερημένος είναι», «Scapuleta» (η λέξη χρησιμοποιείται για τα βόδια που απελευθερώνονται από τον ζυγό), «Spatrieta!» Λίγοι υποψιάζονται τι έχει κάνει, τι έχει δει, ποιον αγαπάει…

Δεν είχαν φύγει και οι δυο μόνο για λόγους οικονομικούς, αλλά κυρίως για λόγους υπαρξιακούς…

Στο μυθιστόρημα του Μάριο Ντεζάτι, εκτός των άλλων, η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Μαρτίνα Φράνκα, η Πούλια, κυριαρχεί στην αφήγηση, με τα τοπία της, τις μυρωδιές της, το κλίμα της, την ατμόσφαιρά της.

Ένα μυθιστόρημα για τις εσωτερικές διαδρομές και ταξίδια, προς την ανεύρεση ταυτότητας και των επιθυμιών.

Ένα μυθιστόρημα για τις ακλόνητες φιλίες και τις άπειρες μορφές που μπορεί να λάβει η ερωτική επιθυμία όταν αφήνεται να εκδηλωθεί.

Ένα μανιφέστο για την ανατρεπτική δύναμη της αγάπης, της τρυφερότητας και της πλατωνικής σχέσης.

Είναι ένα βιβλίο για τη γενιά των Millennials, των σημερινών σαραντάρηδων, που δεν φοβήθηκαν να αναζητήσουν τη θέση τους στον κόσμο μακριά από τον τόπο τους, και που ένιωσαν πραγματικά πολίτες της Ευρώπης.

Μια γλυκόπικρη, σοφά δομημένη, ατμοσφαιρική, μαγική και παράδοξη ιστορία.

Η δύναμη της σπουδαίας λογοτεχνίας είναι να φέρνει τόσο κοντά σου ήρωες που τους σκέφτεσαι σαν αληθινούς και μοιράζεσαι μαζί τους μια αφηγηματική «αλήθεια». Αυτό ακριβώς συμβαίνει στους αναγνώστες καθώς διεισδύουν στα άδυτα των «Ασυμβίβαστων». Δεν διαβάζουν μια σκληρή και ερωτική ιστορία, διαβάζουν ένα βαθύτατα υπαρξιακό κείμενο όπου μπορούν να μπουν και να βγουν από διαφορετικές εισόδους και εξόδους…

Διαβάστε το.

 

Ο Μάριο Ντεζιάτι μεγάλωσε στη Μαρτίνα Φράνκα, μια μικρή πόλη της Νότιας Ιταλίας. Σήμερα ζει μεταξύ Ρώμης και Βερολίνου. Απόφοιτος της Νομικής, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αρχισυντάκτης στο περιοδικό Nuovi Argomenti και στη συνέχεια ως επιμελητής εκδόσεων και διευθυντής σε εκδοτικό οίκο. Έχει γράψει έντεκα μυθιστορήματα, για τα οποία έχει τιμηθεί με σημαντικά βραβεία, δύο ποιητικές συλλογές και έχει επιμεληθεί πλήθος βιβλίων. Το μυθιστόρημά του «Ασυμβίβαστοι» τιμήθηκε το 2022 με το σπουδαιότερο λογοτεχνικό βραβείο της χώρας του, το Premio Strega.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *