Τη μεγάλη διαφορά μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ δεν την περίμενε κανείς στις πρόσφατες εκλογές. Ούτε οι εταιρείες δημοσκοπήσεων, οι οποίες διαψεύστηκαν και ως προς το ποσοστό της Ν.Δ και ως προς το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ και ως προς την απόσταση ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο κόμμα.
Το πρώτο σήμα υποχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ, εκπέμφθηκε στις εκλογές του 2019, ωστόσο το ποσοστό 31,53% τον συσκότισε και τον εφησύχασε. Από τότε έπρεπε με αποφασιστικότητα να εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο κόμμα εξουσίας και να επαναπροσδιορίσει το στόχο του, με προτάσεις που να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες μιας κοινωνίας που πολλαπλώς έχει ταλαιπωρηθεί και επιζητεί σταθερότητα. Να ανασυγκροτήσει οργανωτικά το κόμμα και να βρει τα άτομα που μπορούν να υποστηρίξουν ένα πρόγραμμα, χωρίς καταγγελτικό λόγο, που θα πάει την κοινωνία ένα βήμα μπροστά.
To 2019 η εντολή του εκλογικού σώματος ήταν ο Α. Τσίπρας να τα αλλάξει όλα, να μετασχηματίσει το κόμμα σε ένα σύγχρονο προοδευτικό κόμμα που θα υπερασπιστεί τα συμφέροντα του λαού και της χώρας. Ανανέωση του στελεχιακού δυναμικού, εμφάνιση νέων προσώπων στα ψηφοδέλτια, και στα πρόσωπα που θα είναι η εικόνα του κόμματος στα ΜΜΕ, κάτι που επιχείρησε μερικώς και εσπευσμένα μετά το αποτέλεσμα της 21 Μαΐου. Περιθωριοποίηση ομάδων που θόλωναν την εικόνα του κόμματος και το καθήλωναν σε ιδεολογήματα και νοοτροπίες προηγούμενων δεκαετιών. Ανάδειξη των άξιων στελεχών που έχουν φτάσει σε πολιτική ωριμότητα και μετατόπιση ενός αριθμού προβεβλημένων στελεχών, που πολλαπλώς ευεργετήθηκαν λόγω συγκυριών, στα μετόπισθεν για να ηγηθούν στις επικείμενες αυτοδιοίκητες εκλογές.
Από την άλλη πλευρά η συντηρητική παράταξη έδειξε εξαιρετική αντοχή και ικανότητα να απορροφά μεγάλες κρίσεις, στην προεκλογική περίοδο με επιδέξιο τρόπο. Η ευθύνη για το ποιοι καταδίκασαν τη χώρα στα μνημόνιο και η διαχείριση τους μέχρι το 2015 καλύφτηκε με ένα πέπλο και οι αναφορές ήταν μόνο για το «αχρείαστο τρίτο μνημόνιο» του ΣΥΡΙΖΑ.
Επίσης η Ν.Δ εμφάνισε εσωτερική συνοχή και αλληλεγγύη μεταξύ των στελεχών της γεγονός που τη βοήθησε να ξεπερνά χωρίς μεγάλες βλάβες, δύσκολες καταστάσεις, όπως οι υποκλοπές, τα Τέμπη, η καταστροφή της βόρειας Εύβοιας, το φιάσκο με την Αττική οδό και τη μεγάλη απώλεια ανθρώπινων ζωών από τον covid-19, δυσανάλογη με τον πληθυσμό της χώρας.
Ο covid-19 σκέπασε τις ανεπάρκειες της κυβέρνησης και της έδωσε χρόνο και δυνατότητα να μοιράσει λεφτά. Ύστερα ήρθε η αύξηση των τιμών των καυσίμων, της ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και των τροφίμων. Με τις επιδοτήσεις στους λογαριασμούς της ΔΕΗ, τα fuel και market pass, η Ν.Δ κέρδισε, εξαγοράζοντας τη λαϊκή ψήφο γιατί μοίρασε 52 και πλέον δις σε επιδόματα, δηλαδή μοίρασε κρατικά χρήματα και προετοίμασε τον προεκλογικό της αγώνα, τα οποία βρήκε σε ψήφους στη κάλπη. Έτσι ένα μέρος των ψηφοφόρων σκέφτηκε ότι ναι μεν τα βγάζω δύσκολα άλλα τουλάχιστον η κυβέρνηση με νοιάζεται και με βοηθάει. Με την τακτική αυτή πολιτικά διείσδυσε και στο χώρο της κέντροαριστερας, αφού ιστορικά τα επιδόματα ανήκουν στις πρακτικές της σοσιαλδημοκρατίας και όχι στη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ μοίραζε τα λεφτά που μοίρασε ο κ. Μητσοτάκης θα είχε κατηγορηθεί για λαϊκισμό και για σπατάλη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε κατά κράτος στα ΜΜΕ και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Η επικοινωνιακή ισχύ της Ν.Δ και η μονοκρατορία της στον έντυπο και ψηφιακό τύπο ήταν καταλυτική. Βέβαια το γήπεδο ήταν από τις αρχές του 2019 υπονομευμένο, συνοψίζεται σε 6 μεγάλα κανάλια, 5 εφοπλιστικές οικογένειες, 7 μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, 4 μεγαλοτραπεζίτες και 12 μεγάλες εφημερίδες. Το 2019 οι εκλογές επικεντρώθηκαν στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και το 2023 πάλι πάνω στη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Εσκεμμένα οι συζητήσεις στα τηλεοπτικά κανάλια γύριζαν στο 2015 και άφηναν έξω τους βασικούς υπεύθυνους για την υπαγωγή της χώρας στα μνημόνια, Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ και την οικονομική πολιτική της Ν.Δ από το 2019-2023, όπως η άνοδος της φτώχειας, οι υποκλοπές, τα Τέμπη, οι άνοδος των τιμών στην ενέργεια και στα βασικά προϊόντα διατροφής, οι πλειστηριασμοί, το πάγωμα των ερευνών για τους υδρογονάθρακες νοτίως και νοτιοδυτικά της Κρήτης, γεγονότα που κάθε κυβερνών κόμμα θα πλήρωνε πολιτικά. Όμως η αντιπολίτευση τόσο γιατί τα συστημικά μέσα έστρεφαν αλλού τη συζήτηση όσο και από αδυναμίες της ίδιας δεν μπόρεσε να τα αναδείξει. Επιπλέον η συζήτηση στα ΜΜΕ εργαλειοποίησε τις άστοχες και ανεπίκαιρες δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ καλύπτοντας τις αδυναμίες της Ν.Δ και δεν έδιναν ευκαιρίες για να αναδειχθούν τα λάθη και οι παραλείψεις της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να κάνει ενεργητική παρουσίαση των θέσεων του αλλά έκανε κριτική στα πεπραγμένα της Ν.Δ. Στο πρόγραμμα έλειπε η τόλμη. Δεν επέμεινε στο θέμα της κακής διαχείρισης των Νοσοκομείων, στην υποχρηματοδότηση των Δημόσιων Πανεπιστημίων και στο εταιρικό μοντέλο διοίκησης που επιβλήθηκε, στην πανεπιστημιακή αστυνομία. Δεν προβλήθηκαν συγκεκριμένες προτάσεις για την αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα και την αποτελεσματικότητα των δημόσιων υπηρεσιών, την ακρίβεια στα super market, την εκτόξευση των ενοικίων και τη βελτίωση των χαμηλών μισθών και των συντάξεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφάνισε μια έλλειψη ικανών στελεχών, αδυναμία διαχείρισης και υποστήριξης οικονομικών θεμάτων που να συνδέουν την οικονομική πολιτική με την αύξηση του εισοδήματος των πολιτών και ιδιαίτερα της μεσαίας τάξης.
Από την άλλη η Ν.Δ έδειξε αντανακλαστικά καλύτερα στα θέλω της κοινωνίας και η επικοινωνιακή της τακτική ήταν καλοκουρδισμένη με την επικουρία της μονοκρατορίας στα ΜΜΕ και Κοινωνικής Δικτύωσης. Χαμήλωσε το ιδεολογικό της προφίλ, συγκάλυψε τις δικές της αδυναμίες (διαφθορά, ακρίβεια, παρακολουθήσεις, οικογενειοκρατία, η σύμπλευση με τα συμφέροντα των ισχυρών και των πλουσίων) και έδειξε ένα πραγματισμό πιάνοντας τη διάθεση ενός μεγάλου ποσοστού της κοινωνίας που δεν θέλει μεγάλες αλλαγές, θέλει σταθερότητα και βελτιώσεις στην καθημερινότητα του.
Η νίκη της Ν.Δ δεν συνοδεύεται από κάποιο όραμα, αλλά ως το μικρότερο κακό, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ είχε σοβαρές αδυναμίες και δεν έπεισε ως εναλλακτική κυβερνητική πρόταση.
Οι εκλογές δεν άνοιξαν ως όφειλαν διάλογο για τα μεγάλα θέματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η χώρα, όπως η τεχνητή νοημοσύνη που θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στις παραγωγικές και εργασιακές σχέσεις, η κλιματική αλλαγή, ο επαναπατρισμός των 600.000 νέων επιστημόνων που διέρρευσαν από τη χώρα, το δημογραφικό που αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα για την υπόσταση της χώρας, την ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης, το μεταναστευτικό. Το Ουκρανικό και οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν συζητήθηκαν καθόλου στον προεκλογικό αγώνα Η συζήτηση επικεντρώθηκε για ένα χρονικό διάστημα στο ποιος υποψήφιος βουλευτής αποκλείστηκε και από ποιο κόμμα.
Από το 2015-16 που η χώρα δέχτηκε ένα τεράστιο κύμα μεταναστών, ποτέ δεν συζητήθηκε από τις πολιτικές δυνάμεις η χάραξη μιας σοβαρής μεταναστευτικής πολιτικής, σε σχέση με τη δημογραφική γήρανση της χώρας και την εγκατάλειψη της υπαίθρου. Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών και ιδιαίτερα ο χώρος του κέντρου που η μετακίνηση του παίζει ρόλο προς τα πού θα γύρει η ζυγαριά δεν πιστεύει ότι τα σύνορα θα πρέπει να είναι ανοιχτά σε κάθε όντως ταλαιπωρημένο μετανάστη. Οι εμμονές κάποιων στο ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα αυτό, όπως εκφράστηκαν με το «φράχτη» είχαν το μερίδιο τους στην εκλογική του αποτυχία.
Το δίπολο αριστερά- δεξιά λειτουργεί; Στις εκλογές του 2023 φάνηκε ότι σε ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος και ιδιαίτερα στους νέους το δίπολο αριστερά – δεξιά δεν λειτουργεί. Οι νέοι θέλουν λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και δεν τους νοιάζει αν αυτή προέρχεται από τα αριστερά ή τα δεξιά. Οι νέοι ηλικίας 20-40 ετών δεν έχουν καμιά εμπειρία δικτατορίας, πολύ λίγα πράγματα γνωρίζουν για την εθνική αντίσταση και για τον εμφύλιο, πιθανότατα δεν έχουν διαβάσει κανένα βιβλίο των κλασσικών του Μαρξισμού.
Τα κόμματα της αριστεράς θα πρέπει να επεξεργαστούν θέσεις που να απαντούν στο ερώτημα, τι σημαίνει προοδευτικό και αριστερό κόμμα στο 21ο αιώνα και μάλιστα για μια χώρα που είναι μέλος της Ε.Ε, της ευρωζώνης και του ΝΑΤΟ. Να επεξεργαστεί τα χρονίζοντα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και να προτείνει λύσεις με ένα πειστικό και φερέγγυο λόγο, χωρίς λαϊκισμούς και ιδεοληψίες για να γίνει πολιτικά ένα νέο βήμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αγάπησε τις κεντροαριστερές ψήφους που μετανάστευσαν κυρίως από το ΠΑΣΟΚ αλλά δεν σεβάστηκε ως όφειλε τους κεντροαριστερούς, φαίνεται κάτοχος του ορθού λόγου ήταν κάποια «αριστερόμετρα» της Κουμουνδούρου. Την περίοδο 2015-19 και μετά την πολιτική περιδίνηση του πρώτου εξαμήνου τα ιδεολογήματα μετριάστηκαν, αλλά όταν επέστρεψαν μετά το 2019 στην Κουμουνδούρου αυτά αναζωπυρώθηκαν.
