in

Γιάννης Κωνσταντινίδης: «Η πανδημία δεν έχει αλλάξει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού»

Συνέντευξη στον Άρη Ραβανό

Συνέντευξη του Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πολιτικής Συμπεριφοράς Πανεπιστημίου Μακεδονίας


• Δυο χρόνια μετά από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, πώς θα λέγατε ότι σχηματοποιείται σήμερα το πολιτικό σκηνικό;
Οι μετρήσεις της κοινής γνώμης ολόκληρη την τελευταία διετία μαρτυρούν ότι ο χρόνος έχει μείνει κολλημένος στις 7 Ιουλίου του 2019, με την έννοια ότι τόσο η εκλογική επιρροή του κάθε κόμματος, όσο και τα κυρίαρχα συναισθήματα απέναντι στο κάθε κόμμα δείχνουν πανομοιότυπα. Η ΝΔ υπερέχει εμφατικά με ποσοστά που προσεγγίζουν την επιτυχία που κατέγραψε το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει καθηλωμένος –πλην όμως σταθεροποιημένος– αρκετά χαμηλότερα από τα επίπεδα της περιόδου αιχμής του και τα τέσσερα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα διατηρούν τις περιορισμένες δυνάμεις τους. Το πιο σημαντικό τεκμήριο του «σταματημένο ρολογιού» όμως είναι ότι στο εκλογικό σώμα εντοπίζονται ως κυρίαρχα τα ίδια συναισθήματα απέναντι στα δύο μεγάλα κόμματα: αποστροφή προς τον ΣΥΡΙΖΑ και χλιαρή αποδοχή της ΝΔ ως της αντί-ΣΥΡΙΖΑ επιλογής.

• Δηλαδή ισχυρίζεστε ότι είναι αυτό το αρνητικό συναίσθημα προς τον ΣΥΡΙΖΑ ο λόγος για τον οποίο η ΝΔ εξακολουθεί και καταγράφει υψηλή συσπείρωση και ανθεκτικότητα;
Θα το διατύπωνα λίγο διαφορετικά. Αυτός είναι ο λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει την όποια φθορά της κυβέρνησης. Και προτιμώ αυτήν τη διατύπωση γιατί το σύνηθες στο μέσο της θητείας μιας κυβέρνησης είναι να χάνει δυνάμεις προς την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς η εκάστοτε κυβέρνηση είναι εκείνη που εκτίθεται στην κρίση των ψηφοφόρων μέσω των ενεργειών και των αποφάσεών της. Πυρήνες δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης από την κυβέρνηση υπάρχουν, για παράδειγμα στους νέους που αισθάνονται ότι οι κυβερνητικές δηλώσεις περίπου μεταβιβάζουν σε αυτούς την ευθύνη της πανδημίας, στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα που θίγονται από το νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά ή στους λάτρεις του τεχνοκρατισμού που αισθάνονται ότι η διαχείριση της πανδημίας χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις και παλινδρομήσεις. Όλοι οι παραπάνω αρκούνται στην έκφραση δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης προς τη ΝΔ, χωρίς ωστόσο να δείχνουν έτοιμοι να στραφούν προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Μοιάζουν με έναν τρόπο να είναι εγκλωβισμένοι στο κενό της αδιευκρίνιστης ψήφου, τουλάχιστον για όσο διάστημα δεν τίθεται επιτακτικά μπροστά τους το δίλημμα μιας κάλπης.

• Όταν όμως φτάσει η ώρα των εκλογών, ποια εκτιμάτε ότι θα είναι η εικόνα των συσχετισμών δυνάμεων;
Εκτιμώ πως θα είναι ακριβώς η ίδια, αν τουλάχιστον δεν επιδεινωθεί ραγδαία η επιδημιολογική εικόνα της χώρας και κατά συνέπεια και η οικονομική κατάσταση της χώρας. Η πανδημία δεν έχει αλλάξει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού, γιατί δικαίως έχει εκληφθεί ως ένα απροσδόκητο και ανεξέλεγκτο γεγονός που ξεπερνά τους χειρισμούς μιας κυβέρνησης. Το επόμενο εκλογικό αποτέλεσμα λοιπόν θα ομοιάζει σημαντικά με αυτό των εκλογών του 2019, ίσως μόνο με μια μικρή κάμψη των ποσοστών της ΝΔ, καθώς η συνθήκη της απλής αναλογικής με την οποία θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές θα ευνοήσει μια διασπορά ψηφοφόρων της ΝΔ του 2019 προς μικρότερα κόμματα συγγενών προς αυτήν χώρων. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ενδεχόμενη αλλαγή στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ –σε συνδυασμό με την εφαρμογή της απλής αναλογικής– θα μπορούσε να αλλάξει τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, καθώς η ροή πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς τη ΝΔ τα τελευταία χρόνια ήταν μαζική. Βεβαίως, στην τελική απόφαση αυτών των ψηφοφόρων θα βαρύνει και η πρόθεση της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ έναντι της προοπτικής σχηματισμού συμμαχικής κυβέρνησης με τη ΝΔ στη σχεδόν βέβαιη περίπτωση αδυναμίας σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης.

