in

Το αίμα του Άλκη στοιχειώνει την κοινωνία [του Χρήστου Τσούτση]


Η δολοφονία του δεκαεννιάχρονου Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα από τα πιο απεχθή και παράλογα εγκλήματα των τελευταίων ετών. Ο Άλκης δολοφονήθηκε πάνω στο άνθος της νιότης του από ανθρώπους που τον έβλεπαν πρώτη φορά στη ζωή τους, γιατί θεώρησαν ότι ήταν φίλος της «λάθος» ομάδας.

Το σοκ γίνεται ακόμα πιο μεγάλο από την ηλικία των φερόμενων ως δραστών: είναι όλοι τους σχεδόν συνομήλικοι του Άλκη. Αν ο άδικος και βίαιος θάνατος ενός νέου προκαλεί σπαραγμό, ο κτηνώδης φανατισμός των δολοφόνων γεννάει ένα αίσθημα συνολικής αποτυχίας της κοινωνίας μας.

Στη Θεσσαλονίκη το κακό παράγινε. Και παράγινε γιατί ο χουλιγκανισμός έχει συγκεκριμένες συνδέσεις με την εξουσία της πόλης. Οικονομική, δικαστική, αστυνομική. Παράγινε γιατί αναβαφτίστηκε στα Μακεδονικά συλλαλητήρια και τώρα ζούμε στα απόνερα. Παράγινε κυρίως γιατί συγκεκριμένοι οπαδοί και σύνδεσμοι αυτών, χρησιμοποιούν τον σύλλογο του ΠΑΟΚ για τα δικά τους συμφέροντα και έχουν μεγάλες πλάτες.

Παρακρατικοί που εκμεταλλεύτηκαν το σωματείο του ΠΑΟΚ, έκαψαν τη Libertatia, επιτέθηκαν σε συγκεντρώσεις, στην κατάληψη «Σχολείο«, έστησαν ενέδρα και δολοφόνησαν τον Τόσκο, επιτέθηκαν σε μαθητές και φοιτητές στη Σταυρούπολη. Φυσικά δεν είναι έτσι όλοι οι οπαδοί του ΠΑΟΚ. Όμως οι παρακρατικοί παλεύουν να κυριαρχήσουν.

Δολοφόνος είναι ο «άλλος»;
Όπως συμβαίνει συχνά, επιχειρήθηκε να δοθεί έμφαση στην εθνικότητα του αρχικά κατηγορούμενου ως δολοφόνου. Το «Αλβανός δολοφόνος» έγινε τίτλος σε πολλά ΜΜΕ και τρένταρε στα social media. Κάθε έγκλημα που διαπράττεται από κάποιον ξένο δίνει την αφορμή για αυθαίρετες ρατσιστικές γενικεύσεις και οργανωμένη ακροδεξιά δημαγωγία. Εν προκειμένω, το να είναι ο «άλλος» ο δράστης του αποτρόπαιου εγκλήματος μας απαλλάσσει ως κοινωνία από το άγος του νεανικού αίματος που χύθηκε τόσο άδικα.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήρθαν τόσο βολικά για τους καλοθελητές. Καταθέσεις κατηγορουμένων κατονομάζουν έναν Έλληνα ως τον δολοφόνο. Η αλήθεια θα διαπιστωθεί από τη δικαστική έρευνα -το ελπίζουμε τουλάχιστον. Το σίγουρο είναι ότι στην ομάδα των φανατισμένων νεαρών που βγήκαν παγανιά συμμετείχαν τόσο Έλληνες όσο και παιδιά μεταναστών, τα οποία έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα. Δεν γίνεται λοιπόν να αναζητήσουμε αποδιοπομπαίους τράγους. Αυτή η αποτρόπαια ιστορία δεν είναι κάποιων “άλλων”.

Ποιοι φταίνε;
Επίσης, δεν είναι μια ιστορία που αφορά μόνο τους δράστες ή μόνο μια μερίδα φανατικών οπαδών. Γιατί οι φανατικοί που φτάνουν μέχρι το έγκλημα δεν είναι παρά η ακραία εκδοχή ενός μαζικού κοινωνικού φαινομένου. Θα είχε χάσει τόσο άδικα τη ζωή του ο Άλκης:

⬛ Αν μεγάλο μέρος των οργανωμένων συνδέσμων δεν είχαν πάρει τη μορφή «πολιτοφυλακών» που ασκούν συστηματικά βία στο όνομα της ομάδας;

⬛ Αν ιδιοκτήτες των ΠΑΕ δεν συντηρούσαν ή δεν ανέχονταν αυτές τις «πολιτοφυλακές» για να τις χρησιμοποιούν ως μοχλούς πίεσης;

⬛ Αν οι κρατικές αρχές δεν επεδείκνυαν αδιαφορία στην ύπαρξη αυτών των «πολιτοφυλακών» την ίδια ώρα που δεν χάνουν ευκαιρία για επιδείξεις αυταρχισμού;

⬛ Αν η λογική της νύχτας δεν είχε επιβληθεί στον επαγγελματικό αθλητισμό;

⬛ Αν πολλά ΜΜΕ δεν περιέγραφαν τις αθλητικές αναμετρήσεις με τους όρους των πολεμικών συγκρούσεων;

⬛ Αν μια κουλτούρα μίσους, βίας, επιβολής και σεξισμού δεν είχε κυριαρχήσει στο ποδόσφαιρο; Η κουλτούρα του (ναζιστικής έμπνευσης) “εδώ μόνο εμείς”, η οποία αποκλείει και απανθρωποποιεί όλους τους υπόλοιπους. Μια κουλτούρα που καλλιεργείται συστηματικά τα τελευταία χρόνια και λειτουργεί προπαρασκευαστικά για τη βία και το έγκλημα.

Το αδιέξοδο
Ας αναρωτηθούμε ακόμα αν το οπαδικό μίσος θα έβρισκε τόσο απήχηση, αν ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας δεν βίωνε το απόλυτο αδιέξοδο. Αδιέξοδο σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση, τις διαπροσωπικές σχέσεις, το περιεχόμενο της ζωής και, κυρίως, την προοπτική για το αύριο. Μεγάλο τμήμα της νεολαίας (ίσως ακόμα και η πλειονότητά της) ασφυκτιά στο παρόν και δεν έχει καμία ελπίδα για το μέλλον. Δεν χρειάζεται κανείς διδακτορικό στην εγκληματολογία για να καταλάβει για ποιο λόγο σε μια συνθήκη αδιεξόδου μπορεί ένας νέος να αναζητήσει την αίσθηση του «ανήκειν» στην οπαδική «πολιτοφυλακή».

Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι όποιος φωνάζει ένα υβριστικό σύνθημα σε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα, είναι συνεργός σε έγκλημα. Υποστηρίζω όμως ότι το χέρι των δολοφόνων του Άλκη, και του κάθε Άλκη, δεν το όπλισε η «κακιά η ώρα».