Τις προτάσεις της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για την αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης παρουσίασε ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, σε ειδική εκδήλωση την περασμένη Δευτέρα 17 Μαΐου.
Στην «Κουμουνδούρου» θεωρούν, όπως τονίστηκε με αφορμή την εκδήλωση, ότι η ευρωπαϊκή απάντηση στην οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία, μετά από διαδοχικούς συμβιβασμούς, διαμόρφωσε, μεταξύ άλλων, τους όρους για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ένα πλαίσιο χρηματοδότησης επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων για τα επόμενα χρόνια, επιπρόσθετο στις καθιερωμένες ευρωπαϊκές πολιτικές όπως η ΚΑΠ και η Πολιτική Συνοχής (ΕΣΠΑ). Αυτό επιτυγχάνεται με την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους από την Ε.Ε. το οποίο θα αποπληρωθεί με έσοδα από την μελλοντική φορολόγηση δραστηριοτήτων, όπως οι χρηματιστηριακές συναλλαγές ή τα κέρδη των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων του ψηφιακού τομέα. Η κατανομή των πόρων γίνεται με κριτήρια που έχουν να κάνουν με την οικονομική κατάσταση κάθε χώρας πριν την πανδημία (κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ανεργία) αλλά και με την ένταση της οικονομικής κρίσης, που προκάλεσε η πανδημία. Η Ελλάδα θα λάβει περίπου 32 δις τα επόμενα χρόνια. Τα 19 δις σε (μη επιστρεπτέες) επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα σε δάνεια. Αυτά προστίθενται στα 40 δις των «παραδοσιακών» πόρων για την περίοδο 2021-2027. Συνεπώς, για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο λαμβάνεται απόφαση για αμοιβαιοποίηση χρέους με ισχυρά αναδιανεμητικά στοιχεία μεταξύ των κρατών, γεγονός που δεν μπορεί παρά να αξιολογηθεί θετικά από τις προοδευτικές δυνάμεις που παραδοσιακά πίεζαν για περισσότερη αλληλεγγύη στην Ευρώπη.
Το Ταμείο Ανάκαμψης, μαζί με τα ΕΣΠΑ και την Κοινή Αγροτική Πολιτική, αποτελούν μια ευκαιρία ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας με περίπου 72 δις μέχρι το 2027. Συνυπολογίζοντας τους εθνικούς επενδυτικούς πόρους και την κινητοποίηση (μόχλευση) των ιδιωτικών πόρων, διαμορφώνεται ένα πλαίσιο που καθιστά απαραίτητη μία συνεκτική πολιτική και ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο για την ελληνική οικονομία. Το Ταμείο Ανάκαμψης επιβάλλει μεγάλη κινητοποίηση θεσμών και φορέων. Η διαχείριση πρακτικά διπλάσιων πόρων από το καθιερωμένο ΕΣΠΑ από μία Περιφερειακή Αρχή ή ένα φορέα υλοποίησης φαντάζει ιδιαίτερα δύσκολη, λόγω περιορισμένων ανθρώπινων και τεχνικών πόρων. Το Ταμείο Ανάκαμψης παρουσιάζει ομοιότητες και διαφορές με τα προγράμματα ΕΣΠΑ ενώ προβλέπεται, υπό προϋποθέσεις, η μεταφορά έργων από το ένα στο άλλο. Είναι ένα πρόγραμμα με δυνατότητα χρηματοδότησης επενδύσεων, μεταρρυθμίσεων, δραστηριοτήτων και νέων πρωτοβουλιών. Επομένως απαιτείται συνδυασμένη προσπάθεια του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και των περιφερειακών θεσμών προκειμένου να αξιοποιηθούν οι πόροι εντός χρονοδιαγράμματος και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Όπως είχαμε αναφέρει στο κύριο Θέμα της Δημοκρατικής Φωνής στο τρίτο τεύχος της εφημερίδας το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, που ήρθε ως σχέδιο διαχείρισης των πόρων που θα δοθούν στην Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και ανακοινώθηκε από την Κυβέρνηση, δεν μπορεί σε καμία των περιπτώσεων να μετατραπεί σ’ ένα εργαλείο το οποίο θα αποφέρει τα απαιτούμενα οφέλη τόσο για το ΑΕΠ , όσο και για τις άμεσες επενδύσεις και την επίλυση του διογκωμένου προβλήματος της ανεργίας.
Επομένως στον ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνονται ότι ο πήχης μπαίνει αρκετά χαμηλά σε σύγκριση με άλλα Ευρωπαϊκά Κράτη αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος των χρηματοδοτήσεων που έχει η Κυβέρνηση στην διάθεση της για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Για την Ν.Δ το σχέδιο Ανάκαμψης συνδέεται άμεσα και με την έκθεση Πισσαρίδη, με την κυβέρνηση όλο το προηγούμενο διάστημα να έχει ρίξει ειδικό βάρος σ’ αυτήν. Μια έκθεση που στο «πυρήνα» της συμπυκνώνει και περιγράφει αρκετές αναδιαρθρώσεις αναφορικά με φορολογικά, ασφαλιστικά και εργασιακά ζητήματα.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά το Ταμείο Ανάκαμψης βρίσκεται στο επίκεντρο δύο διαφορετικών στρατηγικών για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας την επόμενη ημέρα. Η πρώτη στρατηγική στην οποία προσανατολίζεται η κυβέρνηση προεγγράφεται στην Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη και στις βασικές κατευθύνσεις του προγράμματος της ΝΔ και περιέχει ιδιωτικοποιήσεις, συρρίκνωση των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων και περεταίρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων.
Από την άλλη πλευρά στον ΣΥΡΙΖΑ δίνουν έμφαση όπως τονίζουν στην ρύθμιση της αγοράς εργασίας με Συλλογικές Συμβάσεις, στην ενίσχυση των μισθών, τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα σε δίκτυα, υποδομές και υπηρεσίες βασικών αγαθών, τη στήριξη και ανανέωση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, την ενίσχυση του ενιαίου και καθολικού κοινωνικού κράτους .
Άλλωστε δεν είναι τυχαία και η αναφορά του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα για αναγκαιότητα δημιουργίας ενός «νέου Κοινωνικού Συμβολαίου». Η ουσία είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την πολιτική βούληση να χαράξει μια τέτοια στρατηγική , μπορεί να πείσει και να βρει τις κατάλληλες «κοινωνικές» συμμαχίες ώστε να υλοποιήσει αν του δοθεί η δυνατότητα την παραπάνω πολιτική.