• Και αν προχωρήσουμε παρακάτω, στη «μετά την πανδημία» εποχή, ποια θα λέγατε ότι θα είναι τα πολιτικά επίδικα;
Η ευαλωτότητα που εδραιώθηκε από την πανδημία, τόσο στο επίπεδο της δημόσιας υγείας, όσο και της απασχόλησης, φέρνει στο επίκεντρο της πολιτικής τον ρόλο του κράτους τόσο ως διαχειριστή προβλημάτων συλλογικής δράσης, όπως ο ορισμός και φυσικά και η τήρηση των κανόνων κατά της διασποράς ενός ιού, όσο και ως προστάτη των πλέον αδύναμων στρωμάτων. Δε θα πρέπει να περιμένουμε πάντως ότι η εμπειρία μιας τόσο κρίσιμης πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά συνθήκης, όπως αυτή της πανδημίας, θα αφήσει οριστικά σε δεύτερο πλάνο τη σημασία των προσώπων στη διαμόρφωση των πολιτικών προτιμήσεών μας. Το τέλος της έκτακτης συνθήκης θα επαναφέρει στο κέντρο των αποφάσεών μας τους χαρακτήρες και τις συμπεριφορές των πολιτικών ηγετών. Ως προς αυτό το στοιχείο, ιδιαίτερη βαρύτητα αναμένεται να δοθεί από το εκλογικό ακροατήριο στην προσωπικότητα του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, πολύ περισσότερο μάλιστα μετά από μια δεύτερη ήττα του Αλέξη Τσίπρα στις επόμενες εκλογές, η οποία και θα οδηγήσει πιθανότατα σε αλλαγή ηγεσίας.

• Και το παρελθόν; Πόση σημασία έχουν οι πολιτικές εμπειρίες του καθενός μας στις αποφάσεις μας; Μόλις τελείωσα, κυριολεκτικά, το βιβλίο σας με τίτλο «Μόλις αποφάσισα», και σε αυτό εντόπισα τη βαρύτητα που αποδίδετε στον τρόπο με τον οποίο βιώνει ο καθένας μας προσωπικά σημαντικά πολιτικά γεγονότα. Είναι πράγματι έτσι;
Το «Μόλις αποφάσισα» είναι μια συλλογή δώδεκα διηγημάτων που εξελίσσονται το ίδιο βράδυ, το βράδυ της παραμονής των εκλογών της 6ης Ιουλίου 2019. Οι εκλογές της επόμενης μέρας ρίχνουν στιγμιαία το φως μακριά από την προσωπική ευτυχία ή τη θλίψη του κάθε ήρωα και απαιτούν αποφάσεις. Πράγματι, οι αποφάσεις τους λαμβάνονται τελικά, όπως λέτε, με γνώμονα τον τρόπο με τον οποίο βίωσαν τα πολιτικά γεγονότα της τελευταίες δεκαετίας, δηλαδή της περιόδου της κρίσης. Η αγωνία του δημοψηφίσματος του 2015, η μετεωρική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, η καθίζηση του ΠΑΣΟΚ, η ανάδυση της Χρυσής Αυγής, η υπογραφή των Μνημονίων, η πολιτική βία στους δρόμους της Αθήνας είναι όλα συμβάντα που βιώνονται διαφορετικά από τον καθένα μας, πάντα σε συνάρτηση και με την προσωπική μας ζωή. Το «Μόλις αποφάσισα» επιχειρεί να βάλει τη διαδικασία λήψης της εκλογικής απόφασης στο περιβάλλον της λογοτεχνίας. Και εκεί υπάρχουν πάντα τα συναισθήματα και οι εμπειρίες μας.