Τα κόμματα όμως, κυρίως εκείνα που έχουν οργανώσεις σε όλη την επικράτεια, που δηλώνουν ότι τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη τους είναι ενεργά, συμμετέχουν στις εσωκομματικές διαδικασίες και έχουν προσβάσεις στους αρμούς των τοπικών κοινωνιών, γιατί δεν έπιασαν το κλίμα;
Δεν υπήρχαν μηνύματα; Προφανώς οι πολίτες, αποφασισμένοι και αναποφάσιστοι, κυρίως εκείνοι που τον είχαν ψηφίσει το 2019, με κάποιο τρόπο θα είχαν εκδηλώσει τη δυσφορία τους για την πορεία των πραγμάτων στον ΣΥΡΙΖΑ- Π.Σ. Άλλοι ευθέως, άλλοι εμμέσως. Άλλοι φωναχτά, άλλοι βουβά. Δεν υπήρχαν αυτιά για να ακούσουν και μάτια για να δουν, προφανώς για να μην υπονομεύσει η πραγματικότητα τις επιθυμίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε παντού, αλλά ηττήθηκε κατά κράτος ακόμη και στις περιοχές που ήταν πρώτο κόμμα στις εκλογές του 2019 και μάλιστα με διαφορά από τη Δεξιά, όπως είναι η Κρήτη, η Αχαΐα, η Β’ Πειραιά.
Το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ έχουν μικρή αύξηση στα ποσοστά τους, αλλά δεν έχουν τη δυναμική για να αντικαταστήσουν το ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ στο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όπου έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το εισέπραξε το ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει αποδείξει ότι είναι μια υποδοχή όλου αυτού του κόσμου που έχει απογοητευθεί από τον κόσμο της κεντροαριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ ψάχνει ακόμα το στίγμα του. Η εκλογική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ -Π.Σ δεν έφερε τα αναμενόμενα κέρδη στις προοδευτικές δυνάμεις, ενισχύθηκαν νέο φιλελεύθερες και εθνικιστικές απόψεις. Η ενότητα του προοδευτικού χώρου είναι ένα ζητούμενο.
«O ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρίσκεται σήμερα σε ένα σημείο τομής και είναι πολύ σημαντικό να επανασυστηθεί με τους Έλληνες πολίτες, παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα το οποίο θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες, τα προβλήματα και τις προσδοκίες της κοινωνίας»
Η ανάδειξη της νέας ηγεσίας είναι μια ιδιαίτερα σημαντική πολιτική διαδικασία, που θα δώσει την δυνατότητα να συζητηθεί με τα μέλη, τους φίλους και τους συμπολίτες τα προβλήματα που τον οδήγησαν στο αρνητικό αποτέλεσμα της κάλπης, αλλά κυρίως το πώς θα προχωρήσει παρακάτω.
Ο ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ είναι και παραμένει μεγάλο κόμμα και αυτό δεν αφορά μόνο τα εκλογικά του ποσοστά, αλλά κυρίως την κοινωνική ανάγκη την οποία εκφράζει. Ισχυρός ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ σημαίνει ισχυρή κοινωνία. Οφείλει να κάνει «εν κινήσει» και συλλογικά την αυτοκριτική του με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, όχι με λογική εσωστρέφειας, αλλά και χωρίς να κρύψει τίποτα κάτω από το χαλί. Ταυτόχρονα όμως έχει την ευθύνη απέναντι στην κοινωνία να εκφράσει την αγωνία και τις προσδοκίες της για το αύριο. Οι προκλήσεις αλλά και οι δυνατότητες που υπάρχουν είναι μεγάλες.